ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
«Ποιητικότητα και θεατρικότητα»
Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
(ομιλία στην ημερίδα της ΕΝΩΣΕΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, που έλαβε χώρα την Κυριακή 10 Οκρωβρίου 2021, στο ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑΘΜΟΣ).
Αμφότεροι οι όροι «ποιητικότητα» και «θεατρικότητα» χρήζουν διευκρινίσεως, αν όχι και αναλυτικού ορισμού, κάτι ανέφικτο για την ώρα, όσο κι αν αναζητήσουμε σωτηρία στο Διαδίκτυο:
α. ποιητικότητα:
β. θεατρικότητα:
http://legacy.cup.gr/Files/files/chapters/chaniotis_ch1.pdf
http://ikee.lib.auth.gr/record/285119/files/GRI-2016-17453
http://politropi.greek-language.gr/keimeno/orismoi-theatro/
Το σίγουρο είναι πως στην μετανεωτερική εποχή και μετά την μεταμοντέρνα αποδόμηση των πάντων και την διαπίδυση των ειδών, ένα ανομοιογενές, άνισο κι ανομοιόμορφο αμάλγαμα δημιουργήθηκε με αποτέλεσμα να μην έχουν νόημα πλέον όρια και περιορισμοί, διαχωρισμοί και διακρίσεις του τύπου: πεζογραφία-ποίηση, μυθιστόρημα-σενάριο-θεατρική μεταφορά, αφού σε όλα αυτά κυριαρχεί και η δραματικότητα και η προφορικότητα (καλώς ή κακώς εννοουμένη).
Όλοι μονολογούν, πλαγίως, ευθέως, παραλλήλως, διαδοχικώς. Σε αυτή την παραληρηματική διάσταση του τυπωμένου και του εκφωνούμενου λόγου, δεν τίθενται πλέον θέμα ορισμών, αφού οι όποιες διαφοροποιητικές συνιστώσες είναι δευτερεύουσες και ποτέ ουσιαστικές.
Συνήθως, όταν αναλύουμε τα «κείμενα» επιχειρούμε σε τρία πεδία: θεματολογία, υφολογία-αισθητική, ρυθμολογία. Με άλλα λόγια: περιεχόμενο, μορφή, ρυθμός.
Ο ρυθμός συνέχει τα πάντα, ακόμα κι όταν δεν είναι αναγνωρίσιμος, όταν είναι ρηχός ή τετριμμένος, ειδικά όταν είναι καθημερινός και πολύμορφος. Το θέμα είναι ότι σύμφωνα με τις νευροεπιστήμες, ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναγνωρίζει οικείες δομές, αφού δεν έχει πάντα ικανό χρόνο να δημιουργήσει καινούργιες συνάψεις (συνειρμικές ή μη) προκειμένου να αρχειοθετήσει, να αποκαταστήσει και να «ανά-γνωρίσει» το καινούργιο, το καινοφανές, το πρωτότυπο, το πρωτοποριακό.
Έτσι υπάρχει κάποιου είδους χρονοκαθυστέρηση: μελετούμε ακόμα την λογοτεχνική γενιά του 1930 ενώ πλησιάζουμε το 2030 και ξέρουμε σχεδόν τα πάντα για την γενιά του 1970, ενώ οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της, όσοι ζουν ακόμα, ερωτοτροπούν με την άνοια, ή με την επιλεκτική κρυπτομνησία.
Ο λόγος που χρησιμοποιώ προκλητικές διατυπώσεις (τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό μου λόγο) είναι γιατί έτσι διεγείρεται το ενδιαφέρον του ακροατή/αναγνώστη, οξύνονται οι αντιληπτικές του δυνατότητες και οι όποιες νευρωνικές διαδικασίες επιταχύνονται. Η «αντίθεσις», το οξύμωρο, η ανατροπή, το απρόβλεπτο, το αναπάντεχο, το «παράλογο», το σουρεαλιστικό, το απίθανο, η τερατολογία (καθώς και οι ασχυλικές «τερατείες»), η επιστράτευση φανταστικών όντων… όλ’ αυτά συμβάλλουν ακτινωτά ή μεμονωμένα στην απελπισμένη προσπάθεια των μηνυμάτων-σπερματοζωαρίων να εισέλθουν στην «μικρή περιοχή» του νοητικού γηπέδου και να το γονιμοποιήσουν.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η συνδημιουργική ιδιότητα του «επαρκούς αναγνώστη» και του μυημένου ακροατή είναι συστατικό κι αναπόσπαστο στοιχείο της όλης «θεατρικής» διαδικασίας, είτε είναι «σκηνική» (πραγματωμένη στον ίδιο χώρο και χρόνο), είτε «ραδιοφωνική» (ίδιος χρόνος, διαφορετικοί και απροσδιόριστοι χώροι), είτε διαδικτυακή – τηλεοπτική – βιντεοσκοπική (σύγχρονη ή ασύγχρονη).
Όταν επιχειρήσουμε να βιντεοσκοπήσουμε/κινηματογραφήσουμε μια ζωντανή παράσταση (με ή χωρίς θεατές, αλλά πάντα με το κοινό των τεχνικών), προσφιλής τεχνική στους μήνες της καραντίνας, αποτυγχάνουμε να μεταδώσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του όλου θεάματος, γιατί προς τούτο θα απαιτηθούν: ικανός αριθμός καμερών, αισθητήρων (αδύνατον να μεταδοθεί η οσμή και η γεύση). Ταυτοχρόνως, όταν ο ηθοποιός/συντελεστής/συνδημιουργός ξέρει ότι καταγράφεται σε ένα μόνιμο κι ανεξίτηλο εν πολλοίς μέσον «ερμηνεύει» διαφορετικά (αυτό λέγεται στην θεωρία του θεάτρου «στούντιο εφέ»). Ακόμα όμως κι αν επιτύχουμε μία ομοιομορφία δια της αδιαφόρου ισορροπίας που διδασκόμασταν στη Φυσική, πάλι κάτι λείπει που διαφοροποιείται κάθε φορά και καθιστά ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ: η συμμετοχή του κοινού (πολλές φορές και με τις απλές, ατομικές ή ομαδικές αλλαγές του ρυθμού τις αναπνοής του, με τον ιδρώτα, τον βήχα, το φτάρνισμα, το γέλιο, το κλάμα, το χειροκρότημα, το θεατρικό σκάνδαλο ή και με άλλες, περισσότερο εκλεπτυσμένες αντιδράσεις του).
Μιλάμε πάντα για δομημένα θεάματα και αποφεύγουμε γενικεύσεις τού είδους: «όλα είναι ποίηση», «όλα είναι θέατρο».
Όχι, δεν είναι όλα ποιητικά μήτε θεατρικά, όπως κάθε πέτρα και κάθε βότσαλο δεν είναι γλυπτό, αλλά ενδεχόμενη πρώτη ύλη για έναν μελλοντικό υποτιθέμενο ή εκδηλωμένο γλύπτη.
Ο μεσαιωνικός εξομολόγος έδωσε την θέση του στον ψυχαναλυτή και σε περιπτώσεις ένδειας στην κουφή κατάκοιτη γιαγιά μας, στον ασθενή που ευρίσκεται ατυχώς σε κωματώδη κατάσταση, ή στην χειρότερη, στη χειρίστη περίπτωση σε έναν «συνομιλητή» που ακούει μόνον τις δικές του σκέψεις και κάνει δουλειές την ώρα που νομίζουμε πως συνδιαλεγόμαστε στο κινητό τηλέφωνο (ασύρματο ή ανοικτή ακρόαση, κατά προτίμησιν).
Όχι, δεν είναι όλα τα βιβλία που λαμβάνουμε ποιητικά, μήτε καν λογοτεχνικά, δεν είναι όλα τα θεατρικά έργα ευεπίφορα σε σκηνικό ανέβασμα και δεν είναι όλοι οι διηγηματογράφοι ή μυθιστοριογράφοι τυχεροί σαν τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Τσέχωφ ή τον Ντοστογιέφσκι να κάνουν θεατρική καριέρα εν αγνοία τους και χωρίς την ανάλογη πρόθεση.
Λαμβάνουμε συχνά με το ταχυδρομείο συλλογές ποιημάτων, διηγημάτων (η μικρή φόρμα έχει πάρει τα πάνω της λόγω των συντόμων αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ανθούν τα εργαστήρια, τα σεμινάρια, οι σχολές δημιουργικής γραφής. Όμως δεν γίνεσαι συγγραφέας στα εβδομήντα σου με το εφάπαξ και την εθελουσία. Όχι πάντα. Δεν αρκούν τα πτυχία. Μπορείς όμως να συμμετάσχεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (εγχώριους και διεθνείς) και να διακριθείς. Όταν μαζέψεις πάνω από τρεις (διάσπαρτες) επιβραβεύσεις της γραφής σου μπορείς να αρχίσεις να ανησυχείς μήπως έγινες …συγγραφέας, στις πέντε σιγουρεύεσαι, στις επτά δεν μπορείς να έχεις αμφιβολία, στις δέκα δεν δέχεσαι αντίρρηση (μα πάντα θα υπάρχει) και… τελικά… «ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνσιν από το νεκροταφείο/αποτεφρωτήριο». Γιατί ο τελικός Κριτής είναι ο αδέκαστος (απώτερος, απώτατος) Χρόνος, όταν δεν θα είμαστε πλέον εδώ για να δούμε τα χαΐρια μας και τις προκοπές μας ή …τα χάλια μας. Καλύτερα ας αγοράζαμε χαλιά, αντί να κόβουμε τα δεντράκια, να τα κάνουμε χαρτοπολτό για να τυπώνουμε τα φληναφήματά μας. Ακόμα και τα ηλεκτρόνια στο σύμπαν δεν είναι άπειρα αλλά πεπερασμένα. Η ανθρώπινη ανοησία/μωροφιλολοξία/ματαιοδοξία όμως δεν έχει όρια.
Καλόν είναι να διαγωνιζόμαστε χωρίς να διαγκωνιζόμαστε. Και για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, μετά τον λεγόμενο «ελεύθερο στίχο», που μόνον ελεύθερος δεν είναι, αφού πρέπει να έχει ρυθμό, έστω και μη αναγνωρίσιμο, εσωτερικό, μετά την λεγόμενη «αποδόμηση» και μετά την λεγόμενη παγκοσμιοποιημένη δημοκρατία του διαδικτύου η «Κοινωνία της Αφθονίας» μετατράπηκε σε μεταηλεκτρονική «Κοινωνία της Πληροφορίας» και το κρυπτονόμισμα του μέλλοντος με την μεγαλύτερη αξία θα είναι η Γνώση που δεν είναι συνώνυμη των γνώσεων, αν και ενίοτε τις προϋποθέτει.
Η ποίηση του μέλλοντος θα είναι διαδραστική.
Το θέατρο του μέλλοντος θα είναι διαδραστικό. Αλλιώτικα δεν θα επιβιώσει.
Η ποίηση και το θέατρο του μέλλοντος θα ενσωματώνουν και θα αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες.
Η ποίηση και το θέατρο του μέλλοντος θα παρακινούν και θα συνδεσμεύουν τον θεατή/αναγνώστη/ακροατή. Αλλιώτικα δεν θα αντέξουν τον ανταγωνισμό του Διαδικτύου.
Η ποίηση, το θέατρο και οι Τέχνες όλες θα ενοποιηθούν σε ένα καινούργιο κι απόλυτα δημοκρατικό «Ολικό Καλλιτέχνημα» (Gesamtkunstwerk), ακολουθώντας την ολιστική θεώρηση του Ανθρώπου κατ’ αρχήν και του Κόσμου δευτερευόντως.
Η απόλυτη εξειδίκευση που εντάθηκε από την πρώτη προς την δεύτερη και προς την βιομηχανική επανάσταση θα καταστεί περιττή, οχληρή, επικίνδυνη και μη λειτουργική μετά την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, όπου η Ρομποτική θα έχει ήδη αντικαταστήσει την χειρωνακτική αλλά και μεγάλο μέρος της νοητικής μηχανιστικής απασχόλησης του ανθρώπου.
Τα ρομπότ θα θυμούνται, θα ανακαλούν, θα αξιοποιούν και θα διαχειρίζονται υλικά και πληροφορίες με έναν τρόπο που κανένας Homo Sapiens σήμερα δεν μπορεί. Όχι με αυτή την ταχύτητα.
Και μέχρι να εμφανιστεί ο μεταλλαγμένος ή μετεξελιγμένος Homo Interneticus, τα πράγματα θα προχωρούν με τους συνήθεις αγχωτικούς τρόπους, θα ζούμε πάντα σε μεταβατικές και κρίσιμες εποχές, όμως η ποίηση καλά κρατεί και το θέατρο επιβιώνει ακόμα και σε ακραίες πολεμικές συνθήκες, σε αποφράδες εποχές ελλείψεως στοιχειωδών ζωτικών αγαθών (ειδικά τότε – όπως έγινε στην πανδημία, στρεφόμαστε προς την ποίηση και το θέατρο προκειμένου να πούμε τα τελευταία μας λόγια ή για να βρούμε λύσεις στα πρακτικά, καθημερινά προβλήματα που σχετίζονται με την επιβίωσή μας, ως άτομα, ομάδες και ως είδος εν τέλει).
Αυτό που συνδέει την ποιητικότητα και την θεατρικότητα στην μετανεωτερική εποχή μας είναι η ανάγκη της επικοινωνίας, της έκφρασης των μύχιων, των ιερών, των μυστηρίων της ψυχής μας και της συμπαντικής πανανθρώπινης ψυχής.
Ως εκ τούτου ουδείς φόβος, ουδεμία αγωνία για την εξαφάνισή τους. Όσο υπάρχουν άνθρωποι… Ακόμα κι αν όλοι μαζί «ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς».
«Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια», οι άνθρωποι όχι. Τραγουδούν, ερμηνεύουν, υποδύονται και υποκρίνονται μέχρι τελικής …επί-πτώσεως.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας