Κριτική για την ταινία «The Lighthouse».

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη και γυρισμένη σε τετράγωνο κάδρο (1.19:1). Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένος, αποδίδει στο μέγιστο βαθμό την αίσθηση της κλειστοφοβίας, όπως και το ότι το κάδρο σε αρκετά σημεία μας δείχνει τα πρόσωπά τους μόνο, θέλοντας να εστιάσουμε εκεί αφενός και αφετέρου να συναισθανθούμε τις σκέψεις τους, τους προβληματισμούς, όλα αυτά που μπορούν να νιώθουν και να μη πράττουν. Ο σκηνοθέτης επιδιώκει να εισβάλλει στο ασυνείδητο των δυο αυτών χαρακτήρων, εντάσσοντας σε αυτό το παιχνίδι και τον ίδιο τον θεατή. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, καθώς οι δύο χαρακτήρες γνωρίζονται καλύτερα, η φωτογραφία γίνεται όλο και πιο φωτεινή, μέχρι να γίνει, στο τέλος, επικίνδυνα εκτυφλωτική.

Το σενάριο με απόλυτη μαεστρία μεταπηδά από την ωμή απλότητα στην αξιοθαύμαστη ποιητικότητα· αναμειγνύει ετερογενή στοιχεία, καταλήγωντας σε ένα δυναμικό αποτέλεσμα, καθώς η εκτέλεση και όχι τόσο η ίδια η ιστορία είναι που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει. Μέσα στην παλίρροια αυτή, οι δύο αυτοί χαρακτήρες όλο και περισσότερο απογυμνώνονται από την ανθρωπιά τους, προκαλώντας με τις πράξεις τους χάος. Καθώς το φανταστικό μπλέκεται με την πραγματικότητα και η μίξη τους υποκινείται από έναν φόβο πανίσχυρο οι χαρακτήρες χάνουν την συνείδησή τους, επιδίδονται σε ξέφρενα μεθύσια και μία πρόσκαιρη νηνεμία, προτού η καταιγίδα ξεσπάσει για τα καλά και παρασύρει στο διάβα της τα πάντα.

Σαν να είναι χαρακτήρες βγαλμένοι από τον θεατρικό συγγραφέα Samuel Beckett, ο Willem Dafoe ως Thomas Wake και ο Robert Pattinson ως Ephraim Winslow  ξεπροβάλλουν στην μεγάλη οθόνη και μας καθηλώνουν με τις συγκλονιστικές ερμηνείες τους· οι ήρωες βρίσκονται σε διαρκή σύγχυση, μέσα στις αντιθέσεις τους και τρέφονται από τις αδυναμίες του άλλου. Η ταινία, επιβεβλημένη από στοιχεία της φύσης που ξεφεύγουν από τον ανθρώπινο έλεγχο, αποπνέει αυτή τη ζοφερή αίσθηση του εγκλεισμού που σε βυθίζει στο σκοτάδι του εαυτού σου και του κόσμου.

Η πλοκή της ταινίας διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1890 σε ένα μυστηριώδες και εντελώς αποκομμένο από τον πολιτισμό ξερονήσι έξω από τη Νέα Αγγλία, όπου δύο άνδρες αναλαμβάνουν να φροντίσουν για τέσσερις εβδομάδες τον Φάρο. Παγιδευμένοι σε έναν Φάρο, που από την αρχή ο Eggers περιγράφει σαν όρθιο φαλλό μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και που ολάκερη η φύση οργιάζει, οι δύο άντρες επιδίδονται σε μια αναμέτρηση εξουσίας, τοξικής αρρενωπότητας και θηλυκής υποταγής.

Ο Thomas Wake ταυτίζεται με τον Πρωτέα, όπου οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν συχνά και «Γέροντα της θάλασσας». Προστάτης των θαλάσσιων πλασμάτων, σύμβολο του υποσυνείδητου, γνώστης της θάλασσας και των κρυμμένων μυστικών της, με μαντικές ικανότητες και δυνατότητες μεταμόρφωσης. Λεγόταν πως ο Πρωτέας ήταν πάντα ανέκφραστος, ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε ποτέ. Αυτόν τον παλιό πατριαρχικό θεό, συγγενή του Δία, αμφισβητεί ο Νέος, κάτι που εδώ μπορεί να παρομοιαστεί με την ύβρι και τη νέμεση του Προμηθέα. Ο Γέρος καταπιέζει συστηματικά τον Νέο, απαγορεύοντας την πρόσβαση στον Φάρο, λέγοντας ότι είναι δική του αρμοδιότητα: “The light is mine!”. Ο Προμηθέας όμως κλέβει τη φωτιά, την πρόσβαση στο φως, προσπαθεί για μία ακόμα φορά να πάρει τη θέση ενός ανώτερού του, αλλά στη συνέχεια τιμωρείται από τους παλιούς θεούς να του τρώει ένας αετός τα σωθικά, μοτίβο που στην ταινία ακολουθείται μέχρι το τέλος. Το φως του φάρου παραμένει για πάντα καλυμμένο, απαγορευμένο, όπως η φωτιά του Προμηθέα, και όποιος το πλησιάζει ή προσπαθεί να αδράξει την ακτινοβολία του τιμωρείται και εκδιώκεται.

Η ταινία είναι πραγματικά ένα ταξίδι στα άδυτα της επιθυμίας, των έντονων αλλά και παράλογων φαντασιώσεων, όπου η κάθοδος της τρέλας τους κυριεύει και τελικά τους πλακώνει, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να αντισταθούν. Εστιάζει στο ανεξερεύνητο κομμάτι του υποσυνείδητου των χαρακτήρων, μπερδεύοντας τόσο τους ίδιους όσο και τους θεατές για το τι είναι πραγματικό και τι πλανάται στα όρια της φαντασίας και της ψευδαίσθησης. Η μουσική εντείνει το αίσθημα της ανησυχίας, της αγωνίας και του φόβου. Σαν ένα βομβαρδισμένο τοπίο, όπου οι δύο πρωταγωνιστές ως θύματα ενός διαφορετικού και αλλόκοτου πολέμου θα αποκαλύψουν τα ενδόμυχα μυστικά τους, τους προσωπικούς τους δαίμονες, καταπιεσμένες ερωτικές επιθυμίες, συγκαλυμμένα εγκλήματα, ψεύτικες ταυτότητες και ένοχες συνειδήσεις, καταλήγοντας σε ολέθριες συνέπειες. Επιπροσθέτως, η φωτογραφία είναι αρκετά προσεγμένη, σαν να είναι πίνακες ζωγραφικής.

Ο σκηνοθέτης αναμετράται με την εσωτερική κατάρρευση και αποτελμάτωση του ανθρώπου, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την μοναξιά, όταν κανένας δεν σε κοιτάει και βρίσκεσαι σε μια διεργασία ανασκόπησης, που μόνο ο εαυτός σου γνωρίζει αληθινά και ειλικρινά. Σε μια εποχή που όλα τρέχουν τόσο γρήγορα και ο κόσμος είναι τόσο θρυμματισμένος, τα συναισθήματα και οι ερωτικές επιθυμίες, η αποκάλυψη του γυμνού εαυτού μας, οι βαθύτερές μας σκέψεις και ανησυχίες, τα αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα, που μας ταλανίζουν, όλα αυτά φαντάζουν μακρινά, απρόσιτα, ουτοπικά. Η ταινία μας καλεί να εξερευνήσουμε και να υπερβούμε από κοινού την ποίηση που ενυπάρχει μέσα μας, προκειμένου να λυτρωθεί η ψυχή μας (“Salvation!”, όπως φωνάζει ο Thomas Wake)…

Παρακολουθώντας τη ταινία, παραθέτω αυτό που ενστικτωδώς μου ήρθε στο νου είναι ένα απόσπασμα από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη:

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

[…]