Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γεννήθηκε το 1962 στην Καλαμάτα κι από το 1977 ζει στην Αθήνα. Συγγραφέας 42 εκδοθέντων βιβλίων, κριτικός θεάτρου και βιβλιοκριτικός. Αριστούχος διδάκτωρ τού Τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας τού Ιονίου Πανεπιστημίου (2019). Είναι διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός τού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1985), αριστούχος τού Τμήματος Θεατρικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Αθηνών (1994) και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος θεατρολογίας τού γαλλικού Πανεπιστημίου Paris III – La nouvelle Sorbonne (D.E.A. Etudes Théâtrales). Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Δίδαξε το 2020 και το 2021 θεατρική κριτική στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάσκει πολιτιστική διαχείριση, καθώς και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και σε πάμπολλα λογοτεχνικά περιοδικά. Θεατρικά του έργα με αρχαιοελληνικά θέματα και για την Κρίση έχουν παρασταθεί σε θέατρα τής Ελλάδας και του εξωτερικού.
E-mail: kbouras8@gmail.com
Web-site: https://konstantinosbouras.gr
The Universe
We are all a tiny pebble
In the world’s mosaic
No one magnificent, no one great
Yet important
For the inner miracle
For the outer image
That transforms
Reality
Into something accessible, sustainable
And tangible…
As long as we realize
Humility
With modesty
And awareness of The ridiculous
That resides in every human pettiness.
The existence, yes, the existence is
Something different, much wider, much stronger
Than the flimsy soap bubbles
Of our flesh.
We are pustules
On the body of the universe.
Voracious cockroaches,
Greedy ants,
Arrogant cicadas…
But some of us
Become blackbirds
That sing like nightingales
Imitating the Harmony of the Universe
Making up melodies
In the perpetuity
Of this very moment
Which might AS WELL be a century
As long as you manage to forget yourself
For a little while
To subdue your ego,
To leave the shirt
Of your personality
On the hanger, in the closet
Of the house
And let yourself roam around
Naked, free and innocent…
This is the only way to add some
infinitesimal
Weight to our poems and to our art
The lowborn one…
Το Σύμπαν
Όλοι ένα πετραδάκι είμαστε
Στο μωσαϊκό τού κόσμου
Κανείς σπουδαίος, κανείς τρανός,
Σημαντικοί όμως
Για το μέσα θαύμα
Για την έξω εικόνα
Που μετασχηματίζει
Την πραγματικότητα
Σε κάτι βατό, βιώσιμο
Κι απτό…
Φτάνει να συνειδητοποιούμε
Την ταπεινότητα
Με σεμνότητα
Κι επίγνωση Τού γελοίου
Κάθε ανθρώπινης μικρότητας.
Η ύπαρξη, ναι, η ύπαρξη είναι
Κάτι άλλο, πιο πλατύ, πιο γερό
Από τις σαθρές σαπουνόφουσκες
Τού σαρκίου μας.
Φλύκταινες είμαστε
Στο σώμα τού σύμπαντος,
Αχόρταγες κατσαρίδες,
Πλεονεκτικά μυρμήγκια,
Αλαζόνες τζίτζικες…
Όμως κάποιοι από εμάς
Γινόμαστε κοτσύφια
Που τραγουδούν ως αηδόνια
Μιμούμενα την Παγκόσμια Αρμονία
Μελωδίες υλοποιώντας
Εις το διηνεκές
Τής στιγμής
Που μπορεί να γίνει ΚΑΙ αιώνας
Φτάνει για λίγο να λησμονήσεις
Τον εαυτό σου,
Να καθυποτάξεις το εγώ σου,
Να αφήσεις το πουκάμισο
Τής προσωπικότητάς σου
Στην κρεμάστρα, στην ντουλάπα
Τού σπιτιού
Και να αφεθείς να κυκλοφορείς
Γυμνός, ελεύθερος κι αθώος…
Μόνον έτσι ζυγίζουν κάτι
απειροελάχιστον
Τα ποιήματα κι η τέχνη μας
Η χθαμαλή…
*
Big Bang = Bing Error!!!
Οι γαλαξίες αναπαράγονται σαν
Μικρόβια, όχι
Απαραίτητα
Παθογόνα…
Το Σύμπαν κινέζικο
Φίδι πυροτέχνημα,
Έγραφες στα τρυφερά σου χρόνια
Που είχαν πάψει
Προ πολλού
Να είναι κι άγουρα…
Τώρα ξέρεις,
Γνωρίζεις κυτταρικά
Πως ο κόσμος
Δεν είναι μικρογραφία
Του κρανίου μας
Και τ’ ανάπαλιν.
Η μαγική σκέψη
Αδυναμία
Τής ανθρώπινης νόησης
Να υπερβεί τούς
Σωματικούς, τούς
Βιολογικούς
Περιορισμούς της.
Όπως και πάνω έτσι και κάτω,
Όπως έξω έτσι κι από μέσα,
Όμως απέχουμε παρασάγγας
Από το γνώθι σαυτόν – σαυρόν[1] – σταυρόν…
13-5-2017.
*
Για κάθε νησίδα αυξανομένης Εντροπίας στο Σύμπαν
Υπάρχει κι η αντίθετή της, όπου το Χάος υποχωρεί
Κι ο Λόγος επανευρίσκεται. Ισορροπία.
Αυτό που μάς φαίνεται δίχως νόημα
Είναι απλώς ένας ρυθμός
Που ο φτωχός ανθρώπινος εγκέφαλός μας
Δεν προλαβαίνει και δεν δύναται
Να παρακολουθήσει,
Ν’ αντιληφθεί εν τέλει πως υπάρχει κάτι
Εκεί έξω
Πλατύτερο από την ανασφαλή
Αλαζονεία μας.
*
Μόνο το γκρίζο δεν έχει
Αντίθετο χρώμα.
Μήτε θετικό μήτε αρνητικό,
Όπως: Κόκκινο-Μαύρο,
Μαύρο-Άσπρο.
Δεν ήσουν αρχικός κυματισμός.
Διαταραχή δεν ήσουν.
Διαλλακτικός με τη Γαλήνη.
Δεκτικός στη Γνώση.
Δέος απέναντι στο Σύμπαν
Δυνατός στις καταιγίδες.
Διάφανος θα είσαι πλέον.
Δαήμων…
*
Ποίηση – ρυθμός – σώμα – θέατρο
Ο κάθε ποιητής μια ιδιοσυχνότητα
Ένας ιδιορ-ρυθμός
Ένα τρισεκατομμυριοστημόριο πλήκτρου
Στο Αρμόνιο τού Κόσμου.
Η ποίηση είναι μια υπόθεση σωματική.
Αναπαύομαι στις λέξεις
όπως οι φακίρηδες στα καρφιά.
Η γλώσσα είναι ένας κώδικας.
Το σώμα ένας άλλος.
Αναζητώ για όλους μας τον δρόμο
Όπου σώμα και Ποίηση γίνουνται Ένα.
Γράφοντας αυτές τις σκέψεις
Είκοσι τέσσερα χρόνια πριν,
Αναλογίζομαι τώρα μήπως αναπήδησαν
Από έναν βαθύ ρυθμό
Κυτταρικό
Κάποιο θαλασσινό απομεσήμερο
Κάπου μεταξύ Αλιάνθου
Κι Αναβύσσου
Γυρεύοντας την ατραπόν εκείνην
Που μάς επιστρέφει
Στην πανελλήνια λίμνη τής Σοφίας
Όπου το πυρακτωμένο ποτάμι
Τών προ-πλατωνικών
Ρέει ακόμα,
Απολύτως Υλο-ενεργειακό,
Πολύ πριν επιχειρήσουν κάποιοι
Να το δια-χωρίσουν.
Για μένα, πολλές φορές το ποίημα
Αναδύεται μέσα από μια αίσθηση,
Μια συγκίνηση, μια εικόνα,
Κάποια λέξη, κάποια φράση
Με το ρυθμό της, αξεδιάλυτα.
Ποτέ νοήματα χωρίς ενεργο-
Ποίηση τού αιθερικού ρευστού
Που κυλάει ανάμεσό μας
Ακόμα και σ’ αυτά που θαρρούμε
Άψυχα.
Προσφάτως, η Επιστήμη τής Ιατρικής
Ανακάλυψε την ύπαρξιν
Κάποιου υγρού που κυλάει εντός μας.
«Αιθήρ», “akasha”, «πέμπτο στοιχείο-
πεμπτουσία-quintessence»,
θα μπορούσε έτσι
να βαπτισθεί, προτείνω.
Ξαναγυρίσαμε στην πανάρχαια
Εκείνη καμπή τού Χρόνου
Που από τον διαμελισμένον Όσιρι
Και τής Ίσιδος την επιμονήν
Δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο Ώρος
Και η ώρα δεν είχε ακόμα μερισθεί.
Για την ακρίβεια, κλεψύδρα
Δεν είχε ακόμη τότε αρχίσει να μετράει
Ανάστροφα τον χαμό μας…
Έτσι, καιρός είναι τώρα
Να ξαναγυρίσουμε στο σώμα
Για την επανακάλυψη
Τής Ποίησης τού Μέλλοντος,
Αποφεύγοντας νοήματα στείρα,
Αυτοπαθή, αυτοναφορικά, αυτεξούσια.
Μακριά από την αλαζονεία
Θα κινηθούμε
Νουνεχείς.
Η σοβαροφάνεια δείχνει χαμηλή
Νοημοσύνη
Κι αυτοεκτίμηση.
Το χιούμορ, η γλώσσα τών αγγέλων
Και των ποιητών, όταν ευδιάθετοι
Είναι.
«Χαρίεν όν ο άνθρωπος, όταν άνθρωπος
έσσηι».
Πόσω μάλλον οι πολεμιστές
Τού Λόγου.
Όλα είναι Ποίηση. Το Σύμπαν έρρυθμον.
Όλα είναι Θέατρο. Γιατί όλα είναι Φως
Με την αναπόφευκτη
Σκιά τους, που τα καθιστά
Ανάγλυφα,
Αρχαιοπρεπή, μελλοντικά…
Όταν όλα γίνουν Φως,
Τότε το Παν θα έχει τελειώσει,
Θα ρουφηχτεί από τον εαυτό του,
Θ’ αναπαυθεί,
Θα γαληνέψει,
Θα διδαχθεί από την τόση πείρα,
Συσσωρευμένη Γνώση
Θ’ αποταμιεύσει
Και τότε…
Πάλι θα εκραγεί
Σε μια πανδαισία χρωμάτων,
Τού Σκότους συμπεριλαμβανομένου
Να διεκδικεί τα προγονικά,
Απαράγραπτα δικαιώματά του,
Μητέρα τού Φωτός
Ορφική Νυξ
Και γέεννα πυρός
Απαράγραπτος…
*
Ακούω τους τριγμούς
Ενός Σύμπαντος υπό ανά-
Κατασκευήν
Τις νύχτες που ξεκλειδώνω
Τ’ όνειρά μου
Κι αφήνω τα κόκκαλά μου
Να διαλυθούν
Στον κοσμικόν αιθέρα,
Με γενναιότητα βεβαίως,
Αφού δεν ξέρω αν ποτέ
Θα ξανα-
Υλοποιηθώ
Στο ίδιο κορμί
Που πάντα νέο ξυπνάει,
Μωρό που απολαμβάνει
Την πρώτη ημέρα
Φιλοξενίας του
Στον πλανήτη Γη.
Και τα δυσάρεστα…
Διαγεγραμμένα.
*
Υπάρχουν δύο δρόμοι
Για την αγιότητα:
Τού ασκητού και τού
Θηρευτή κάθε χαράς.
Και οι δύο ατραποί
Οδηγούν στην ίδια κορυφή,
Στην πλησμονή,
Στην απαλλαγή από
Τον επιτακτικό πόθο,
Στην απόσταση από
Τα πράγματα,
Στην αποδοχή,
Στην παραδοχή,
Στην υποδοχή
Του επικειμένου τέλους…
Οσονούπω… Αιώνες μακριά…
Ούτε μία αναπνοή
Αργότερα να μην καταφθάσει
Ο Χάροντας.
Μ’ ανοικτά μάτια
Κι όρθιο το κορμί
Θα τον υποδεχτώ
Σαν ξεναγό,
Σαν φίλο,
Σαν γνώριμο από τα παλιά.
Και μετά
Θα ήθελα
Να ξαναγεννηθώ
Όπου το εκκρεμές
Τού Σύμπαντος
Με πετάξει.
Ρουλέτα. Μίξερ. Φούρνος.
Χωνευτήρι.
Κι ο μάγειρας παίζει
Ζάρια.
Έχει όμως το νου του
Μην τύχει και τού καεί
Το φαΐ.
Βροτοί; Ναι. Ανυπερθέτως.
Κι όποιος έφαγε θα
Φαγωθεί.
Αποδοχή, Παραδοχή, Υποδοχή
Τού Αγνώστου
Που τόσο πρωτότυπο
Δεν είναι.
*
Θυμάμαι το χώμα
Να γίνεται χώμα
Κι ύστερα πάλι καθρέφτης
Κονταροχτυπήματος τού Φωτός
Με την «άψυχην» ύλην
Που όμως είναι
Το πλέον παρεξηγημένο
Ρεύμα στο Σύμπαν
Το πλατύ.
*
Έξω φυσάνε ηφαίστεια
Και ρέουν καταιγίδες,
Φριχτές υδατοσυρμές
Οργώνουν τα Σύμπαντα
Και τα ξεμαλλιασμένα άστρα
Τσακίζουν τις τσατσάρες τους
Τσαντισμένα.
*
Μόνο με τη φιλότητα
Σύμπαν δεν γίνεται.
Δεν ζούμε μόνο
Για να χαιρόμαστε.
Χάρη στη λύπη και στο νείκος
Έρωτας αποκολλάται
Από την Αγάπη
Και το Μηδέν
Εις Έν εξακτινούται.
*
Αιθέρα και Φάος
Ευλογώ
Σαν όρνιθα που γυρνάει
Προς τον ουρανό
Κάθε που πίνει νερό.
Με το κελάιδισμα τών
Αηδονιών ξεχνιέμαι.
Με τον κορυδαλλό ξυπνώ,
Κόρακα δεν φοβούμαι,
Κορώνη δεν τρέμω…
- Τι να σού κάμουν εσένα
μαντείες, προφητείες,
μάγοι και γητευτές,
ξόρκια και μαγγανείες;
Ετούτα ταράζουν
Όσους δεν ζήσανε
Και βλέπουν το τέλος
Να πλησιάζει…
- Με τα σπουργίτια ριγώ
Λεύκας φύλλο
Στους σύμπαντος τον αρχετυπικό
Ρυθμό…
*
Ταλαντώσεις εκκρεμών
Δονούν το Σύμπαν,
Ορυμαγδός Αγάπης.
Κι όποιος αντέξει ας μην τρέξει
Να κρυφτεί στα πέπλα
Τής ψευδαίσθησης (Σαλώμης).
*
Ο Δίνος
Είναι αυτό το φρικτόν
Και άρρητον
Που αντικρύζουν οι θνητοί
Αμέσως μετά
Την αναχώρησή τους
Από εδώ,
Μακριά από την ψευδαίσθηση
Που θεωρούμε πραγματικότητα
Και ζωή και βιός και βία…
Δίνος, το αρσενικό τής Δίνης,
Ηράκλειτε,
Ιθυφαλλικός
Σαν τον Γαλαξία τής Ανδρομέδας,
Σαν τις μαύρες τρύπες
Τού τοπικού μας σύμπαντος,
Από την άλλη πλευρά…
*
Είδαμε πολλά στο σκοτάδι να γεννιούνται
Σύμπαντα
Με την ελπίδα για σημαία
Πως αυτά θα θριαμβεύσουν
Και θα διαρκέσουν για πάντα.
Αλίμονο, μήτε το όνομα
Μήτε το χρώμα
Μήτε τη συχνότητα
Θυμόμαστε.
*
Κι ο καλόγερος σ’ οργανωμένο μοναστήρι
Κι ο καταφεύγων σε κοινόβιο παντός τύπου
Κι ο αναχωρητής
(Στυλίτης ή σπηλίτης)
Τον ίδιο φόβο τής μοναξιάς ξορκίζουν,
Εκείνη τη φρικτή ανάμνηση
Τής βρεφικής ανημπόριας
Που άλλοι σε παράδεισο λογιάζουνε
Κι άλλοι σε κόλαση,
Αναλόγως…
Ο θάνατος τής μάννας,
Όπως κι απουσία της,
Είναι πάντα ένα τραύμα
Ή λύτρωση.
Εξαρτάται από τη δύναμη
Και την ισχύ τού πάσχοντος.
Σαν είναι τυχερός και τον αγαπήσει
Το Σύμπαν ή αν πρωτίστως
Αγαπήσει ο ίδιος τον εαυτό του
Προκαταβολικώς,
Ιδίοις αναλώμασιν.
Ο φόβος τού θανάτου είναι
Δευτερογενής. Με την αίσθηση
Τής επικείμενης ανημπόριας
Τίποτ’ άλλο δε συγκρίνεται.
Και να φανταστείς πως μερικοί
Το επιδιώκουν, αφού δεν αντέχουν
Την τόση αναμονή
Για κάτι που μπορεί ποτέ
Να μην έρθει…
Τότε ο καθένας είναι μόνος
Με τον εαυτό του.
Με τα λάθη του και τα πάθη του
Οχυρωμένος.
*
Άπειρον Φάος
Εσύ που γεννάς όλους
Κι απορροφάς σύμπαντα,
Μήτηρ, Πάτερ, Τέκνον ολόλαμπρον,
Μήτρα τών Μητρών
Και Πατέρα τών Φώτων
Παις άπαις,
Αδημονώμεν όπως Σε ασπασθώμεν
Ευνείς
Εύνοες
Ευκρινείς
«Αγαλλιασόμεθα
κι ευφρανθώμεν εν» Εσοί….
*
Κάθε φορά που κλέβεις,
Που αφαιρείς παρανόμως
Κάτι απειροελάχιστο,
Που δεν αναγνωρίζεις την αξία
Και τον κόπο τού άλλου, κάθε φορά
Που συκοφαντείς,
Που φθονείς,
Που κακολογείς,
Που αδικείς εν τέλει,
Συνεισφέρεις εις το Χάος
Συμβάλλεις εις την επιδείνωσιν
Τής εντροπίας τού Συστήματος.
Αναλογίσου: θα ήθελες πραγματικά
Τα παιδιά σου να ζουν εντός
Τής ζώνης τού λυκόφωτος,
Εις ένα σύμπαν απολύτου αταξίας,
Να μην ξέρεις αν θα εξυπνήσεις
Το πρωί σκλάβος ή ελεύθερος,
Να μην ξέρεις μήτε εκείνα που
Αγάπησες εχθές αν θα είναι
προσέτι σήμερα σιμά σου…
Ακόμα κι αν δεν υπήρχε
Έμφυτος Ηθική, Ευνομία, Αρμονία,
Θα έπρεπε να τις επινοήσουμε
Προς το συμφέρον μας.
*
Και πέρασαν τα χρόνια
Χωρίς να μάς ρωτήσουν
Αν τα ζήσαμε
Βιαστικά κι εκείνα
Όπως η ανάγκη μας
Να διαιωνιστούμε.
Και το Σύμπαν γελάει.
*
Το Σύμπαν κινέζικο φίδι-πυροτέχνημα
Κρύβει γωνιές και πλευρές
Που δεν θα μπορέσουμε ποτέ
Να επί-σκεφθούμε.
*
Ο παυσίπονος και παυσίλυπος
Κοπετός μας
Κέρδισε την ανία
Σ’ ένα σύμπαν όπου
«τα πάντα ‘ρει».
*
Εκ-κρεμείς οι υπάρξεις μας
Σε δικές τους ιδιοσυχνότητες
Κινούνται κυμαινόμενες.
Και το Σύμπαν γύρω
Δονείται κι αυτό
Στον Παγκόσμιο Ρυθμό.
*
Κι ήρθε – ευτυχώς για τους δικαίους –
Η εποχή που «αν κατουρήσεις στη θάλασσα
Θα το βρεις στο αλάτι» την αμέσως επόμενη μέρα
(instant karma, που λένε)… Όμως την ελευθερία
Τού ύπνου, όταν σε επισκέπτονται αλλοδιαστασιακά
Ωδικά πτηνά και δέντρα αειθαλή στεγάζουν
Με τα φύλλα τους τον παράδεισό σου…
Όμως την ελευθερία να μην αμαρτάνεις
Ούτε από άγνοια
Τη ζήλεψαν ακόμα κι οι άγγελοι,
Προστάτες, συνοδοιπόροι και σύντροφοί μας
Στα παιχνίδια. Και τι τρανότερον παίγνιον
Εις το Σύμπαν το πλατύ
Από το Σχολείον Γαία,
Όπου υποδυόμαστε τους ανήξερους
Και το πιστεύουμε κιόλας!
*
Παλμός επιληπτικός
Δημιουργεί σύμπαντα
Κι έπειτα λησμονάει,
Τ’ αφήνει στη μοίρα τους.
*
Μετενσαρκωνόμεθα ενίοτε.
Μετεμψυχωνόμεθα; Ίσως.
Μετεξελισσόμεθα; Σχεδόν ποτέ
Σε καιρούς νηνεμίας.
«Ανάγκα και θεοί πείθονται».
Όμως, επειδή το Σύμπαν ακούει,
Θα προτιμούσα:
Χωρίς ειρήνη κι αφθονία
(αντιθέτως απ’ ό,τι νομίζεται)
Ευδαιμονία, ευτυχία, επιτυχία,
Εξέλιξις,
Ανέφικτοι εισίν.
Είπον.
*
Φανταστείτε ένα Σύμπαν
Διάπυρον
Και το Σκότος να πυρακτούται
Εντός του
Μέχρι πλήρους εξομοιώσεως
Με το Λευκό.
*
Η προσευχή τού κουνουπιού
Κάνε θεέ μου να κοπάσουν
για πάντα οι αέρηδες
κι “ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει”
φέρνει χιόνι
κι ελπίδα ζωής καμιά
σ’ εμάς τα ταπεινά έντομα,
καθώς κι ο μπάτης (ο νοτιάς)
που γεμίζει σκουπίδια τις ακρογιαλιές
να κοπάσει κι ο σιμούν (όνομα κι αυτό)
που φέρνει σκόνη από την έρημο
τής Σαχάρας,
καθώς κι ο σιρόκος, ο πουνέντες,
ο γαρμπής, το μαϊστράλι,
ακόμα κι η αύρα για πάντα
να πάψει,
σ’ εκλιπαρώ θεέ μου,
ριπή ανέμου καμιά,
αγέρας από πέλαγος να μη φτάνει
για να πλεύσουν “τα καράβια
τα σπετσιώτικα” τού γνωστού
δημώδους άσματος,
να πετώ κι εγώ ελεύθερα
πάνω από λαιμούς και στέρνα,
μασχάλες και πυγούς
κορασίδων και κούρων
αδιακρίτως,
να τούς ρουφώ το αίμα
με το καλαμάκι
(παρντόν! “με την προβοσκίδα μου”,
αυτό ήθελα να πω και παρεξετράπην –
συγγνώμη, με το συμπάθειο, που λέτε
εσείς οι εξελιγμένοι, τρομάρα σας!
“κούνια που σας κούναγε”, εν μιά
νυκτί θα χαθείτε όλοι… αυτά σάς προ-
φυτεύει ο άρχοντας τών κουνουπιών).
Κι όσο για εκείνα τα λερά,
τα λιγδιασμένα χέρια
φονιάδων ικανών
που μάς λιώνουν το κεφάλι
με παλαμάκι ηχηρό
(ακόμα κουδουνίζουν τ’ αυτιά μου,
λες και ηχούν όλες οι καμπάνες
τού σύμπαντος μεμιάς)…
όσο για εκείνους που
λεκιάζουν τα χέρια τους
μ’ αίμα εντομικό,
ε, τι να πω, τον θεό τών
κουνουπιών παρακαλώ
να τούς δώσει τέλος οικτρό,
κακό ψόφο νά ‘χουν,
να εκλιπαρούν το θάνατο
να έρθει
κι εκείνος περιφρονητικά
πλάτη και λοιπά (ανατομικά μέλη)
να τούς γυρίζει,
να μην μπορούν ν’ απαλλάξουν
τα παιδιά τους
από το άγχος τού γηροκομιού,
μόνοι και άφιλοι,
άστοργο ψωμί να τρώγουν
και στο λαιμό να τούς κάθεται!
Αυτή είναι η κατάρα
τών κουνουπιών.
Κι αν νομίζετε
πως εμείς άχρηστα όντα
είμαστε και μικροσκοπικά,
καταφρονητέα συνεπώς,
ένα σάς λέω και σάς
πληροφορώ:
ότι εμείς είμαστε εκλεκτή
τροφή τών χελιδονιών,
αποκλειστική σχεδόν,
τών φρακοφορεμένων
εκείνων πτηνών που κρώζουν
εφιαλτικά στα φτωχά τύμπανά μας
και ξεκουφαίνουν ακόμα και τα πιο
γέρικα από εμάς…
Όμως εσείς τα έχετε περί πολλού
αυτά τα πιγκουίνια τ’ ουρανού,
γιατί σάς φέρνουνε, λέει, τήν
Άνοιξη! Μα ποια Άνοιξη
σάς φέρνουνε καλέ;
Άφρονες, επιπόλαιοι,
προληπτικοί και δεισιδαίμονες
ανθρώποι,
έναν λόγο θα σάς πω
κι ας είναι ο στερνός:
η Άνοιξη ούτως ή αλλέως
θα ερχότανε
με χελιδονάκια ή χωρίς,
τραγουδάτε όμως εσείς:
“ήλθες ήλθες χελιδών
καλάς ώρας άγουσα
καλούς ενιαυτούς”
[από τα αρχαία κάλαντα-χελιδονίσματα].
Μα για ποιούς ενιαυτούς
μιλάτε ρε, φονιάδες τών
κουνουπιών,
που κακό χρόνο νά ‘χετε;
Κι αν χόλωσε τίς εξ υμών
κι αν θύμωσε,
ξύδι να πιεί και θα του περάσει!
Όμως ακόμα κι αν είπαμε
μιά κουβέντα παραπάνω, ε,
“ψωμί κι αλάτι”, “ψωμί κι αλάτι”,
“ας την πάρει το ποτάμι”,
στάχτη και μπούρμπερη να γενεί
(όχι αυτό τώρα δεν ήτανε και τόσο
καλό, γράψε λάθος).
Κατά βάθος, δεν ζούμε
χώρια εμείς οι δυό,
ούτε εσείς χωρίς εμάς
ούτε εμείς δίχως εσάς.
Αμ πώς; [χιουμοριστικόν
ευθυμο-ποίημα, πήμα
αρχαίον και νέον συνάμα,
“αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα” –
όχι αυτό δεν πάει με τίποτα εδώ,
δεν ταιριάζει – βρε μανία με τις
παροιμίες! Πόθεν έσχες το χούι αυτό,
μανούλα μου; (τρόπος τού λέγειν) –
σταματώ εδώ γιατί θα ξημερωθούμε]…
Πολύ φλύαρα αυτά τα έντομα.
Κουνούπια, σού λέει μετά!
Απαπα.
Χηλή Κύμης, 8/8/2017.
*
Τα τετράδια κλειστά, οι κονδυλογράφοι[2] κάτω, καιρός για Ποίηση
Νοστάλγησα την άγραφη ποίηση
Του νερού που χαρακώνει τον υαλοπίνακα,
Τη χαρά της διψασμένης γης
Που δεν μπορεί να αποτυπώσει ο κονδυλογράφος
Το ρίγος του κεραυνού που δεν ζωγραφίζεται
Σε κανένα χαρτί, καμία κόλλα
Δεν μπορεί να συνενώσει το χάσμα
Της Λογικής και της Διαίσθησης…
Τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου
Φαίνονται τόσο μακρινά
Όσο οι θρησκευτικές διαφορές
Των μισαλλόδοξων ανθρώπων.
Αναζητώ το δρόμο για μια επιστήμη
Του αισθήματος
Που να γίνεται Τέχνη
Χωρίς να προδίδει το σκοπό της:
Ηδονή, πλησμονή, ανάτασις, αρμονία.
Άνω θρώσκω υψιπετώς,
Όμως γιατί χρειάζεται κάποιες φορές
Να κυλιέμαι στη λάσπη;
Γείωση; Αναπόδραστος νόμος τής Ύλης;
Η χαρά να μοιραζόμαστε τη ζωική μας φύση
Με τα άλλα ζωντανά
Και τα «άψυχα» εκείνα
Που φυλακίζουν μέσα στον κρύσταλλο
Τη ραδιενέργεια αιώνων…
Απ’ όλα τα στοιχεία αγαπώ το νερό
Γιατί είναι πολυπλοκότερο των άλλων:
Εικοσάεδρο, ενώ το σύμπαν (κι ο αιθήρ) είναι δωδεκάεδρο
(σα δερμάτινη μπάλα ποδοσφαίρου – μήπως το Παγκόσμιο
Κύπελλο έχει και μια άλλη, καλά κρυμμένη συμβολική;)
Μακριά έφυγα πάλι από την αρχική μυρωδιά
Της αστραπής.
Βλέπετε τι μας κάνει η πολλή σκέψη;
Ο διαλογισμός είναι αυτός που μας διαφοροποιεί από
Τα άλλα όντα και δικαιώνει την ύπαρξή μας
Την πνευματική.
Ίσως γι’ αυτό πληρώνουμε τόσο ακριβά την ανθρωπιά μας.
Καταλαβαίνω τι οδηγεί τους ανθρώπους στην άνοια, στην
Ημιπληγία, στον αυτισμό: η ανάγκη να νιώσουν για μια στιγμή
Σαν φύλλο που πέφτει, σα σταγόνα που κυλάει, σαν ηλιαχτίδα
Που χαϊδεύει το χνούδι
Σε ένα μάγουλο, σε ένα λουλούδι, στον ήχο του μαξιλαριού
Που σωριάζει τα όνειρά μας…
Σταματώ εδώ. Ώρα τού ύπνου, σεμνή ώρα
Τής χαλάρωσης.
Θα επανέλθω από τον τάφο
Περπατώντας σε μία προοπτική
Που δημιούργησα μόνος μου
Με την τέχνη
Τής γραφής.
Ταύρος-Αμπελόκηποι, 9/11/2016, υπό βροχήν και σποραδικό χαλάζι.
*
Χρονομετρητής
Παραπέμποντας το γινάτι σου
Στις καλένδες
Ελπίζοντας εις πείσμα
Να το μετατρέψεις,
Όμως το μίσος το ζωογόνο
Που αποφεύγεις
Θα έρθει να σε βρει
Με το δημιουργικό του μένος,
Με τη μανία «θα τους δείξω εγώ»
Που ευρύτερη κατηγορία
Από το «θα σου δείξω».
Κάπως έτσι γεννιέται ο Πολιτισμός
Κι η ευγενής άμιλλα
Αχνίζοντας εντόσθια μοσχοβολάει.
Ειδωλόθυτα (που δεν είναι και ιερόθυτα).
[Τι πλανήτης στέρησης είναι ετούτος
Μέσα σ’ ένα σύμπαν αφθονίας!]
26/11/2016.
*
Επιπολής αναμνήσεις ποδοσφαιρικών ανατάσεων
Η μπάλα στη σέντρα
Το παιχνίδι στ’ αποδυτήρια…
Οι «τραγουδιάρες»
– «σκυλούδες» κατ’ άλλους –
που το έσκασαν από το σχολείο
«σήμερα είναι ημέρα σκόλη
Και πιάνουνε την …χαλεπή τού Αποστόλη»
(έλεγε η γιαγιά Αγγελική, αθυρόστομη, όπως
Όλες οι παλαιές μάγισσες που παλεύουν
Με αρχαία δαιμόνια… τι κι αν εκχριστιανίστηκε
Το σύμπαν, εκείνες εις το βουνό ψηλά εκεί,
Απόγονοι των Δωριέων κράτησαν όλα
Τα έθιμά τους και τα τηρούν …δια ροπάλου)….
Οι σκυλούδες γδύνουν
Τα μπούτια των ποδοσφαιριστών
Με τα μάτια.
«Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο».
Το απόλυτο φετίχ («να παίρνεις δουλειά και για το σπίτι»):
Η φανέλλα τού στρατιώτη (ιδρωμένη και λερή από τα αίματα,
Ανακατεμένα με λάσπη ορεινή)
Και το αθλητικό παπούτσι, τεκμήριο
Βίας
Αρσενικής…
Πόσα βλέμματα δεν αμάρτησαν στα γήπεδα
«εν τη διανοία», βεβαίως
«να τηρούνται τα προσχήματα, εξάπαντος»…
Πόσα πεταρίσματα ζωτικών οργάνων
Δεν θάφτηκαν στις αλάνες
Κάτω από τόνους σκόνης.
Σκεβρωμένες επιθυμίες
Μέστωσαν:
Όραμα παρθένας στεγνής
Σαν το σύκο στην καλαμωτή
Αφυδατωμένο
Χωρίς κανείς να το ποτίσει
Με του έρωτα χυμό
Τον επιούσιο…
Αντιθέτως: επιθετικότητα, σπρωξίματα, βία άνευ πάλης,
Ανέγνωρη,
Κάνει την όψη σου
Στον σκουριασμένο καθρέφτη
Αποδυτηρίων
Τής γειτονιάς
Αγνώριστη.
Τα χαμίνια τουλάχιστον
Έχουν την ελευθερία
Τής ιαχής….
Αλάνες κι αμμουδιές
Στο αναποδογύρισμα
Τών πόθων
Ανύπανδρης μεγαλοκοπέλας.
Μπάλα, ποδοσφαιράκια και προπό!
Πωπωπω πωπωπω ποπό
(«από …εκεί τον καταλαβαίνεις τον άντρα
τον …φανατικό»)…
Συννέφιασμα φτηνού αλκοόλ.
Πρόστυχα τσίγκινα κουτάκια μπύρας.
Κι η τηλεόραση
Με το σπιτικό ποπ-κορν
Και τη μυρωδιά
Μιζέριας.
Πατάτες, πολυτηγανισμένο λάδι,
Κιτρινισμένα τυριά, ξινισμένα γιαούρτια
Κι η μυρωδιά τής απλυσιάς
Ξηρή κι αυτή. Βαρβατίλα καβαλίνας…
Οι θεούσες σταυροκοπιούνται
Κι επικαλούνται τον εξαποδώ
Για να δουν χαρά στα σκέλια τους
Την ώρα που διαβαίνει τη στράτα τους
Ο ποδοσφαιριστής ο …ποτιστικός, ο άντρας,
Ο θεριακλής, ο βίαιος, επιπολής
αναμνήσεις
Από έναν άλλον
Παράλληλο πλανήτη
Χαμένον για πάντα
Σε ένα σύμπαν μιζέριας.
Δεκαετία του 1960, Καλαμάτα,
Περνώντας από τη συνοικία με τα μπουρδέλα
Τα καφενεία ανοικτά κι οι πρώτες τηλεόρασης
Να παίζουν μπάλα, ακατάπαυστα,
Κυριακές απογεύματα.
Για τους μη προνομιούχους
Αρκούσε η φωνή του εκφωνητή
Στο τρανζιστοράκι.
Τόσο μακρινά όλ’ αυτά.
Θύμηση κάψας τριτοκοσμικής:
Πορτ-Σάϊντ, Ρίο ντε Τζανέιρο,
Ελ Ζαντιντά (μεσογειακό Μαρόκο)…
Μνήμες ελληνορωμαϊκής πάλης,
Αρχαίες, όπως κι ο κομιστής τους.
Και το ξέστρον απαραίτητο
Για το διαχωρισμό της άμμου από τον ιδρώτα,
Ενώ της ανάμνησης αισιοδοξία
Ξεχωρίζει επιλεκτικώς την ήρα
Από το σιτάρι.
Αθήνα, 27-30/1/2017
*
Παλιά σώματα
«Παλιά πράγματα,
Παλιά ψυγεία,
Παλιά πλυντήρια,
Παλιά σώματ’
Αγοράζω».
Η φούγκα του παλιατζή,
Μπολερό χωρίς στίξη
Χωρίς κενά και παύσεις
Μονότονο
Σαν τη ζωή μας
Όταν δεν τη δέρνουν καταστροφές
Και της Σαχάρας πάγοι
Δεν την κατατρέχουν…
«Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή
Από μια αγάπη που δε ζει».
Τώρα που κι ο έρωτας έγινε ανέφικτος
Χωρίς ετήσια (ή διετή) συνδρομή γυμναστηρίου
Ας υποκύψουμε στον καθημερινό φασισμό
Τών δοκησισόφων,
Των τελειωμένων όντων
Σε ένα Σύμπαν ατελές,
Εν εξελίξει…
Η κολώνα τής Αρμονίας
Πεσμένη ακόμα
Καταγής
Από τον προηγούμενο
Αρμαγεδδώνα.
Δεν διδάσκεται
Αλίμονο
Το ανθρώπινο είδος.
Δεν διδασκόμεθα. Χωρίς τη Βία
Και την αφεύγατη την Πληρωμή.
Αθήνα, Αμπελόκηποι, 28/2/2017, ημέρα σπανίων παθήσεων και «ορφανών φαρμάκων»!
*
55α γενέθλια
«Κάποια μέρα δεν θα πιστεύεις
Ότι υπήρξες τόσο νέος!»
(δια στόματος Ντίνου Σιώτη)
Αριθμοί από αδέσποτα «τώρα»
Χνώτα που νότισαν
Καθρέφτες σπασμένους,
Στρώματα ανθυγιεινά
Από Έρωτες που έληξαν,
Χαραγμένες μουσικές,
Ορτανσίες αδιόρατες…
Λυπάμαι πιο πολύ τις γλαδιόλες
Μαραζώνουν νωρίς,
Ενώ τα παρθενόκρινα
Σκορπίζουν παντού τη γύρη τους
Από ύπερο προπέτη!
[Γιατί αποφεύγουν το θαυμαστικό
Στη σημερινή ποίηση;
Δεν φτάνει που κόψανε
Τις δασείες και τις περισπωμένες;].
Επανέρχομαι στο αχανές «τώρα»
Μέσα στην Ποίηση διακτινίζομαι
Σε χώρους μακρινούς,
Σε χρόνους που δεν έχουν μετρηθεί
Ακόμα…
Σε πάναγνες περιοχές τού Σύμπαντος
Όπου δεν χρειάζεται ν’ απευθυνθείς
Σε κανέναν·
Απλώς υπάρχεις σαν τα ορυκτά·
Ούτε καν σα λουλούδι.
21/3/2017, εορτασμός τής Παγκοσμίου Ημέρας Ποιήσεως από τον Κύκλο Ποιητών στη Στοά Βιβλίου.
*
Τεχνητή πόλωση – δωρεάν ενέργεια
Το εφάρμοσα συχνά αυτό το κόλπο.
Γνώση τής θερμοδυναμικής:
Μπορεί μεν η ενέργεια να μην παράγεται
Εκ τού μηδενός,
Μπορεί να μην εξαλείφεται
Δύναται όμως μια χαρά
Να χαρίζεται,
Αν φιλοδωρήσεις τον άλλον
Με τη δωρεάν κακία σου
Αν τον προικίσεις με το μίσος
Τών σωθικών σου το πιο ακριβό,
Αν τον στολίσεις με τη μοχθηρία σου,
Αν τον ποτίσεις με τα φλέματα
Τής συκοφαντίας σου…
Τζάμπα μάγκας εσύ,
Πρόσεξε μην παιδευτείς
Στα δίχτυα τής αράχνης
Που φωλιάζει στα ρουθούνια σου
Και μπαινοβγαίνει ανενόχλητη
Από το στόμα στα ιγμόρεια
Και στ’ αυτιά σου…
Θήραμα από κυνηγός θα γενείς
Κι αλίευμα από αλιευτής θα καταλήξεις.
Όλες οι χασμωδίες τού κόσμου
Θα έρθουν να κουρνιάσουν στο κρανίο σου
Και θα κρώζουν σαν καρακάξες, κουρούνες,
Κράχτες της Λησμονιάς, όμως η Λήθη
Δεν θα σού χαριστεί, μήτε η Συγχώρησις,
Αφού ξόδεψες το νάμα τών σωθικών σου
Το πλέον ακριβό,
Σε φθονερές συκοφαντίες κι εξάρσεις ζήλειας,
Αφού πόθησες το έχει τού διπλανού σου
Χωρίς όμως να κοπιάσεις καλλιεργώντας
Τον κήπο τον εδικόν σου.
Ειδικός στις ατυχίες τής ζωής
Θ’ ανακηρυχθείς,
Θα χύνεις την καρδάρα με το συναγμένο γάλα,
Το λιθάρι τού Σίσυφου πίσω θα σε κυλάει
Στον βάλτο, εκεί απ’ όπου ξεπήδησες
Μια μέρα σκοτεινή, ανήλιαγη και μουχλιασμένη…
Κι αφού στο φαίνεσθαι και στο κατέχειν
Την ύπαρξή σου αναλίσκεις
Με μαγείες και ξόρκια το Σύμπαν
Τα άλλα μέλη τής φυλής θα εξοπλίσει
Κι όλοι θα ορμήξουν κατά πάνω σου πετροβολώντας
Για την τόση χολή που ξέρασες
Αχρεωστήτως καταβληθείσα
Μαραίνοντας τα σπαρτά και μαραζώνοντας τα μωρά
Τών ζωντανών μηδέ εξαιρουμένων.
Στη θέση σου δεν θα ήθελα να είμαι
Στυγνέ κι ανενδοίαστε ζηλευτή
Όταν θα έρθουν οι άλλοι, οι κατατρεγμένοι,
Να σε σουβλίσουν. Τότε, σαν τον Πενθέα θα κυνηγηθείς
Στα ξέφωτα τού Κιθαιρώνα από την ίδια σου τη μάννα
Και τις θείες σου κυνηγημένος, που θειάδες
Τις αποκαλούσες μια φορά, μη γνωρίζοντας
Πως εκείνες τους έρωτες τής αδελφής τους
Με τον βασιλέα τών θεών είχαν ζηλέψει
Και δεν δίστασαν να κατηγορήσουν το ίδιο τους το αίμα.
Τώρα γύρισε ο σπόρος εκείνης, τής άθλιας, τής κατακαημένης,
Να γυρέψει εκδίκηση. Και δεν υπάρχει, πίστεψέ με, τίποτα
Που να ζητάει ο θεός ο Βάκχος, ο θεός τής μανίας και τής μέθης,
Τής έκστασης και τής ακολασίας, τίποτα που να μη μπορεί
Να το αποκτήσει. Μέσα στο αίμα σου
Θα κυλιστεί και με αυτό τα μάγουλα
Τής μάνας σου
Τής άτυχης
Συκοφάντισσας
Θα βάψει.
Έλεος; Λύπηση καμιά. Τους άδικους κατηγόρους
Κι οι θεοί οι ίδιοι απεχθάνονται.
28/3/2017, 29η επέτειος στο ίδιο πόστο με την ίδια ωραία συνάδελφο απέναντι…
*
Δάφνη-Μαρία Γκυ.
Δάφνη-Μαρία Γκυ. Μ’ αυτό το χριστουγεννιάτικο επώνυμο θα περίμενε κανείς ότι γράφεις χιονισμένα, όμως η ποίησή σου είναι ηλιόλουστη και η πεζογραφία σου παρά-συμπαθητική κι η παρουσία σου σεμνή σαν τζίτζικας – γυμνοσάλιαγκας – τζιτζίκι που περνάει κάθετα έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας με την αυτοσυντήρηση τού λαγού.
7-4-2017[3]
Τι ωραίες οι μέρες που δεν χρειάζεται να γράψουμε ποιήματα! Όμως εγώ προτιμώ τις άλλες: όταν μας κυνηγάει ο Χρόνος και το Σύμπαν αποστέλλει ανεξόφλητες επιταγές με περασμένη ημερομηνία λήξεως… Ζητάμε τότε να ανταλλάξουμε τα παλαιά χρεόγραφα με γραμμάτια, ζητάμε ν’ αποφύγουμε τις μάταιες αναλαμπές ενός κρανίου που έχει αρχίσει να σαπίζει. Ήδη ψώρα και καρκίνος συναγωνίζονται ποιος θα γκρεμίσει πρώτος το κλουβί και το πουλί θα πετάξει. Ανυπερθέτως. Στην Εσπερία με άλλα αποδημητικά. Αναζητώντας τον Ήλιο που δεν δύει και τις απρόσμενες ανασαιμιές τών άστρων, εκείνων που δεν γεννήθηκαν ακόμα. Και των άλλων, που θα γεννηθούν με την ωορρηξία του φρικτού ερπετού που μασουλάει την ουρά του και δεν χορταίνει ποτέ. Θα έχει πρόβλημα κι αυτό με τον χρόνο. Μόνο που αυτό είναι ο Χρόνος. Κι όταν έχεις πρόβλημα με τον εαυτό σου, τότε κόσμος δεν χτίστηκε ακόμα που να σε χωράει… Λατρεύω τις μέρες που δεν χρειάζεται να γράφουμε ποιήματα. Αγρανάπαυση… Μόνο κάτι στοιχειώδεις σπιτικές δουλειές. Συντήρηση. Ίσα για να μην σπάνε οι σκουριασμένες κλειδώσεις από τα οστεόφυτα.
*
Γεωργιανή Μήδεια από την αρχαία Άμφεια
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία για τις στέππες τού Βορρά [λέμε τώρα – συμβατική έναρξη παραμυθιού – μπορείτε να την παραλείψετε]. Στη μακρινή Γεωργία ήταν μια μάγισσα, απόγονος της Μήδειας. Τρις-τρις-τρισεγγονή της. Με το ίδιο όνομα. Από μικρή τα είχε βάλει με τη μάννα της και μισούσε τον μικρότερο αδελφό της. Με τον πατέρα αδιάφορη, αλλά πειθήνια. Λάτρευε τον παππού της, τον Ήλιο. Και με αυτόν έκανε συχνά παρέα. Ανέβαινε στα γόνατά του κι αυτός της διηγιόταν ιστορίες για το μακρινό σύμπαν. Γαλαξίες, μαύρες τρύπες κι ορφανοί πλανήτες, νεογέννητα νεφελώματα, συζεύξεις ήλιων, δίπολα και τρίπολα, σπάνια τα πεντάγωνα και παν-άκριβα τα τετράγωνα. Τέλεια… σύμφωνα με την αριθμοσοφία τού Πυθαγόρα. Της είπε ακόμα αυτός ο Ήλιος ο φρικτός με τις ελιές στα μάτια και τις εκρήξεις ηφαιστείων από τα μάγουλα πως το σύμπαν ολάκερο είναι σαν ένα φίδι – τι φίδι; Δράκος – που τρώει την ουρά του κι επαυξάνεται χωρίς να λαμβάνει τροφήν άλλη καμιά, εκτός από το Σκοτάδι που εμφιλοχωρεί στα σωθικά του, αόρατο….
Η καλή μας η Μήδεια αποφάσισε πολύ νωρίς – αμέσως μόλις άρχισε να σκέφτεται για τον εαυτό της, θα ήταν δεν θα ήταν οκτώ χρονώ – ότι ήθελε να βάλει μπουρλότο και να ξερριζώσει αυτό το σπιτικό συθέμελα. Να πάψει η τυραννία του Ήλιου και των απογόνων τους πάνω σε φυτά, μέταλλα, πετρώματα, πτηνά κι ανθρώπους… Τα ερπετά ανάγκη δεν έχουν καμιά. Άρχισε λοιπόν να καταστρώνει το δαιμόνιο σχέδιό της. Βήμα πρώτο: θα σκότωνε τον αγαθοδαίμονα, το καλοκάγαθο φίδι, που όλοι το χαϊδεύανε και το ποτίζανε γάλα, γιατί σήμαινε ευμάρεια για το σπίτι, τύχη και καλό ριζικό για τους απογόνους που εσπάρθησαν κι εφύτρωσαν κάτω από το αποτρόπαιο δέντρο που είχαν κρεμάσει το Χρυσόμαλλο Δέρας και το φυλούσε πυρρός και κοφτερός με τα χιλιάδες στραβά δόντια – γιγαντιαίος σκαντζόχοιρος – ο μονάκριβος Δράκοντας, ο τελευταίος της γενιάς του. Όλοι οι άλλοι που θα γεννηθούν μετά θα είναι δρακονταειδείς, επιμεμειγμένοι με τους ανθρώπους, από αυγά, ιδρώτα, τρίχες από την κεφαλή του και κάτι άλλο… που ορρωδώ να σας αποκαλύψω.
Το φίδι, το καλόγνωμο, ο αγαθός δαίμων του οίκου των Ηλιογεννημένων ήταν μεν αθώο κι αγαπησιάρικο, χαδιάρικο υπέρ του δέοντος, είχε όμως τη φυσική πονηρία των ερπετών και το ένστικτο αυτοσυντήρησης τών σπονδυλοφόρων ήταν ιδιαίτερα αυξημένο, αφού μέσα στη ραχοκοκκαλιά του έρρεε ο νωτιαίος μυελός και η αδάμαστη, ακάματη, ακαταπόνητη, ακαταμάχητη ενέργεια τής kundalini. Όταν λοιπόν πλησίασε δύο φορές με το τσεκούρι να το σφάξει, εκείνο έκανε το κοιμισμένο. Ξαφνικά ορθώθηκε άγριο απέναντί της και πέταξε βλέμμα κοκκινόμαυρο, φλόγες οινοπνευματικές ξεχύθηκαν να την πυρπολήσουν και η οργή τού θηρίου την ετσουλούφρισε. Μια άλλη φορά πάλεψε μαζί του με τις ώρες. Μα το μεγάλο, δίκοπο μαχαίρι στόμωσε στη σάρκα τη λιπαρή και την άλλη μέρα με το σάλιο του, το ζουλάπι είχε αποθεραπευθεί. Την τρίτη φορά προσπάθησε να του βάλει φωτιά. Όμως το τερατάκι για άλλη μια φορά διασώθηκε ορμώντας έξω από τις φλόγες κι αψηφώντας τες. Όταν είδε κι απόειδε η πονηρά πως δεν πιάνουν τα μέτρα τ’ αντρίκεια, άρχισε να καταγίνεται με έργα κρυφά κι ατιμασμένα. Δηλητήρια ανακάτεψε με βότανα και σπόρους, προσεκτικά συναγμένους στην πανσέληνο σε λιναρένια κάλτσα κρεμασμένα σε μέρος ανήλιαγο. Δοκίμασε και ξαναδοκίμασε το μείγμα το σκαιό σε κάτι ανύποπτες γιγαντιαίες σαύρες. Μόλις η τελευταία έγειρε την κοιλίτσα της ανάσκελα και με τα πόδια της μούντζωσε τον ουρανό, τότε κατάλαβε πως ήταν έτοιμη για τη δαιμόνια μηχανή, που μόνον μυαλό στερημένου φιλόδοξου ανθρώπου, αδικημένου από το φύλο, τους καιρούς και τη Μοίρα του, μπορεί να επινοήσει.
Έστησε λοιπόν μεταλλική γιγαντιαία θηλιά με καρφιά. Στις λεπίδες τύλιξε χόρτα ξερά, ποτισμένα με το μαύρο λάδι της γης, εκείνο που ξεβράζεται από τα σωθικά της στην Αραβική χερσόνησο. Ετοίμασε δαυλούς πορφυρούς για να τρομάξει το θηρίο, για να το αναγκάσει να περάσει ανάμεσα από το μεταλλικό δαχτυλίδι. Κι όταν τα κατάφερε, εκείνο – το νωθρό – είπε να πάρει μιαν ανάσα, να ξαποστάσει, μη λογιάζοντας τον φρικτό κλοιό που τον περίμενε. Σε λίγο τον έζωσε πετρέλαιο καυτό και οι πυρωμένες λεπίδες μπήχτηκαν στα σωθικά του, παντού, μέχρι που είδε το σύμπαν κόκκινο και μαύρο, χαιρέτησε τον πρόγονό του – τον ουροβόρον όφιν – κι αποχαιρέτησε τα γήινα για ν’ αναληφθεί η ψυχούλα του εις τους ουρανούς, σε πλήρη δόξα. Μόνο που η κακιά μάγισσα πρόλαβε και ρούφηξε λίγο από το ελιξίριο αυτό, κομμάτι από την αιθέριαν ορμήν τού κήτους, απειροελαχίστη ποσότης, βεβαίας – η κυριωτέρα επέστρεψε εις την μήτραν τού Παντός, εις την κοιλίαν τής Νυκτός, τής μητέρας όλων – όμως αυτό το βοτάνι της αθανασίας που πρόλαβε να του αρπάξει και να του κλέψει η σύγχρονος Μήδεια ήταν το ίδιο αυτό που είχε καταπιεί το φίδι στα στυγνά νερά τού Αχέροντος, όταν ο Γίγας Γκιλγκαμές αναζήτησε να αναστήσει το αντίπαλον δέος που έπλασαν για αυτόν οι θεοί, τον γίγαντα Ενκιντού και να τον αναστήσει με αυτό τούτο το λουλούδι, που το ρούφηξε θάλασσα κακιά κι ο ρούφουλας από την πεινασμένη, άδεια και ξενηστικωμένη κοιλιά τού αιματόφρακτου θηρίου… το οποίο δεν ήταν άλλο από το φίδι μας, τον αγαθοδαίμονα στον οίκο τών Ηλιογεννημένων.
Κοκκίνισαν οι οφθαλμοί τής πονηράς και τα σπλάχνα της γέμισαν πόθον Κακού. Αιμοβόρρα η όρεξή της κι αιμοχαρής η θωριά της. Έχιδνες φύτρωσαν στις ρίζες των μαλλιών της και με τον καιρό αντικατέστηκαν την κόμη της. «Η Κυρά τών Φιδιών» και «Ποτνία Θηρών» μετονομάστηκε, γιατί όλα τα θηλαστικά έτρεχαν να θυσιαστούν στην ποδιά της για να προφυλάξουν έτσι και να σώσουν τα μωρά τους. Τέτοιον τρόπον και πανικό σκορπούσε όπου περνούσε η σκαιά κόρη και γυναίκα ανδρός που απέθανεν νωρίς δηλητηριασμένος από τόσο φαρμάκι. Μια μοναχοκόρη εγέννησεν και δύο υιούς, μαντραχαλαίους και λειψούς. Αποτυχημένοι οι γιοί, εγκαταλελειμμένοι, γρήγορα τούς χώρισαν οι γυναίκες τους και τούς παράτησαν, αφού έσπειραν πίσω τους δηλητηριώδη πιθηκοειδή και ζωόμορφα αγκάθια στις άκρες τών δρόμων για να τρομάζουν τούς διαβάτες.
Η κόρη, η λατρευτή από τη μάννα της, η παινεμένη απ’ όλους για τα χαρίσματά της, έγινε φαρμακεύτρια κι η ιδία. Όμως άτυχη λέγαν πως είναι κακορίζικη. Το γαίμα του φιδιού που χύθηκε άσπλαχνα από την πυρωμένη κοιλιά του, παντού την κυνήγησε και «σε χλωρό κλαρί» δεν την άφησε την κόρη τής φόνισσάς του. Στο τέλος τήν καταράστηκε να θάψει το ίδιο της σπλάχνο – κι όλα τ’ άλλα – αφού ήταν καταραμένη από τον Βασιλιά Ουρανό, τη Βασίλισσα Γαία και το πριγκιπόπουλο τον Γήλιο, να μην πεθαίνει, μόνο να βλέπει το αιματοκύλισμα τών εποχών, ποτέ να μην ξαποσταίνει, σαν τον Σίσυφο, την Ιώ και τον Προμηθέα… σ’ ένα σώμα, μια μοίρα τρίδυμη, συννεφιασμένη. Κι όταν κάποτε αποφάσισε να παραδώσει το πνεύμα της και ν’ αναπαυθεί κι ετούτη η στυγνή στη φριχτή αγκαλιά τής Γης, ήρθε τότε το Πνεύμα εκείνου τού φιδιού που κάποτε είχε βασανίσει κι αφανίσει χωρίς και να το έχει θυσιάσει στον Ήλιο, στη Νύχτα, ή – έστω – στην Αναγέννηση τών Εποχών… ήρθεν λοιπόν ο αγαθοδαίμων ο πυρρός και τής ρούφηξε τα μάτια, το μεδούλι από τα κόκκαλα. Μόνον το μυαλό της έφτυσε κατά γης και τους αδένες έκαψε στο ηφαίστειο τής Αίτνας. Έτσι, για να μη γεννηθούν άνθρωποι τόσο ξευτιλισμένοι…
*
Μα πεθαίνουν οι νεκροί;
Τι υπέροχη μέρα να πεθάνεις! Ανθίζουν ακακίες, νεραντζιές. Κι είναι Μεγάλη Παρασκευή…
- Μα ακόμα δεν πέθανε αυτή, η υπερτιμημένη;
- Δεν πεθαίνουν οι νεκροί!
- Και καλά, οι άγγελοι τι κάνουν; Γιατί δεν βγαίνουν παγανιά να μαζέψουν τα καθυστερημένα;
- Σιγά που θα μπουν στον κόπο. Πλανήτης ελευθέρας βουλήσεως, δεν είναι; Ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει στην κουρούπα…
- Μα γιατί να μην ανακυκλωθούμε; Τι είναι όλη αυτή η αγκίστρωση στη ζωή;
- Αρνησίες θανάτου, φίλε μου. Προτιμούν να τούς κόψεις κομμάτια και να τους ρίξεις στα πεινασμένα σκυλιά που θα τα καταβροχθίσουν…
- Σταμάτα! Αγριεύομαι…
- Προτιμούν να πονέσουν, να υπομείνουν όλα τα μυστήρια τής Κόλασης επί γης, παρά να ξαναγεννηθούν, πανέμορφα κοριτσάκια – ας πούμε, αφηγήσεως χάριν – με μακριές κοτσιδούλες και κοκκαλάκια στα μαλλιά… η μανούλα τους να τα λατρεύει κι όλοι τριγύρω να ψάλλουν «ωσαννά».
- Ομολογώ ότι το έχεις.
- Ποιο;
- Το χάρισμα το ποιητικό.
- Μπααα. Πολύ έχω ζήσει και πολύ ταλαιπωρηθεί. Πολλές φουρτούνες πέρασαν από τη ράχη μου και τώρα με βρήκε η κραταιοτέρα.
- Πάντως δεν το βάζεις κάτω.
- Αφοβιά θανάτου. Αποδοχή του αδηρίτου Νόμου Τύχης και Αναγκαιότητος.
- Αυτό που λένε κάποιοι Αδράστεια και Νέμεσις.
- Ακριβώς. Αποδέχθηκα πλήρως τον συμπαντικό νόμο τής ρευστότητας. Δεν θέλω να παγιώσω μορφές…
- Γράφεις όμως.
- Α μπα… ιριδισμοί είναι στην πομφόλυγα του Χρόνου. Παραισθητικές ψευδαισθήσεις και ψευδαισθητικές παραισθήσεις. Όλα περνάνε τόσο γρήγορα που μόνον Έρωτας και Μίσος είναι οι τροχοπέδες.
- Φιλότης και Νείκος.
- Ακριβώς. Μόνον που η τριβή είναι κολοσσιαία, η φθορά μεγαλειώδης. Αν ξέραμε τι κακό κάνουμε στα ανώτερα στρώματα τής ψυχοσωματικής μας ενότητος θα διαλέγαμε τη μηδενική αντίσταση…
- Παραδοχή Ζωής και Θανάτου.
- Αποδοχή μικρότητος μεγαλείον εστί.
- Αυτό θα είναι το ρητό τής ημέρας;
- Καλήν Ανάστασιν σωμάτων και ρυθμών. Αυτό θα ευχόμουνα εις άπασαν τήν πλάσιν, σε αυτή την μικροσκοπική γωνιά τού Γαλαξία.
- Καθοριστική όμως για το μέλλον τού σύμπαντος κόσμου.
- Ποιος ξέρει; Μπορεί το δέκατο τρίτο σύμπαν να χτίζεται βάσει τών επιθυμιών και τών εκπεφρασμένων πόθων μας.
- Γι’ αυτό, προσέξτε τί σκέπτεσθε!
- Ή μην προσέχετε. Απλώς αγαπάτε. Αγαπάτε να σφάλλετε.
- «Την Ελευθερία του ανθρώπου να αμαρτάνει από άγνοια τη ζήλεψαν ακόμα κι οι θεοί». Αυτό δεν είχες γράψει σε ένα βιβλίο του, το μακρινό εκείνο 2002;
- Ναι. Κι εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος στίχος μου. Ο πλέον βαθυστόχαστος. Σας αφήνω τώρα να διαλογισθείτε επαρκώς κι επιπολαίως πάνω εις αυτόν.
Μεγάλη Παρασκευή-Μεγάλο Σάββατο, 14-15 Απριλίου 2017.
*
Η απλότητα τού Τελείου…
Από την κλίμακα τών περιττών
Αριθμών σκαρφαλώνοντας
Κατεβαίνουμε
Από την άπειρη πολυπλοκότητα
Στην άφατη απλότητα
Τού Μηδ-ενός…
Από το εικοσάεδρο νερό
Στο δωδεκάεδρο σύμπαν
Στο δεκατρία τού Θανάτου
Στο έν-δεκα τής Δύναμης
Στο εννέα τού Ερημίτου
(που και Διογένης με το φανάρι καλείται)
Στο επτά τού Θριάμβου
(η αψίδα έχει ήδη στηθεί
Για να περάσει το άρμα
Τού Νικητή στο δωδέκαθλο
Τής Ζωής επί Γαίας…)
Στο πέντε τού Αρχιερέα
(Πλήρους και μόνο κατόχου
Τής εξισορροπήσεως
καθώς και τής τεχνητής δυσαρμονίας,
Βεβαίως,
Τών πέντε στοιχείων…)
Στο τρία τής Θεότητας,
Στο ένα τού Μάγου, τού Αλχημιστή,
Τού πειραματιστή
Που «μόλις βγήκε από το αυγό»
Τού Μηδενός
Και μαθητεύει στην Ύλη…
Όσο για τον περίφημο «τετραγωνισμό
Τού Κύκλου»,
Δάσκαλε Πυθαγόρα,
Μόνο αυτοί που μπορούν
Να λυγίσουν την ευθεία
Μέχρι το κάθε άκρο της
Να συμφιλιωθεί
Να θηλυκώσει με τον άλλον
Πόλο,
Μόνον εκείνοι οι Τιτάνες
Βλέπουν τον ισοσκελή σταυρό
«του Δία» σε κύκλο
Και κατανοούν το μυστήριο
Στο χι τής ψυχής
Που θάλλει
Πάνω στο Σταυρό
Τού Αγίου Ανδρέου…
4/5/2017.
*
Ψυχάρες (148ο ποίημα: 1+4+8=13, ο Θάνατος στην Ταρώ τής Μασσαλίας)
Παρατηρώ τις πεταλούδες στον κήπο.
Ζουν μόνο μια μέρα. Δεν το ξέρουν
Και ορθοπτερίζουν ευτυχείς.
Ανθρώπους δεν θα βρεις τόσο χαρούμενους
Εκτός αν είναι ανήξεροι,
Φιλοσοφημένοι ίσως…
Πέρασαν χρόνια «παρατηρώντας τη Φύση
Και τα φαινόμενα» για να νιώσω ευτυχισμένος
Με κάθε ανάσα, κάθε στιγμή μαγική
Στον ατέρμονα ωκεανό τού παρόντος
Που καμιά ψυχή ή ψυχάρα
Πέρα για πέρα δεν τον έχει
Περιπλεύσει…
Είμαι εδώ και παρατηρώ το Σύμπαν
Σε έναν κήπο ανοιξιάτικο
Στην Αθήνα με εκείνο το υπέροχο Φως
Που κατεβαίνει από τα βουνά
(Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττός «ο τρελός»)
Και στο βάθος η θάλασσα απαστράπτουσα
Λάμπουσα, φανερή και σφαλερή συνάμα
Φάγουσα… τής στεριάς διαρκής απειλή)
«καταδυόμενος εις το βάθος τής συνειδήσεως
Αναζητώντας τον Παγκόσμιο Ρυθμό»
Συντονίζομαι… δόξες και μεγαλεία
Που δεν μπορεί να φανταστεί
Το ταλαίπωρο ανθρώπινο όν,
Το σκιαγμένο από το φάσμα τού Θανάτου.
Καταλαβαίνω σήμερα γιατί έρχεται να ζήσει
Κανείς στην Ελλάδα, στην Αττική Γη
Κι άλλος δεν αντέχει, φεύγει, αποδημεί,
Γυρίζει την πλάτη στο τόσο Φως
Που τού θυμίζει διαρκώς το Θάνατο…
Τη στέρηση… τη σκοτεινή σπηλιά
Που φυλακίσανε την Αντιγόνη,
Εκείνη που προτίμησε συζυγική παστάδα
Υγρή κι ανήλιαγη από το να προδώσει
Τους όρκους και τις υποσχέσεις
Στους πεθαμένους…
8/5/2017
*
Ερημίτης: Διογένης με το φανάρι
Τη σοφία εζήτησα στη σιωπή,
Όμως δεν κατοικεί εκεί.
Τη σοφία γύρεψα στην πολυκοσμία
Μα μ’ απέτρεψαν
Οι Σειρήνες ζηλόφθονες.
Τη Σοφία αναζήτησα
Στην προσοχή
Που μεγέθυνε τον κόκκο
τής άμμου
μέχρι να γίνει κόσμος
μικροσκοπικός.
Τη Σοφία αναζήτησα
Στην προσευχή
Και τών θεών η λατρεία
Ληγμένη
Και οι ίδιοι είχαν αποσυρθεί.
Τη σοφία αναζήτησα
Σε διαλογισμό κενού
Μα εκεί θριάμβευε το μηδέν
Τροπαιούχο. Κι ήταν
Τόσο περήφανο
Που είχε γεννήσει
Το σύμπαν
Έτσι ώστε με το Ένα
Μπέρδεψε την ταυτότητά του.
Τη Σοφία αναζήτησα
Στο διαλογισμό τού Ζ-Έν
Και τότε κατάλαβα
Τον μηχανισμό που
Συνέχει το Παν:
Κάθε τι κενό πρέπει
Να καλυφθεί,
Μονάδες ιθυφαλλικές
Πριαπίζουσες…
Τότε άρχισα να κατανοώ
Την αναπόδραστη
Ματαιότητα τού Έρωτα:
Σα να πετάς πέτρες
Σε λίμνη ήσυχη:
Μουχλιασμένα νερά
Και φύλλα σάπια.
Η κωμωδία τής σαρκός
Όπου το θείον δράμα
Αποκαλύπτεται.
17/5/2017.
*
Σίσυφος πα-τέρας, Άδης (υ)ιός
Το τέρας που ξεγέλασε το Θάνατο
Τόσες φορές
Στα δεσμά του Άδη θα καταλήξει
Κουβαλώντας πέτρες εις το διηνεκές
Μέχρι τη σύμπτυξη τών διαστάσεων
(πολύ μετά την Τρίτη Παρουσία)
Τότε που οι νεκροί θ’ ανακατευτούν
Με τους ζωντανούς
Και οι πεθαμένοι με θεούς
Θα συναγελάζονται…
Σίσυφος πα-τέρας, Άδης (υ)ιός
Και τα δεσμά τού Σίσυφου
Θεός Άρης θα τα λύσει
Κι ο Θάνατος θ’ απελευθερωθεί
Για να οδηγήσει στην ανάπαυση
Τούς πανουκλιασμένους.
Όμως κι από αυτόν τόν Άδη (υ)ιό
Θα δραπετεύσει ο πονηρός,
Ο δαιμόνιος πατήρ, δήθεν κάτι
Διαδικαστικά για την κηδεία του
Να διεκπεραιώσει και θα γυρίσει,
Λέει…
Τότε θεοί και δαίμονες συσπειρώθηκαν
Εμπρός σε τόσο θράσος
Και τον πολύπτερον Ερμήν απέστειλαν
Τον πολυτεχνίτη βασιλιά τής Εφύρας,
Τον βασιλέα τής μετέπειτα Κορίνθου
Να οδηγήσει στού Άδου τα πάνσεπτα
Δώματα.
Εκεί μοίρα κακιά που τον βρήκε,
Απονιά τον συνέτυχε
Κι επιτροπή ψυχο-κριτών
Καταδίκασέ τον:
Άνω και κάτω να κυλά
γιγάντιο λιθάρι,
στην κορυφή ποτέ να μη φτάνει
στο χείλος τού γκρεμού να σταματά
φιλιατρό πηγαδιού να μην αγγίζει,
εκεί που λάμπει γΉλιος φριχτός και
φιλική Σελήνη ανατέλλουν αντικριστά
εκεί που το αηδόνι κελαηδεί σαν κοτσύφι
και τα κοτσύφια μιμούνται παπαγάλους
που συναναστράφηκαν ανθρώπους!
Ω μεγίστη κοροϊδία!!! Μα αυτά παθαίνει
Όποιος νομίζει πως με τους αθανάτους
Μπορεί να παραβγεί
Και νόμους σκαιού Σύμπαντος
Να καταστρατηγήσει.
Σίσυφος πα-τέρας, Άδης (υ)ιός
Για πάντα θα μισούνται
Και θα φιλιώνουν αναγκαστικά
Συμβιώσεως ένεκα
Συγκατοικήσεως χάριν.
Μέχρι αυτό το πηγάδι να καταστραφεί
Να πλημμυρίσει από τα ηφαίστεια
Φωτιά να πάρουν τα νερά
Να εξακτινωθούν τα μουχλιασμένα
Όλα τώρα…
Και τότε οι δυό τους θα διαλυθούν
Σε θειικό οξύ τού Κόσμου.
26/5/2017.
*
Το γαλανομάτικο φωτεινό παιδί στη φωτογραφία με το συννεφιασμένο βάθος
Γιατί ο Θεός δεν τα δίνει όλα…
Κάτι σού χαρίζει, κάτι σού αφαιρεί
Για να το δώσει αλλού… Οικονομία
Της Φύσεως. Σύμπαν υπό ανακατασκευήν,
Κόσμος εν εξελίξει.
Όμως τα γαλανά σου μάτια στη φωτογραφία
(τρίχρονο αγόρι με ναυτικά κοντά παντελονάκια,
Τριγωνικό πρόσωπο και μαλλί αχυρένιο)…
Όμως τα φωτεινά σου μάτια στη φωτογραφία
Γαλανός ουρανός, η διαφάνεια τού προσώπου
Και το ξανθό τσουλούφι που πετάγεται αγέρωχο
Στην κορυφή τού κεφαλιού σαν ινδιάνικο φτερό
Σε αντίθεση έρχονται φρικτή, σχεδόν κάθετη,
Με τα τρομακτικά σύννεφα που μαζεύονται
Τριγύρω προμηνύοντας την καταιγίδα που
Θα έρθει με μαθηματική ακρίβεια. Καταστροφές,
Οικογενειακοί μαρασμοί, καυγάδες, θάνατοι,
Αρρώστειες, φυλαχτά, διαζύγια που δεν τόλμησε
Κανείς να πάρει κι αλήθειες που δεν ειπώθηκαν
Γίναν κακό σπυρί που γέμισε πύον
Μα κανείς δεν τολμάει να το ζουλήξει…
Και η ποίηση δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους
Ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, εκτός εάν είσαι
Μεγάλος τεχνίτης και συνταιριάξεις το μαύρο
Τού ουρανού με τη φωτεινότητα τής ματιάς,
Την αθωότητα τής κόμης,
Την αμεριμνησία τής νιότης
Κι εκείνο το βάθος τής ψυχής
Που τη σιγοκαίει το τάλαντο
Μιάς τέχνης μη ανταλλάξιμης πλέον,
Ούτε για ένα πιάτο φακή. Ίσως μόνον ένα
Ποτήρι κρασί, μια γουλιά ούζο, από
Οίκτο για τη συφορά που βρήκε
Ένα τόσο γερό μυαλό
Και δεν μπορεί πια να ορθοποδήσει
Μόνον με την κεφαλήν
Ανάποδα περπατεί
Τραγουδώντας τις λέξεις
Και πατώντας το μέτρο
Με βραχείς διασκελισμούς.
Είναι δειλά τα δαρμένα ζώα
Και κάπως επιφυλακτικοί
Οι κυνηγημένοι
Για στέγη τους τον ουρανό
Δέχονται μόνον πια
Οι πρώην φυλακισμένοι.
Μεγαλύτερη όμως ομηρία
Υπάρχει άραγε
Από το τελώνιο εντός σου
Που να εκφραστεί επιθυμεί
Με στιχάκια και ξόρκια
Για μια πανούκλα
Που πέρασε προ πολλού
Και θέρισε απειράριθμους
Στο διάβα της;…
30/3/2017.
*
Το Φως το ΈΝ το ΠΑΝ το ΆΠΑΝ το ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ κι έσχατο, το Φως της Αιωνίας Ανατολής που ποτέ δεν δύει, δεν αποσβέννυται, δεν σώνεται.
Από τον ουρανό κατέβηκα
Κι ανεβαίνω στον ουρανό.
Από το Φως έρχομαι
Κι επιστρέφω στο Φως.
Στην Ανατολή γαλουχήθηκα
Και στην Ανατολή επιστρέφω
Για ν’ αναπαυθώ,
Άσωτος Κούρος και Κόρη μαζί
Αγκαλιασμένοι…
Από το Ένα γεννήθηκα
Δια της αορίστου δυάδος
Εκ Πυθαγορείων,
Μέσω τού Φάνητα
Εξ Ορφικών,
Από την πλατωνική ψυχή
Και την αριστοτελική Εντελέχεια,
Ξεπήδησα μια μέρα κι αποκόπηκα
Από τη μακαριότητα
Τής ατύπου παντογνωσίας.
Εις το εμπεριέχον το Παν,
Όπου το Παν τείνει,
Πυρ Πρωταρχικόν και αγέννητον,
Αυτοτελές κι αυτάρκες
Από την άμορφον Υλοενέργειαν
Αιωνίως τροφοδοτούμενον,
Τον θόρυβον τού «σήματος»
δεν σκεπάζει
Τού μηνύματος πλαστογραφία…
Λαθροχειρίες δεν περνούν εδώ.
Στο Δίσκο τής καταπακτής
Πληροφορία καταχωρημένη
Σε υπεραιώνια αρχεία
Αιθερικά, εκεί που το παρελθόν
Γίνεται μοίρα και το μέλλον έλξη.
Ακατανίκητη.
Αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί
Και «φύσις» τών πραγμάτων.
Μια υπόθεση κάνω τυφλή,
Ως μονόφθαλμος εγώ
Τους χωλούς ποδηγετών.
Αυτό Το Φως το ΈΝ
το ΠΑΝ
το ΆΠΑΝ
το ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ κι έσχατο,
το Φως τής Αιωνίας Ανατολής
που ποτέ δεν δύει,
δεν αποσβέννυται,
δεν σώνεται. Αυτό κι
αναζητώ. Μόνο που δεν
μπορώ να υποκριθώ
πως βιάζομαι
καθ’ ότι μ’ έλκει και με απωθεί
κάθε προοπτική αμέσου
επανόδου μου
ΕΚΕΙ….
30/5/2017.
*
Το πασιφανές μυστικό
Είναι εκεί έξω κάθε πρωί
Τρυπώνει απ’ τα παραθυρόφυλλα
Διαπερνά τις κουρτίνες
Ανυψώνει τα Πέπλα τής Κόρης
Που ήλιος ακόμη δεν την είδε
Με το φεγγάρι λούζεται
Με το φεγγάρι τραγουδάει
Με το φεγγάρι προετοιμάζεται
Για τον Κούρο που θα πάρει…
Να την πάει μακριά
Να την ξεναγήσει στο Πασιφανές
Στο Μεγάλο Μυστικό…
Εκείνο που λάμπει κάθε πρωί
Κι οι ανθρώπινοι οφθαλμοί δεν μπορούν
Παρά να αντικρύσουν…
Εκείνο που λάμπει κάθε βράδυ
Στην πιο βαθιά σκοτεινιά
Στην πλέον ανάστερη νύχτα.
31/5/2017.
*
Μύησις εις την Εστίαν
Εις το πασιφανές επανέκαμψα
Σκιώδης μα ουδέποτε σκαιός
Εκτός ίσως όταν περιπαίζουν
Τα ξωτικά μοναχικούς πολεμιστές
Πάνοπλους καρτερίας κι υπομονής
Έμπλεους επιπολής ανερμάτιστους
Και τελείως αμέθυστους από το κώνειο
Τής ζωής όπως μάθαμε να τη βιώνουμε
Μυριάδες χρόνια τώρα μιλιούνα τα
Χελιδόνια αποδήμησαν κι επανέκαμψαν
Όμως εμείς εκεί ακίνητοι αμετανόητοι
Στο πείσμα μας εγκυμονούντες
Κινδύνους για τον εαυτό μας πρώ-
Τα κι ύστερα για τους άλλους
Φύγαμε από τα πεδινά
Παρατήσαμε τα ψα-
Χνά και καταλή-
Ξαμε εκεί που
Χορτάρι δεν
Φυτρώνει
Πέτρα
Πάνω
Στην πέτρα
Κι εμείς ευθυτενείς
Να καπνίζουμε τον αχό
Μιάς Εστίας που θάφτηκε
Στη χόβολη αιώνων…
1/6/2017.
*
Το Όντως Όν και το Μή-δέν ίσον ΈΝΑ
«Η κόττα έκανε το αυγό ή το αυγό την κόττα;».
Μα φυσικά το Ορφικόν Ω-όν
Δημιούργησε τα πάντα
Όχι εκ τού μηδενός
Όπως η ανθρώπινη λογική
Αρέσκεται,
Αφού δεν υπάρχει «Κεν-όν»
Κι από δύο αρνήσεις
Μία κατάφασις γεννάται:
Μή-δεν ίσον Ένα, το Όντως Όν
Το οποίο διαρκώς αναγεννάται
Από τις στάχτες του
Φοίνιξ σκαιός
Ήλιος πάμπυρος
Βέλος λαμπρόν
Ον εκ του μηδενός
Τον Ουροβόρρον Όφιν
Επιτυγχάνει
Τόση είναι η ταχύτης
Κι η στροφορμή του
Ασύλληπτος…
Όταν θ’ αντιληφθούμε
Πώς Όντως Όν και Μή-δεν ίσον
Έν(α) τότε θα καταλάβουμε
Και το σκαιώδες είδωλο
Δύο που το Τρία γεννά
Και δια μίας ακόμη αναδιπλώσεως
Τού ορφανού
Τέσσερα γίγνεται (ο τέλειος
Αριθμός) και δια του Ενός
Την άθροισιν η Χείρ(α)
Συμπληρώνεται η
Πενταδάκτυλος
Χήρα
Που αναζητεί
Το ταίρι
Κι αδελφό της:
Ίσιδα χωρίς τον Όσιρι,
Μα με του Σεθ την αλλόκοτη
Επιθυμία προς αντίκρουσιν,
Ότι Εκείνη ποθεί
Το κομμένο μέλος
Που κατέφαγεν ιχθύς πονηρός
Μακρύπτερος
Καρχαριώδης
Ονομαζόμενος Οξύρυγχος…
1/6/2017.
*
Λυκόφως εναντίον Γλαυκόφωτος Λυκαυγούς
Οι δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος,
Τα δύο άκρα ενός κύκλου
Που εις το Ένα καταλήγει
Αφειδώς
Υπερβαίνοντας κάθε φορά
Την πεπατημένην
Κατά ένα σκαλάκι
Στην εξελικτική κλίμακα
Που οδηγεί εκ τού μηδενός
Εις το άπειρον
Και ξανά εις το Μηδέν
Το Μέγα, το αειθαλές
Που μόνο κάποιους μακρ-αιώνες
Ξεκουράζεται
Για να επανέλθει
Δριμύτερο
Βεγγαλικό
Που διασχίζει
Μια στιγμή
Τα Σκότη
Και κάνει τα βαρύγδουπα
Θηρία να αναστατώνονται
Στον Άχρονο Ύπνο τους,
Εκεί που η διάρκεια
Με κεραυνούς κι αστραπές
Σημαίνεται… στίγματα πυρά
Εις τους αιθέρες, που δεν
Μπορούν να βγάλουν όμως
Τη Σκοτεινή και Μαύρη Ύλη
Από την αδράνειά της, εκτός
Ίσως από μερικά μόρια
Φιλόδοξα, τοξικά, δηλητηριώδη,
Καρκίνος η Ζωή, επάρατος
Νόσος στον ιστό τού
Αθέατου Κόσμου.
Και δεν τον βλέπουμε
Γιατί δεν επιθυμεί να
Ανιχνευθεί.
Λούφα και Παραλλαγή.
Μηδενική κατανάλωση ισχύος,
Ελαχιστοποίησις τής προσπαθείας,
Απαλοιφή τού καμάτου
Από το λεξιλόγιο τών οκνηρών
Μορίων
Μιάς Ύλης
Αφιονισμένης,
Καταδικασμένης
Σε χειμερία νάρκη
Από τον ίδιον τον ε-
Αυτόν της.
1/6/2017.
*
Βγαίνοντας έξω από την κορνίζα
Την ώρα που διαλογιζόμουνα παρακολουθώντας
Μια φωτισμένη λειτουργία
Ένιωσα ξαφνικά σα να βγαίνω μέσα από μια
Βαριά γαλαζόχρυση κορνίζα
Στην άλλη πλευρά
Που επικρατούσε μια φαιόλευκη ομίχλη…
Κοίταξα πίσω μου και θέλησα να γυρίσω αίφνης πίσω
Στο κουκλόσπιτο με τα πολύχρωμα παιχνίδια,
Μα ήταν η έλξη ανίκητη
Κι η κούρασή μου μολυβένια…
Τα μέλη έγειραν και κολύμπησαν
Σε αυτή την ασύλληπτη συννεφιά
Πάμφωτη, τόσο οικεία…
Κανένας ήχος δεν την διαπερνούσε,
Μυρωδιά καμιά… όμως εύοσμος Αρμονίη
Κυβερνούσε τα σύμπαντα όλα
Κι ένιωθες πως σε αυτή τη στριφογυριστή κλίμακα
Πολλά σκαλάκια περιμένουν να τα διαβείς
Απρόσκοπτα, δίχως δυσκολία
Απορροφημένος σαν αφηρημένος
Αλλά όχι κι απορημένος, αφού το δρόμο αυτό
Πολύ καλά γνωρίζεις, άπειρες φορές έχεις διαβεί
Το δρολάπι αυτό που μέχρι τώρα
Που βρέθηκες εγκλωβισμένος εδώ
Στον κατάφωτο ουρανοξύστη
Με τα χρώματα κοκκινοκίτρινα, καφετιά
Κι εκείνο το σκοτωμένο πράσινο
Που μοιάζει κυπαρισσί
Και δε θυμίζει τίποτα από
Χλόη φρεσκοκομμένη
Που μοσχοβολάει
Πεθυμιά θανάτου…
Όχι, δεν θέλω να πεθάνω. Το αντίθετο
Ακριβώς.
Στην εξελικτική αυτή κλίμακα
Πολλές φορές ανεβοκατέβηκα
Χωρίς ελπίδα και θλίψη
Μόνον αυτή τη συγγνωστή περιέργεια
Τι γίνεται μετά
Σε αυτό το νοητικό παιχνίδι
Που ξέρουμε καλά και το σενάριο
Και τις παγίδες,
Όμως αφηνόμαστε κάθε φορά
Να υποδυόμεθα τούς ανήξερους…
Χαρμολύπη
Με τη βαθιά επίγνωση
Τού ανέφικτου τέλους,
Αφού η σκάλα αυτή ποτέ
Δεν τελειώνει
Κι ο Χάρος ευπρόσδεκτος
Υπηρέτης
Που μας υπενθυμίζει
Πως ήρθε η ώρα
Ν’ αλλάξουμε πουκάμισο.
Κι αυτό είναι όλο.
Όμως κάθε φορά παθιαζόμαστε
Με το σκορ και το ταχύμετρο
Γράφει ασύλληπτες ταχύτητες,
Απείρως απλετότερες τού φωτός
Έτσι όπως καθυστερεί
Σε αυτήν την παχύρρευστη Ύλη
Τού γαλαζοπράσινου πλανήτη
Γαία, που βουλιάζει στα έμμηνα
Τών ηφαιστείων… Κάποτε θ’ ανθίσουν
Ολόφωτα και θα κυριεύσουν τη Γη
Κατακαίγοντάς την
Λίγο πριν τη σκορπίσουν
Στάχτη και σποδό
Στα σύνορα τού Γαλαξία
Με τα άλλα σκουπίδια
Ανακυκλώσιμα.
Κι από τα γραπτά
Τους έρωτες
Τα τραγούδια μας
Κάποιος μακρινός απόηχος
Τις φωτερές νύχτες
Που τα τελώνια θα παίζουν
Στον καθρέφτη τ’ ουρανού
Την Ιστορία τών
Πάλαι ποτέ ανθρώπων…
Βγαίνω συχνά από το κάδρο,
Την κορνίζα συχνά παραμερίζω,
Το πέπλο διατρυπώ προκειμένου
Να ξαποστάσω,
Για ν’ απολαύσω αυτό που η Λογική
Φοβάται ως Τίποτα,
Να φορτίσω συστοιχίες ξηρού-υγρού
(κοινώς μπαταρίες)
Και να βουλιάξω ξανά
Στην ίδια Λήθη
Για το μετά, για το πριν
Το πασιφανές, εκείνο
Που σε όρους παιχνιδιού
(σύμφωνα με όσα υπογράψαμε)
Απαγορεύεται να κάνουμε ότι
Θυμόμαστε.
Ενθύμησις λοιπόν η Γνώσις.
Μέμνησο!!!
21-22/6/2017.
*
«Τριάντα φορές αρχαιότερος από το Σύμπαν»
Δεν χρειάζεται να βραδύνεις
Και ν’ αργοπορείς. Ούτε να
Βιάζεσαι φυσικά. Μήτε να αγχώνεις
Μήτε να αγχώνεσαι. Τριάντα, ναι, «τριάντα
Φορές αρχαιότερος από το Σύμπαν»,
είπε η Μορφή στο όνειρο.
Είδες τη γέννηση γαλαξιών
Καινοφανών αστέρων στη γειτονιά σου,
Συνέβαλες κι εσύ με τη σκέψη σου,
Τα νιόνια είναι απείρως πιο ισχυρά
Από κάθε υποατομικό σωματίδιο,
Σκαλίζουν τον αιθέρα
Σε γλυπτά ασύλληπτης καθαρότητος
(για Ωραιότητα, δεν ξέρω,
σχετικό το θέμα κι αρμοδιότητα
Άλλου)…
– Τώρα τι προσπαθείς λοιπόν να μας
Διηγηθείς; Ότι εγκλωβίστηκες στα
Δημιουργήματά σου; Μα ποιος σου είπε,
Ποιος σού έβαλε αυτή την ιδέα;
Εσύ μόνος πήρες την πρωτοβουλία
Να λάβεις την ύστατη μύηση
Τών μικρό-δημιουργών:
Να ζήσεις κι από τις δύο πλευρές
Τού καθρέφτη ταυτόχρονα.
Δύσκολο το έργο, μα αναλογισθείτε
Την ανταμοιβή, όλα εσείς τα ρηξικέλευθα
Πνεύματα, που βρεθήκατε Εκεί κι εδώ
Στο ίδιο φωτάδι να σκοτίζεστε δήθεν
Με λεπτομέρειες και μεμψιμοιρίες!
19/7/2017.
*
Μέμνησο Φωτός εξ Όντως Όντος ορμώμενος…
Μέμνησο Φάους εξ όντος εγεννήθης,
Μέμνησο Νυκτός εν ή [δασεία περισπωμένη υπογεγραμμένη] εκκολάφθης,
Μέμνησο Φωτός εξ Όντως Όντος ορμώμενος…
Μέμνησο Πυρί εν ώ [δασεία περισπωμένη υπογεγραμμένη] ενυμφεύθης
Θυμήσου τη Φωτιά που σε κατέκαψε ολόκληρο χωρίς να σε φυραίνει.
Το αντίθετο. Μάζευε κι άλλη, περισσή Ύλη γύρω σου
Μετατρέποντάς την
Εις καθαρή ενέργεια: το πιο λαμπερό χρυσάφι στο Σύμπαν: η Αγάπη
ερυθρά, κόκκινη, πάλλευκος, υπεριώδης και υπέρυθρος…
Έφτασες στο Απροχώρητο. Λέξεις δεν υπάρχουν όπως
Περιγράψης [με υπογεγραμμένη το «η»]
Τον καημόν εκείνον που σε σιγολιώνει
Την ηδονή τής υπάρξεως επαυξάνοντας
Εις το διηνεκές
Σχοινοτενώς υπερβαίνουσα παν εμπόδιον, παν όριον ήθελε
Υψωθή [με περισπωμένη κι υπογεγραμμένη το «η»]
Μεταξύ εσού και του Πυρός που το περιέχεις
Και σε περιβάλλει… θριαμβικόν – ένδοξον – υπερβατικόν
Και ποταπόν συνάμα, χαμερπές και τρισάθλιο. Αντέχει και τους δύο
Πόλους Εκείνο το Εκκρεμές, από τον δυισμό της παχυλής Ύλης
Απελευθερωμένο. Επιτέλους
[έτσι στο κενό, χωρίς σημείο στίξης, χωρίς τέλος, αλλιώς
θα έπρεπε να ξαναπάρουμε την έλικα από την αρχή, έστω
και σε υψηλότερη συχνότητα – πάντα κουρνιαχτός απομένει,
μαγγανοπήγαδο, τι να πεις; Ποιος θα έκανε οικειοθελώς
μακροβούτι σε τόσο πηχτό, παχύρρευστο σκοτάδι,
στην πιο βαθιά νύχτα στον κόσμον όλον τον πλατύ, τόσο που να
την κόβεις με το μαχαίρι;]
21/7/2017.
*
Μυστικισμός
Περνοδιαβαίνοντας σε άλλες διαστάσεις
Χάσαμε την κοινή λογική,
Κερδίσαμε όμως την αθανασία
Πολύτιμων στιγμών
Όπου κολυμπούσες
Χωρίς σύνορα
Στο Υπερπέραν
Αναπαυόμενος εις το αφελές
Και στο ανωφέλευτο
Ξεκουραζόσουνα…
Δεν έχουμε πια και πολλά να πούμε
Χαρτογραφώντας το χώρο
Πέρα από εκείνο το όριο
Όπου χώρα πλέον δεν
Υφίσταται
Και παρατηρείς φαινόμενα
Ασύλληπτα από ανθρώπου
Νάτι.
Σαν τον Κύκλωπα
Μετά που έχασε
Το ένα του μάτι
Κι ανακάλυψε πως
Δεν είναι
Το μοναδικό
(ουδόλως!)
Μόνον πύλη σε σύμπαντα άλλα
Ακατοίκητα
Από τους ανασκολοπισμένους.
Γράφω φυσικά,
Όπως σιωπώ.
Η ομιλία μου, αντιθέτως,
Είναι αφηγηματικώς δομημένη.
Με τον καιρό κατακτάς
Την αμεριμνησία των πελαργών
Όταν αποδημούν πάνω από
Πεδίο βολής
Φτενό, πτηνών που δεν έχασαν εισέτι
Το φτέρωμά τους
Στα φτηνά διόδια
Μιάς λεωφόρου
Που δεν έχει ακόμα σχεδιαστεί,
Χαραγμένη όμως από ποδοβολητά
Πρωτοπόρων,
Ερέτες που λάμνουν
Μέσα στη νύχτα
Πάνω σε βάρκες χωρίς κουπιά.
Προς Επίδαυρο, 22/7/2017.
*
Το «Κοσμικόν Ωόν» τού Kreuz
Πολυδιαστασιακή πύλη
Το κοσμικό αυγό που μού ζωγράφισε
Ο Σταύρος Ζώτος
Ανεπαισθήτως διαγιγνώσκοντας
Την ασίγαστη επιθυμία μου
Για τόπους άλλους
Χωρίς αστέγους, ορφανά και ζητιάνους
Πλάνητες… ένθα ειρήνη, ηρεμία, αγάπη,
Αφοσίωση, ανιδιοτέλεια, ανεξικακία
Επικρατεί
Κι όλων είναι τα παιδιά
Μοναδική φροντίδα
Και σχολειό
Για μια Ανώτερη Παιδεία
Που θα διδάξει
Το πασιφανές κι αναξιοποίητο,
Το Φως εκείνο που δεν δύει
Το ανεκλάλητο…
Ανέσπερος αλεξιθάνατος
Εθισμένος τού Φάους
Θα γενώ
Βυθισμένος στην καλοσύνη,
Αλίπαστος, λυσιτελής
Παντός καιρού
Ανέμελος, αλεξίσφαιρος
Άνευ ορίων και όρων
Αγέλαστος ως άγγελος
Αγνός θα πορφυρώσω
Τα σύμπαντα
Με τη μόνη συλλαβή
Που ανεβάζει τον άνθρωπο
Σε θεία ύψη: ΩΝ…
Και μετά «Εγώ ειμί ο ΩΝ,
Εγώ ειμί το Φως τού κόσμου,
Ο ακολουθών εμοί ου μη
Περιπατήση εν τη σκοτία
Αλλά έξει το φως τής Ζωής».
Ας γίνει ψαλμός αυτός
Στο στόμα κάθε ενός
Κάθε μιάς από εμάς,
Ας γίνει αδιάπτωτος συλλογισμός
Ανέκπτωτος, αδιάβροχος,
Ανεξάλειπτος.
Το «Κοσμικόν Ωόν» που μού ζωγράφισε
Ο Kreuz (κατά κόσμον Σταύρος Ζώτος)
Σχίζει τη θάλασσα στα δυό,
Βυθίζεται – αναδύεται
Από όμικρον σε ωμέγα μετατρέπεται
Διαδίδεται ευθύς
Η πεμπτουσία του
Και σπεύδουν ευθύς οι άνθρωποι
Να το ατενίσουν έστω,
Να ψαρέψουν κάτι από τα μαργαριτάρια του
Κι άλλοι να βουτήξουν για να πιάσουν το σταυρό
Τής ένωσής μας με το Όλον,
Τής αμετάκλητης συνεργασίας
Ουρανού και γης,
Επίγειων κι επουρανίων δυνάμεων,
Δημιουργού και δημιουργημάτων εν τέλει…
Αν ήταν να τα περιμένουμε όλα άνωθεν
Δεν θα εξέβαλλε η Ζωοδόχος Πηγή τών πάντων
Αγγέλους στη Γαία… Όλους εμάς.
Στα βράχια τριγύρω μεσολαβητές και μεσάζοντες,
Οι έμποροι εκείνοι που έδιωξε κακήν-κακώς
Ο Χριστός από το Ναό τού Σολομώντος:
«Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν·
μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου
οἶκον ἐμπορίου» (Ιωάν. 2,16).
Ουδέν ακούουν εκείνοι. «Τα καλά και συμφέροντα…».
Στις παραλίες όμως έξω
Οι λαοί βλέπουν το Φως τής Δικαιοσύνης
Κι αγάλλονται.
Ας εργαστούμε όλοι μέχρι τελικής ρανίδος τού αίματός μας
Για να μην ξαναχυθεί στη γη ούτε ένα δάκρυ
Να μην ξανακουστεί κραυγή πόνου, αναστεναγμός, οιμωγή,
Διαμαρτυρία. Μπορούμε όλοι εμείς μαζί. Αν τα περιμένουμε
Όλα από το Θεό, αθετούμε την υπόσχεση που δώσαμε
Πριν έρθουμε εδώ, για να ζήσουμε λίγες δεκαετίες έστω
Σε αυτή την παραδεισο-κόλαση
Που μάς κάνει καλύτερους αλλού…
«Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Το τάλαντο που μάς χάρισαν
Όταν δεχτήκαμε να μπούμε στον Αγώνα τον Καλό
Ας το ξοδέψουμε ολάκερο,
Ας χρεωθούμε κιόλας – δεν πειράζει –
Φτάνει να επανέλθουμε στο Φως
Φορτωμένοι με τη Γνώση όλου τού κόσμου
Για να την καταθέσουμε ταπεινά μετά
Στη δεξαμενή τής Σοφίας,
Στη λίμνη εκείνη
Που χωράει όλες τις θάλασσες
Κι ακόμα περισσεύει,
Εκεί που μπορούμε να βουτήξουμε
Μόνο το μικρό δαχτυλάκι τού ποδιού μας.
Όλ’ αυτά σκέφτομαι κι άλλα πολλά
Κοιτώντας τον πίνακα που μού ζωγράφισε
Ο Σταύρος Ζώτος και κρέμασα πάνω από το
Προσκέφαλό μου για να με φωτίσει
Τις κρύες νύχτες τού ανθρώπινου χειμώνα.
Kreuz, ας γίνει κι ο δικός μου σταυρός
Ανέφελη Αγάπη για τα ορφανά τού κάθε κόσμου.
Το Φως που λαμπυρίζει μέσα από τη θάλασσα
Τών στεναγμών μας
Ας φωτίσει τα έσχατα όρια συμπάντων
κι υπερσυμπάντων
Πέρα έως πέρα κι ας μάς δικαιώσει,
Ας μάς λυτρώσει,
Ας μάς εξαγνίσει,
Ας μάς δικαιολογήσει στα μάτια εκείνων που μάς κοιτάνε
Και δεν ξέρουν τι τραβήξαμε εμείς εδώ,
Τι τραβάμε καθημερινώς
Προκειμένου να έχουμε το μέτωπο καθαρό
Και το κεφάλι ψηλά
Για να υποδεχτούμε την ερχόμενη Ανατολή
Με το σώμα σε σχήμα Ύψιλον
Και το γράμμα Ψι τρίαινα κοσμική,
Δικράνι, πιρούνι, περόνη αλεξικέραυνος
Που θα αντλήσει φάος αιθερικόν
Για να ποτίσει τα διψασμένα αλώνια
Τής ανθρωπότητας.
Και τ’ αηδόνια προλαβαίνοντας
Το στοχασμό μας αυτόν
Αποφασίζουν να θυσιαστούν
Τραγουδώντας μέχρι θανάτου
Παραβγαίνοντας τα τζιτζίκια
Σε επίμονη, εργατική αποκοτιά
Που αν κι ανέμελη ίσως φαίνεται
Δεν είναι όμως.
Αθήνα, 5-6/9/2017, πανσέληνος σεπτή.
*
Σταθμητός παράγοντας
Τόσο πολύ προβλέψιμος λοιπόν;
Τόσον αναμενόμενος;
Καλό αυτό από μία άποψη.
Όχι και τόσο καλό από μία άλλη…
Μόνο που υπάρχει και το τρελόνιο,
Το παραδοξόνιο τής Θεωρητικής Φυσικής,
Ο αστάθμητος εκείνος παράγοντας
Που ακυρώνει τις προσπάθειες απάντων ημών.
Το «φαινόμενο τής πεταλούδας»:
Αρκεί μιά μικρή ανατροπή
Στις αναμενόμενες βάσει τής στατιστικής
Μεταβλητές ενός συστήματος
Για να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις
Ασύμβατες
Τουτέστιν μη συγκλίνουσες
Σε υπάρχοντα θαύματα
Και μετεωρισμούς Ύλης-Αντιύλης…
Τελικά, δεν είμαστε εμείς
Που συμβάλλουμε στο Φως αυτής τής ζωής
Ορατό και αδι-όρατο;
Σταθμητοί παράγοντες λοιπόν. Έστω.
Αλλά όχι κι έντρομοι.
Όχι. Σε καμία περίπτωση.
Το κάρβουνο είμαστε
Που αρπάζει φωτιά
Και παίρνει μπροστά
Η μηχανή τού Κόσμου.
*
Δέκατη έκτη επέτειος τού θανάτου σου
I.
- Κι ο θάνατος έρχεται κατά κύματα
Σε πλησιάζει κι απομακρύνεται
Σα βόμβος σταθερός
Από το κέντρο τού Σύμπαντος,
Η μαύρη τρύπα στον ομφαλό
Του σπειροειδούς γαλαξία
Δονείται
Από ηδονή
Εξομολογουμένη
Διαρκώς κι αδιαλείπτως…
Μόνον εσύ κρατιέσαι μακριά
Από τον Έρωτα, Ιππόλυτε
Κι η Αφροδίτη θα σε τιμωρήσει…
Τι κι αν σε προστατεύει διπρόσωπη Άρτεμις;
- Είδα τον ήλιο με το φεγγάρι ν’ ανατέλλουν
Ταυτόχρονα
Κι εσκιάχτηκα
Πως ετούτη εδώ θα είναι
Η στερνή μου η μέρα,
Όμως δεν είναι έτσι και το ξέρεις.
Δεν πεθαίνει κανείς τόσο εύκολα,
Όχι όσο είναι νέος κι υγιής,
Με τις ρίζες του βαθιά χωμένες
Στη γη.
Κάθε πρωί βγάζω τη γάστρα
Τής ύπαρξής μου
Βόλτα στον ήλιο
Και κάθε βράδυ
Την ξεθεμελιώνω,
Ρημαγμένος, καθημαγμένος,
Ανερμάτιστος…
Μετά πετάγομαι στους αιθέρες
Να πάρω μιάν ανάσα κι εγώ
Βρε αδελφέ…
Μα πού να βρεις οξυγόνο διατομικό
Στα μεγάλα ύψη;
Τών κεραυνών όζον
Πυρώνει τα σωθικά
Κι οι όζοι αναγαλλιάζουν
Από την λέμφον την κινουμένην
(Να συναντήσεις άλλες υπάρξεις)
Άμμον
(Εις τις ακρογιαλιές του Πόθου
Να ψαύσει)
Κι ας είσαι τυφλός τόσα χρόνια
Αδόκητα μαραμένος…
II.
- Είδα το φεγγάρι με τον ήλιο
Να ανατέλλουν αντικρυστά
Και σώπασα τον τρόμο μέσα μου
Για όλα τα φοβιστικά και τα τέρατα
Της ανθρώπινης απαντοχής.
- Ούτις κατησχυμένος
Ανωφέλευτα θρηνών
Για την απώλεια
Ενός δαχτυλιδιού
Που ποτέ δεν είχες,
(κι όμως ήταν δικό σου κάποτε,
Ή έτσι νόμιζες τουλάχιστον,
Δανεικό ήταν
Και το γύρισες στον πυρρό άγγελο
Με τη ρομφαία)…
Κατείχες όμως την τέχνη
Του μεταβολισμού τού ελατού
Σε όλκιμο
Και τού ψαθυρού
Σε ατσάλι πυράντοχο.
III.
Ηχείς αχό
Τυχαία ηχώ
Στις λάσπες αχνοφέγγεις
Με την αχλύ χλόης
Απάτητης από πυγολαμπίδα
Χλωρή.
IV.
Τόσο δύσκολο είναι λοιπόν
Ν’ αποδεχτείς τη ζωή
Τώρα που δεν φοβείσαι το θάνατο;
Τώρα που ξέρεις πόσο φως
Έχει μετά;
Στα λευκά κελιά πέρασε η ζωή μας,
Κουκούλια κρουστά,
Μεταξοσκώληκες σηροτροφείου
Που ροκανίζουν τα κάγκελα
Από δίχτυ στριφτό
Που συνυφαίνεται σε Πέπλο.
V.
Την Ελευθερία του ανθρώπου
Ν’ αμαρτάνει από άγνοια
Τη ζήλεψαν ακόμα κι οι θεοί.
Αθήνα, 11/11/2017.
*
Αποδόσεις Αρρήτου
Περίπνευμα
Απόδειπνο
Οινόπνευμα
Νεκρόδειπνο
Ατίθασο πνεύμα
Αναζητεί καπνό
Μα φωτιά δε βρίσκει
Και κρυώνει
Στον γαλαζόμαυρο πολφό
Που δυσ-ελίσσεται.
Ανήσυχο πνεύμα
Γυρεύει καπνό
Μα φωτιά δε χρειάζεται
Γιατί πυρώνει
Το γαλαζόλευκο πολφό
Που δις-ελίσσεται
Προμηθέας φλεγόμενος,
Ως κινέζικο φίδι-πυροτέχνημα
Να μιμείται το Σύμπαν
Και δεν εκπορεύτηκε
Το πρωτότυπο βήμα
Δεν πορεύτηκε
Στα αχαυνά.
*
Στα όρια μεταξύ
Κωμικού και τραγελαφικού
Κολυμπήσαμε
Στα φωτεινά
Περιβόλια τού ήχου
Που ξεχειμώνιασε στο πουθενά
Μα δεν εκχυμώθηκε
Σε βραχνά…
*
Σκληρή τρυφερότητα
Αδέκαστη γαλήνη,
Περί πτωμάτων
Αναστεναγμός,
Τών λιμένων αναπαημός,
Τότε που η θάλασσα
Μοιάζει σα να υποχωρεί
Για να επιστρέψει
Θυμός αξημέρωτος,
Ανασασμός ανενημέρωτος.
*
Οδυσσεύς
Ζούμε σε πολλές διαστάσεις
Και δεν ξέρουμε
Αν αυτή είν’ η χειρότερη.
Ελάφια στον ύπνο μας
Γουρούνια στο ξύπνιο μας
Και πώς ν’ αντέξεις
Τόση νοσταλγία;
*
Κάρμα κι ανακύκλωση
Στη χοάνη τού χωροχρόνου
Συγκρυσταλλώνονται
Οι σταγόνες
Από τα λιωμένα πετράδια
Τής γήινης υπόστασής μας
Πολύτιμα μέταλλα κομίζοντας
Στο ομοιογενές αμάγλαμα
Που θα καταστεί
Η ύπαρξή μας
Η μελλοντική…
Προηγούμενες ζωές
Και δυνητικές ενσαρκώσεις
Αλλεπάλληλες συσσωματώσεις
Όπου το άτομον καθ’ Ε-αυτόν
Ετερόκλητον
Παραμένει,
Ταυτόσημον
Εν τούτοις
Εκ τού ιδίου
Πρωταρχικού αιθέρος…
*
Πώς είναι ένα έντομο
Φυλακισμένο στο κεχριμπάρι
Κι ο έβενος
Λιώνει
Στα σπλάχνα
Τών ηφαιστείων,
Στο καμίνι τού Χρόνου…
Το τζιτζίκι χάνει τα φτερά του,
Μα διατηρεί για πάντα
Τή μνήμη του
Στ’ ακασικά αρχεία
Διατυπωμένη,
Ακόμα κι αν κανένα τζιτζίκι
Δεν κελαηδάει πια
Σε δέντρο τής Γης
Ή αλλού…
Τότε μπορεί να γίνει
Μυρμήγκι, μέλισσα, φάλαινα,
Άνθρωπος…
Αλήθεια κρυπτογραφημένη
Στο κατοικημένο
Κενό
Τών ήλων
Ύλης
Καταματωμένης
Από το άχθος τής μνήμης
Από τον πόνο τών επαναγεννήσεων
Από την ηδονή τής αναχώρησης
Κάθε φορά για άλλο σκαλάκι
Στην πυραμίδα
Που δεν έχει αρχή
Μήτε τέλος,
Ουδέν είδωλον
Αντεστραμμένον
Ή ορθόν….
Κι αν την αττικήν διάλεκτον
Εμβολίζω
Είναι γιατί μού δίνει
Μεγαλύτερη ελευθερία
Ταχίστης εκφράσεως…
*
Όλοι διαφορετικοί
Απαξάπαντες ίσοι,
Μαγεμένοι
Και μαγευτές…
*
Άλλο «φύσις»,
«χαρακτήρ» άλλο.
Ιδιοσυγκρασία
Κι ιδιοσυχνότης
Ουχί ταυτόσημες
Αλλά ανάλογες.
Η «φύσις» μοίρα μας
Εσθλή,
Χαρακτήρ τροχιά
Και κάρμα,
Ιδιοσυγκρασία
Κράμα
Ιδιοσυχνότητος
Ανάδρασις…
Και πώς να μιλήσεις γι’ αυτά
Χωρίς να χαρακτηρισθείς
«σκοτεινός»
Αν και φωτεινός είσαι,
Φωτοπαγής και φωταυγής
Στον πυρήνα
Τής ύπαρξής σου
Τής αποτετανωμένης,
Τής αθάνατης
Που όμως αναλλοίωτος
Δεν είναι…
*
Αθάνατος μνεία
Άθλων εσθλών
Αιωνίως ανανεωμένων
Εις κλεψύδραν
Παιδίου τινός
Μετά πέπλων ενδεδυμένου,
«κρύπτεσθαι» γαρ
«φιλεί».
Κι αυτό το παιχνίδι
Δεν θα βρει ποτέ
Τέλος…
*
Τέλος κι αρχή
Έν και το αυτόν σημείον,
Ευθείας τα άκρα
Που καμπυλώνεται
Στο άπειρο
Και στον εαυτό της
Επιστρέφει
Αενάως…
*
Παράλληλες ευθείες
Στο σύμπαν δεν υπάρχουν,
Μήτε ασύμβατες…
*
Ανώφελες ζωές
Υφίστανται;
(ρητορικόν το ερώτημα)
Άγιος Ευστάθιος, Αχαρνών, 18/1/2018.
*
Δήλος
Από τους γιγαντιαίους φαλλούς
Πέρασα ανάμεσα
(ανάμνηση ευνουχισμένων Γιγάντων;
Από τους Ολύμπιους Θεούς;
Ή από ανέφικτο έρωτα για κάποια γήινη;)…
Μετά βρέθηκα στη Λίμνη
Και στον φοίνικα όπου γεννήθηκε το Φως
Σε δυαδική μορφή: Απόλλων-Άρτεμις,
Ήλιος-Σελήνη, Μέρα-Νύχτα, Ζωή-Θάνατος,
Αλκή-Ανημπόρια, Νιότη-Γεράματα,
Δυναμισμός-Αδράνεια… Σε αυτό το πέτρινο
Περιβολάκι πλάγιασα κι είδα, λέει (όπως στα παραμύθια)
Πως σε φιάλη ευρισκόμασταν ενυδρείου
Όλοι εμείς, η Ανθρωπότητα,
Κι η Γη μια γυάλα, που από πάνω από το καπάκι
Μας έριχναν ψίχουλα οι πεθαμένοι,
Μας ελεούσαν οι θεοί
Και μας παρατηρούσαν οι Κριτές
Τού Κάτω Κόσμου,
Αλλοδιαστασιακά όντα κατέγραφαν
Τις απεγνωσμένες προσπάθειες
Στον αιθέρα
Και κάθε απέλπιδα απόπειρα διαφυγής
Στα ακασικά αρχαία
Με μελάνη ανεξίτηλη
Καταγραφόταν…
Μετά ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τον Βωμό
Του Ήλιου, με τη σπηλιά τού Γίγαντα Κύνθου
Στα μισά και το αρχαίο θέατρο στη ρίζα του
Σαν κοχύλι πεθαμένου πια σαλίγκαρου,
Εξατμισμένου ίσως
Μέσα σε τόση μυρωδιά αθανασίας,
Λιβάνι από ξερόχορτα
Και στυφά κλαριά…
Εκεί πάνω ψηλά,
Στην κορυφή,
Στη στέγη τής Δήλου,
Στο πιο φωτεινό σημείο
Τού κόσμου
Ψάλλαμε τον Ορφικόν ύμνον
Τον αρμόζοντα
(δεν κάνει να σάς πω,
Να προδώσω το ιερό
Μυστικό δεν πρέπει
Που ενεργοποιεί το κεχριμπαρένιο
Ρουλεμάν τής Θόλου
Κι ανεβοκατεβαίνουμε
Σε διαστάσεις και σύμπαντα
Εκατόν σαράντα τέσσερα…).
Μετά κατηφορίζουμε
Προς τις αρχαίες οικείες,
Χαμένες ανάμεσα στα βάτα
Και στα βούρλα
Και στη ραθυμία
Του σήμερα,
Στην αστοχασιά τής Ελλάδας
Που περιμένει το γάλα
Από τις αγριοσυκιές
Για να ταΐσει τα ορφανά της
Που κοάζουν σαν βατράχια
Φριχτά, εξώφθαλμα,
Ακρωτηριασμένα…
Έτσι μού φαίνονται οι σκόρπιες πέτρες,
Τα διαμελισμένα αγάλματα,
Η ευθυνοφοβία τών υπευθύνων,
Η ανατολίτικη ραστώνη,
Η μοσχοβολούσα ραθυμία
Εκείνων που μέθυσαν από το νάμα
Τού Ήλιου μια και καλή…
Κανένα άλλο αγίασμα
Τα χείλη τους δεν υγραίνει…
*
«Άφες τους νεκρούς θάψαι εαυτών νεκρούς!».
Μέσα σε αυτή τη βιβλική ρήση
Τού Θεανθρώπου
Κρύβεται όλο το μυστήριο
Ζωής-Θανάτου.
Μόνον εμείς που γυμνάσαμε το αιθερικό
Και τα άλλα δώδεκα
αδιόρατα
Σώματά μας,
Μόνον εμείς μπορούμε να περπατήσουμε
Αμέριμνοι
«Σαν θα ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς»,
Ευθυτενείς, άφοβοι, αναλλοίωτοι, νέοι, δροσεροί.
Αυτό εννοούσε ο μεγάλος Σεφέρης όταν έγραφε
Συν τοις άλλοις:
«Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του,
το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή»;
Μα πού θα βρεις την παλαίστρα εκείνη,
Σε γυμναστήριο ποιο πρέπει να γραφτείς
Για να μάθεις αυτή την αιθερική άσκηση
Που ακροβατείς ευσταθώς ανάμεσα στα ερέβη
Στο μεταξύ Φωτός εσώτερου κι
εξώτερου Φάους;
Αμέσως μόλις εκδηλώσεις την πρόθεσή σου,
Το Σύμπαν, ο Παγκόσμιος Νους, ο Άφατος Ρυθμός
Θα σού φέρει τον Δάσκαλον εκείνον
Ή τους διδασκάλους που ποθεί η ψυχή σου
Για τόσο διάστημα όσο
Σού φτάνει να διαβείς από το βάλτο
Στο πρώτο σκαλί
Κι από εκεί στην κορυφή
Τής πυραμίδας
Που θα σε βγάλει πάνω
Από τον Νείλο τον πλημμυρισμένο
Για ν’ ατενίζεις πάντα
Τα υπέρλαμπρα άστρα
Κι ούτε μια γωνίτσα στον ουρανό
Για να κρυφτεί το Σκοτάδι.
Μεταξύ Φωτός εσωτερικού κι
Εξωτερικού Φάους
Κινείται η ζωή μας,
Ταλαντώνεται το εκκρεμές
Τής ύπαρξης
Και κάποτε
Μάς πετάει έξω από τον Τροχό
Τής Τύχης και τής Ανάγκης.
Αυτή είναι κι η μόνη Αθανασία
Που μάς είναι προσιτή.
Όσο για την Αιωνιότητα
Που με ρωτήσατε αμέσως πριν,
Μην σάς απασχολεί,
Μη σάς τρομάζει.
Τέτοια ερωτήματα
Φωτισμένη ψυχή
Δεν βάζει στο μυαλό της.
*
Όταν είσαι πανταχόθεν ελεύθερος
Το σύμπαν συνωμοτεί για την ευφορία σου.
*
Πέρα από το θέμα
Και μέσα στην περιφέρεια
Τού συναισθήματος
Το πλεονέκτημα εξαντλείται
Σε οιμωγές και γόους
Για το αναπόφευκτο
Χωρίς και το Σύμπαν
Να επαναδιευθετείται
Στην τροχιά τού Φάους
Τού Πρωταρχικού.
Ωρίων και Πλειάδες
Ορφέας και Μαινάδες
Συναχθείτε
Το χρυσό για να βρούμε
Αλχημιστών
Και γοήτων φιδιών.
Το βλέμμα…
Στο βλέμμα έγκειται
Πάλι κάθε γητειά
Και μαγγανεία.
Και το φεγγάρι
Μπορείς να το εξαντλήσεις
Σε μία σταγόνα
Αλμυρή ρακή.
Τελικά είμαστε όλοι όμοιοι
Χωρίς τη ματαιοδοξία μας
Δίχως το ελάττωμα
Που μάς τυφλώνει.
Παγασητικός κόλπος, 18/3/2018.
*
Σύμπαν ειρωνικόν εστί.
Σκαρώνει φάρσες
Και στήνει ανεμοπαγίδες/
Τα αφηρημένα έντομα
Πάντα πιάνονται
Στη φάκα
Κι όσοι ζουν μηχανικά.
Σύμπαν έσσεται σαρκαστικόν.
Απλώνει δίχτυα
Θρέφει αυταπάτες
Ευνοεί χίμαιρες
Ουτοπίες ενισχύει.
Οι απρόσεκτοι πέφτουν πάντα μέσα
Και χάνονται
Στη φοβερή δίνη
Στο σπήλαιο το εκτυφλωτικό
Που σε εκτοξεύει
Εις άχρονον κι άχωρον
Τής Αντι-Ύλης αυτ-ανάφλεξιν.
*
«Το Χάος όλους μάς γέννησε»
Τάξις εκ Τάξεως
Εις Νόμους υπακούοντες
Νόμους θεσπίζοντας
Αενάως…
(Κρέοντα
Στο κρέας πάνω θεμελιώνοντας
Την ισχύν… αίμα χυμένο
Σε χώμα ποτισμένο
Με την αλμύρα τού ιδρώτα
Τών άλλων…)
Ο Θεός μου και το Δίκαιο
Πανθορά
Και παν-οράται
Διαρκώς εκ-τεθειμένος
Διατιθέμενος
Όπως αναμοχλεύει το πασιφανές
Φάος εκ Φωτός
Φανός εκ Πανός
Φάρος εκ Παντός
Ατελέσφορο Σύμπαν
Αείποτε φωσφορίζον,
Έστω κι ως πυγολαμπίς
Στις σκοτεινές εποχές…
*
Ισοσκελής σταυρός σε κύκλο
Η κολυμβήθρα τού Σύμπαντος
Κόσμου
Με ρόδο πύρινο στη μέση
Κυκλώνας και δίνη
Πέρασμα κι οπή
Διάτρημα και σήραγξ
Δίοδος και στενωπός
Φωτεινή καταιγίδα κι έρεβος
Φανός και σκότος βαθύ
Λάμψη κεραυνού από τα Τάρταρα
Κι ο Τάνταλος που τρομοκρατεί
Πλανημένες ψυχές
Που έχασαν το δρόμο προς
Τόν Δημιουργό τους,
Όμως εκεί γαλήνη κι ευημερία
Διαρκής ανάπαυσις
Ανέσπερος Ανατολή
Αιωνία Δόξα
Τιμή και Πόθος
Πάθος και καμάρι
Όλων όσων διέτρεξαν
Την Ατραπό στην Ύλη
Και με τους δώδεκα άθλους
Τού Ηρακλή
Εξαϋλώθηκαν
Αναπνέοντας μουσικές
Κι εκπνέοντας έλεος
Για όλους τούς σπινθήρες
Τούς χαμένους στη λάσπη
Αιώνες τώρα
Λύματα δεινοσαύρων
Που ξέχασαν και το σκοπό
Και το τέλος τους,
Που λησμόνησαν κάθε ρυθμό
Και μέτρο εντυπωμένο
Στα κύτταρά τους,
Μικρογραφία γαλαξιών
Και κόσμων άλλων…
*
Θέλω να το πουλήσω αυτό το σπίτι. Με βαραίνει.
Όπως δεν θα πήγαινες διακοπές στο Άουσβιτς,
Εβραίε, αδελφέ μου,
Έτσι κι εγώ δεν θέλω να θυμάμαι
Αυτή την αιματο-ποντή…
Μόνο για τα «σκυλάκια»
Τα φυτρωμένα στις πέτρινες σκάλες
Κρατώ μια τρυφερότητα στην καρδιά μου
Και τον φούρνον εκείνον που η προικισμένη νύφη
Η μεγαλοκοπέλα, η «λωβιάρα», η «στέρφα»
Έκαιγε συχνά με αφάνες από τον Ταΰγετο
Για να φουρνίσει και να ξεφουρνίσει
Μοσχοβολιστά ψωμάκια και τυρόπιττες
Και γεμιστά… Ευλογημένο το φαΐ,
Γιατί από το Φάος προέρχεται,
Το φως εκείνο το άρρητο
Που και αιθήρ ονομάζεται,
Το «πέμπτο στοιχείο»
Που σαν αφανιστεί το σύμπαν το γνωστό
Θ’ αποσταθεροποιηθεί
Μαζί με τις σκεπτομορφές και τα βάσανα
Των μωρών ανθρώπων.
«Όπου φτωχός κι η μοίρα του», έλεγε εκείνη
Η καλομαθημένη, η αρχοντοκόρη.
«Όταν με φέρανε εδώ δεν είχανε ούτε της βραδιάς
Αλάτι. Κι ήταν τόσο κοντά η θάλασσα. Κι ο βάλτος
Γεμάτος χέλια, μαινίδες… κι όλα τα καλά. Τα χτήματα
Που αγόρασα με την προίκα μου – για να μην τα φάει
Εκείνος στις παστρικές – με τα ίδια μου τα χέρια τα ξεχέρσωσα,
Τα σκάλισα, τα φύτεψα κι είδα τα δέντρα να καρπίζουν
Πενήντα Άνοιξες μέχρι τώρα που ετοιμάζομαι να κλείσω
Τα μάτια κουρασμένη από τόσο φως
Και κακοπάθια. Όμως το ξύλο κανείς το συνηθίζει
Και τις βρισιές. Αλλά εκείνη τη βαθιά πίκρα,
Την ντροπή, την κακοπάθια,
Που σταλάζει με τον ιδρώτα και δάκρυ
Στο τεντζερέδια όταν τα γυαλίζω με σύρμα,
Στον γιακά του πουκαμίσου που σιδερώνω
Για να πάει ο αφέντης στη δουλειά ή στα
Μαγαζιά… τρομάρα του!!!».
Κι ο μονόλογος καλά κρατεί, ακόμα και τώρα
Δέκα επτά χρόνια μετά τον θάνατό της.
Πόσα δισεκατομμύρια χρόνια θα αντέξει
Αυτό το μαρτύριο μέχρι το «σωματίδιο του Θεού» να
Αποσταθεροποιηθεί και να αφανιστούν όλα
Σε ένα σύννεφο σκόνης και κουρνιαχτού
Παμφώτεινο;
*
- Ελευθερία ή Θάνατος (έτσι χωρίς εισαγωγικά – κυριολεξία)
Πού να φανταζόμασταν
Πως θα βγάζαμε κάποτε τα εισαγωγικά
Από το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος»,
Και θα κυριολεκτούμε
Προσεχώς
Αναχαράζοντας
Συνεχώς
Τού 1821 την παλικαριά
Που αστοχασιά δεν ήταν:
Όλος εκείνος ο κουρνιαχτός
πάνω
Από τις αισθήσεις
Τις θολωμένες,
Τής Επανάστασης αχός
Ν’ αναμετρηθούμε
Με τους φόβους μας,
Ν’ αψηφήσουμε το Θάνατο
Εμπράκτως
Και ν’ ανασάνουμε
Για πρώτη φορά λυτρωμένοι
Από το όζον τής σκλαβιάς
Οξυγόνο Ζωής
Αδιαπραγμάτευτης…
Αυτόν τον αρχαίο σπόρο Λευτεριάς
Αττική γλώσσα τον έθρεψε
Στο φωτεινό υπόστρωμά της
Λίπασμα
Και γάργαρο νερό
Από την Κασταλία Κρήνη.
Κι αν αναλογισθούμε
Πως στα πλατωνικά στερεά
Το «ύδωρ» είναι εικοσάεδρον
Και το «σύμπαν» δωδεκάεδρον
Καταλαβαίνουμε παρευθύς
ότι υπάρχει μιά άλλη Ιδέα
Με άπειρες ακμές και γωνίες,
Τόσες που μοιάζει σφαίρα τελεία
Διά τον επί τροχάδην οφθαλμόν,
Επάνω της όμως γράφει
Μ’ ανεξίτηλο, αιθερικό μελάνι:
«1821, ΕΛΛΑΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή θάνατος»
(με μικρά ο θάνατος
όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά:
ΙΣΟΤΗΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ-
Δικαιοσύνη – Ισονομία – Τιμιότης –
Ευθύτης – Γαλήνη ψυχής αμαράντου
Ανυπερθέτως…).
Αυτή την περιουσία
Θα ήθελα ν’ αφήσω πίσω μου
Σαν πεθάνω.
Μαζί με τη σκουριασμένη χατζάρα
Τού προ-προπάππου
Κωνσταντίνου Αναγνώστου ή Μπούρα
Με το ψευδώνυμο «Καρακίτσος»,
Υπαρχηγού τού Κολοκοτρώνη
Που το άγαλμά του κοσμεί
Την μεγαλειώδη είσοδο
Στην πεδιάδα τής Μεσσηνίας
Όπως κατεβαίνουμε από την Αρκαδία.
6/3/2018
*
Φανταστείτε ένα Σύμπαν
Διάπυρον
Και το Σκότος να πυρακτούται
Εντός του
Μέχρι πλήρους εξομοιώσεως
Με το Λευκό.
Imagine a Universe
Fiery
And the Darkness to incandesce
Within it
Until it’s fully equated
With White
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
[1] Σαυρός: νεολογισμός από τις λέξεις «σταυρός» και «σαύρα».
[2] Κονδυλογράφοι κι όχι κονδυλοφόροι. Ποιητική αδεία…
[3] Από αφιέρωση πάνω στο βιβλίο μου «Τρία Άλφα μία Ήττα κι ένα Ωμέγα».