Πόσο δύσκολο είναι να ξετυλίγεται μια ερωτική ιστορία, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα; Πολύ, είναι η απάντηση. Όχι όμως για τα δυο νέα παιδιά, που επωμίσθηκαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τόσο ο κ. Β. Τσιγκριστάρης, όσο κι ο κ. Α. Σιδέρης, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, για να υποστηρίξουν μια ιστορία με πολλές ψυχο-παθολογικές παραμέτρους των ηρώων. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Προσκλήθηκα να παρακολουθήσω την παράσταση «Υγρά Μάτια» στο συμπαθητικό θεατράκι της οδού Παραμυθίας. Το έργο έγραψε και σκηνοθέτησε ένας νέος, πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης, ο κ. Κ. Παπάς.
Από την πρώτη στιγμή, που άρχισε η παράσταση, το έργο πήρε τις διαστάσεις, μιας πραγματικής ερωτικής ιστορίας, που ναι μεν άρχισε απλά, αλλά τέλειωσε τραγικά. Όλα εξελίχθηκαν γρήγορα, χωρίς κοιλιές και ατέλειωτες κουραστικές παύσεις. Δυο νέοι άντρες συναντιούνται κι αρχίζουν σιγά σιγά να ανοίγουν τις καρδιές τους. Ο έρωτας είναι εκείνος, που απερίσκεπτα, θα τους ρίξει τα βέλη του. Οι δυο άνδρες εμπλέκονται σε μια συναισθηματική κατάσταση, όλο εντάσεις. Ο ένας, από τους δύο, βαδίζει σ ένα δύσκολο και απότομο δρόμο, αφού σίγουρα δεν ξέρει, τι συναισθήματα έχουν αναπτυχθεί μέσα του. Με κανένα τρόπο, δεν θέλει λογικά να ερωτευτεί, τον «άλλον». Αφού πρόκειται, για άτομο του ίδιου φύλου με εκείνον. Κι όπως πολλές φορές, θα πει. «Τι δουλειά έχω, με σένα;» Πέρα όμως από την λογική, τα συναισθήματα κυριαρχούν. Τον οδηγούν ορμητικά σε μια σχέση, η οποία αντί να φέρνει χαρά, λύτρωση και ανακούφιση, τον σπρώχνει σε μια νεύρωση, στα όρια της ψυχοπαθολογίας. Εδώ, να πούμε ότι, ο κ. Τσιγκριστάρης ξεπερνά εαυτόν, και παρουσιάζει έναν «νέο» από την επαρχία, συμπλεγματικό, με εσωτερικές συγκρούσεις, που οδηγείται στην παραφροσύνη. Η υποκριτική του ξεπερνά το μελό και γίνεται, ρεαλιστικά, δραματική. Όμως, σ’ αυτό τον βοηθά, κι ο συμπρωταγωνιστής του ο κ. Α. Σιδέρης, ο οποίος στέκεται εξίσου άριστος, στην υποκριτική του δεινότητα. Είναι ερωτευμένος αλλά κατανοεί ότι αυτή η σχέση είναι αδιέξοδη. Έτσι, με ψιλές πινελιές σκιαγραφεί, τον «άλλον», που βιώνει μια ανίερη απώθηση. Η σκηνοθετική ματιά, λιτή, απέριττη, ξεσκεπάζει τον υποκριτικό χαρακτήρα της κοινωνίας, η οποία στέκει απλός θεατής, όπως κι εμείς στην παράσταση. Αυτό, το κακό, δεν τον προλαβαίνει κανένας, γιατί απλά υπάρχουν σοβαρότερα και σημαντικότερα από μια ομοφυλόφιλη σχέση. Κανείς δεν δίνει διάρα τσακιστή.
Το έργο μ΄ έβαλε σε σκέψεις. Πως, μια κατά τ’ άλλα ευνομούμενη πολιτεία, επιτρέπει αυτές τις ασχήμιες; Πως αφήνει τους ανθρώπους της να δυστυχούν, ενόσω θα μπορούσε να είχε βρει λύσεις, ουσιαστικές και χρήσιμες. Αυτά κι άλλα σκεφτόμουνα, από μια παράσταση που αξίζει να την δείτε. Όλοι οι συντελεστές, δίνουν τα υστερήματα από τις ψυχές τους και δημιουργούν μια παράσταση, άξια να αγαπηθεί, μέχρι το τέλος της.