Η θεατρική κριτική εγγύηση μετάβασης σε αχαρτογράφητες πολιτισμικές ζώνες
μεθοδευμένες και δομημένες σκέψεις από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει επικρατήσει μια σκόπιμη θολούρα, όπου κάθε τι θεωρείται θεμιτό και βαφτίζεται τέχνη. Όσο πιο ακαταλαβίστικο τόσο καλύτερα. Και σε αυτό δεν φταίει ο Ντεριντά με την αποδόμηση ούτε οι ντόπιοι εμπορικοί του αντιπρόσωποι, που καλύπτονται πίσω από τα επτά πέπλα των σοφολογιότατων γυναικών του Μολιέρου για να κρύψουν την συναισθηματική και γλωσσική τους ένδεια.
Ήδη από την εποχή του Ρουσσώ θρηνούμε την απολεσθείσα παρθενία του “Φυσικού ανθρώπου”, που αποκομμένος τελειωτικά από την Φύση καταναλώνει υλικά και πολιτισμικά αγαθά χωρίς καμία έγνοια για την αειφόρο ανάπτυξη και για την χρηστή διαχείριση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων.
Η φρενίτιδα των τεχνολογικών επαναστάσεων, η συμπαντική Αρμονία Ιφιγένεια στον βωμό του κέρδους, αναψηλαφήσεις σφυγμών που έχουν παγώσει προ πολλού και η Κβαντική Ρομποτική είναι προ των πυλών για να αλώσει και τα τελευταία οχυρά ενάντια σε μια βαρβαρότητα παντελώς άγνωστη και πρωτόφαντη.
Κι αν στις αρχές του εικοστού αιώνα ξέραμε περίπου πού βαδίζουμε κι αν στις αρχές της Αναγέννησης πλέαμε λίγο-πολύ σε γνωστά νερά που τα είχαν εξερευνήσει οι αρχαίοι, τώρα ακόμα και η πιο πλούσια φαντασία ωχριά μπροστά στον εσμό των ανακαλύψεων, των υβριδικών μετεξελίξεων πολιτισμικών προϊόντων που έχουν μεν τις ρίζες τους βαθιά στο Συλλογικό Ασυνείδητο κινδυνεύουν όμως να χαθούν για πάντα στο ομηρικό πέλαγος με τα μυθικά τέρατα που αντιπάλεψε ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Τουλάχιστον εμείς οι παλαιότεροι, κριτικοί, ποιητές και θεατράνθρωποι, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε επί σκηνής ιερά τέρατα, που δίδασκαν ήθος ακόμα κι όταν έτρωγαν στου Λεωνίδα μετά τις επιδαύρειες πρεμιέρες.
Εκείνοι οι καλλιτέχνες ήταν τόσο τελειομανείς που έμοιαζαν διαρκώς ανασφαλείς και δεν έδειχναν πως τα ξέρουν όλα. Το αντίθετο. Το ακριβώς αντίθετο. Ήταν προσγειωμένοι και δεν είχαν χάσει το μέτρο των πραγμάτων. Βεβαίως, υπήρχε και τότε η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, το θέατρο στο ραδιόφωνο, μα πάνω απ’ όλα εκείνοι οι κολοσσοί ιερουργούσαν με πλήρη συνείδηση του διονυσιακού μεγαλείου. Μετά το χειροκρότημα ξεφούσκωναν, ήταν σαν μπάλες σανού που τις σκορπάει ο αέρας (μα τι λέω για σανό, αφού οι περισσότεροι από εσάς δεν έχετε βρεθεί σε παραδοσιακό αλώνι;).
Εκείνοι οι άνθρωποι δεν δούλευαν για το μεροκάματο, ακόμα κι όταν έδιναν αυτή την εντύπωση. Ειδικά τότε. Εξελίσσονταν, έθεταν τον πήχη ολοένα και ψηλότερα. Παρ’ όλο που είχαν περάσει πείνες και στερήσεις στην Κατοχή, αλλά και μετά, δεν τσιγκουνεύονταν το σωστό ύφασμα που θα έδινε την πολυπόθητη “όψη” σε ένα θέαμα. Δεν τους έβλεπα να ξεκαρδίζονταν στα γέλια μετά την πρόβα στο Ηρώδειο, όπου ήμουνα υπεύθυνος των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων για δύο περιόδους (1997, 1998). Αποσύρονταν μέσα τους σαν άρρωστα ζωάκια που επιθυμούν να αναρρώσουν με αξιοπρέπεια από το ανίατο μικρόβιο της υψηλής Τέχνης του θεάτρου.
Τους θαύμαζα και τους βοηθούσα όσο μπορούσα, σε πρακτικά, τεχνικά ζητήματα, αλλά και σε καλλιτεχνικά, όταν ζητούσαν την γνώμη μου. Και οι έξυπνοι την ζητούσαν πάντα, γιατί ήξεραν πως πάντα μια διαφορετική προοπτική εμπλουτίζει τα επίπεδα της σκηνικής πράξης και χαρίζει στη δράση πρωτόγνωρες διαστάσεις.
Όσο μεγαλύτεροι οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι χορογράφοι, οι μουσικοί, οι ενδυματολόγοι, οι φωτιστές, οι μεταφραστές τόσο παίδευαν την κάθε λεπτομέρεια μέχρι την τελευταία στιγμή.
Και τότε είχανε φωνές. Δεν είχανε ανακαλυφθεί οι ψείρες. Οι λόγοι ήταν τρανταχτοί και τα φωνήεντα συναγωνίζονταν τα σύμφωνα να μην εγκαταλειφθούν άκριτα έξω από το έρκος των οδόντων.
Και οι μεταφραστές του αρχαίου δράματος ήξεραν αρχαία ελληνικά ισάξια με την νεοελληνική φιλολογική και λογοτεχνική αρματωσιά του. Γιατί ήταν ποιητές, όλοι τους. Μέχρι τον τελευταίο φροντιστή. Ήταν συντεχνία διονυσιακών μυστών, όπου ο καθένας ήξερε την θέση του και δεν εγκατέλειπε ποτέ το πόστο του.
Βεβαίως, παρατράγουδα συνέβαιναν και συμβαίνουν πάντα, όμως ήταν απείρως σπανιότερα από τα τωρινά σκάνδαλα και τις απαράδεκτες συμπεριφορές χειραγώγησης.
Η παράβαση καθήκοντος και η κατάχρηση εξουσίας μπορούσε να κάψει την οποιαδήποτε και τον οποιονδήποτε ανεπιστρεπτί.
Όμως ας μην υποκύψουμε στην κατά Ευάγγελον Παπανούτσον “αισιοδοξία της ανάμνησης” και λησμονήσουμε όλες τις νέες υγιείς και ρηξικέλευθες δυνάμεις του θεάτρου μας, που ετοιμάζονται να αλώσουν και άγνωστα υβριδικά είδη που θα γεννηθούν μέσα από την ένωση του τεχνολογικού Ηφαίστου και της παρθένας Αθηνάς-Σοφίας. Δεν πρόκειται για τερατογένεση, αλλά για μια μετεξέλιξη του Ερεχθέα σε παντεπόπτη οφθαλμό μέσα στα ερεβώδη βάθη της Συλλογικής Ανθρώπινης Ψυχής.
Ας γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου σε καθημερινή βάση, ας στηρίζουμε τους έχοντες χρείαν μαθημάτων και υποδειγμάτων, ας ενσαρκώσουμε για άλλη μια φορά ακόμα μια ένδοξη λογοτεχνική γενιά του 2020, του 2030, του 2040, του 2070. Είναι ο μόνος τρόπος να αξίζουμε να μας θυμούνται μέσα από τα έργα μας, το έργο μας το συλλογικό και το ατομικό.
Όλοι ψηφίδες είμαστε στο μωσαϊκό τού κόσμου. Κανείς σπουδαίος, κανείς τρανός, μεγάλοι όμως για το μέσα θαύμα, για την έξω εικόνα που γαληνεύει τους οφθαλμούς και ηρεμεί την βασανισμένη πανανθρώπινη καρδιά.
Να είμαστε πάλι και του χρόνου εδώ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά1, όλοι μαζί, για να τιμήσουμε το σημαντικό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό έργο που παράγεται στην Ελλάδα του σήμερα.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής
1Ομιλία μου σε βιντεοσκοπημένη εκδήλωση που θα διεξαχθεί την ερχόμενη Παρασκευή 26/3/2020, 2μμ και θα προβληθεί την αμέσως επομένη ημέρα για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας του Θεάτρου.
Εξαιρετικό κείμενο