από την
Αγγελική Κομποχόλη,
Φιλόλογο-Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1

O Nικόλας Κληρονόμος, γνωστός και καταξιωμένος ζωγράφος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Με ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο μας έχει δώσει εξαίρετα δείγματα της τέχνης του σε αθηναϊκές (και όχι μόνο) ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στο σχεδιασμό σκηνικών, κοστουμιών και φωτισμών για θεατρικές παραστάσεις, στη φιλοτέχνηση εξωφύλλων λογοτεχνικών και σχολικών βιβλίων, μουσικών εκδόσεων, προγραμμάτων και θεατρικών αφισών, αλλά και σε πολυάριθμες άλλες εικαστικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες που δικαιώνουν τη φήμη αλλά και το σεβασμό στο πρόσωπό του ως ενός από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς. Εξίσου πολύτιμη όμως είναι και η διδακτική του ενασχόληση, και ξέρουμε ότι ο ίδιος διδάσκει ως καθηγητής στην ιδιωτική και δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, κι επίσης ως συντονιστής σεμιναρίων σε Πολιτιστικούς οργανισμούς Δήμων ανά την Ελλάδα, και με αυτήν την ιδιότητα θα τον μνημονεύσω εδώ, με αφορμή την πολύ ωραία καλοκαιρινή έκθεση ζωγραφικής που παρουσιάσθηκε στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στην Ηλιούπολη, από μαθητές του Καλλιτεχνικού εργαστηρίου του Δήμου Ηλιουπόλεως που διευθύνει ο ίδιος. Μία έκθεση η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, θα σταθούμε όμως σε δύο.
Συγκεκριμένα, το πρώτο και αξιοπρόσεκτο κομμάτι της έκθεσης αφορά τον ίδιο τον θεματικό προσανατολισμό της, που δίνει έμφαση στον δημιουργό μεμονωμένα, στην προκειμένη περίπτωση τον σπουδαστή, επιτρέποντας στον θεατή να παρακολουθήσει κάθε ένα από τα στάδια που προηγείται της εικαστικής δημιουργίας, το προσχέδιο με άλλα λόγια της εικαστικής εργασίας, αλλά και την τελική της μορφή, την εξέλιξη δηλαδή της αισθητικής ματιάς κάθε μαθητή, όπως αυτή προκύπτει από τη μελέτη των σχεδιαστικών και ζωγραφικών τεχνικών πάνω στο Ελεύθερο Σχέδιο και στο Χρώμα. Επιπλέον, η έκθεση καινοτομεί και επιτρέπει στους τελειόφοιτους σπουδαστές του εργαστηρίου να παρουσιάσουν σε θεματικές ενότητες τις δημιουργίες τους (όπου κάθε θεματική αναπτύσσεται σαν μία μικρή ατομική έκθεση από τον κάθε μαθητή), έτσι ώστε να αποτυπώνεται με οπτική σαφήνεια όλη η εικαστική τους πορεία, αλλά κυρίως-το σπουδαιότερο-η σκέψη που εμφαίνεται πίσω από αυτήν, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα και την αυτονομία του καθενός ξεχωριστά. Σημαντική εδώ η συμβολή του δασκάλου, του Νικόλα Κληρονόμου, ο οποίος φανερά μυεί τους μαθητές του σε μία «αγωγή της αισθητικής», και αντίστροφα σε μία «αισθητική της αγωγής» (για να χρησιμοποιήσω αυτούς τους τόσο εύστοχους όρους μιας σημαντικής παιδαγωγού της σύγχρονης εικαστικής κουλτούρας, της Μάχης Κάνιστρα) κατορθώνοντας ο ίδιος με την ακτινοβολία της διδασκαλίας του και το αναμφισβήτητο εικαστικό του ταλέντο να μετατρέψει την παιδευτική διαδικασία σε τέχνη. Γεγονός που αντανακλάται στο άρτιο, αισθητικά, ύφος που αποπνέει η εικαστική έκφραση κάθε μαθητή.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά γενικότερα την σπουδαιότητα των συλλογικών εκθέσεων μαθητών εικαστικών εργαστηρίων, καθώς αυτές πέρα από μία απλή προβολή του ιδεατού στην πραγματικότητα συνιστούν εθνογραφική σπουδή κι ακριβή αποτύπωση της σύγχρονης ανθρωπολογικής ματιάς, αυτούσιας ή επεξεργασμένης, κι από την άποψη αυτή αποκτούν ξεχωριστή επιστημονική σημασία. Αν ο ναΐφ λαϊκός ζωγράφος γίνεται ο φορέας κι αποτυπωτής του πολιτισμού της εποχής του, κι από την άποψη αυτή μία πολύτιμη πηγή πληροφοριών από εθνολογικής απόψεως, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο λειτουργούν οι σημερινοί «ερασιτέχνες» ζωγράφοι μαθητές των εικαστικών εργαστηρίων, μέσα από την οπτική σημειολογία των συμβόλων τους, εκφραστές του πολιτισμού τους και του τρόπου που αυτός, σε συνέχειες, έχει αφομοιωθεί μέσα τους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτυπωμένο με εικαστική δύναμη και αισθητική χάρη στους πίνακες της Φώφης Μορφάκη, μιας από τις συμμετέχουσες σπουδάστριες της έκθεσης και πολύ αξιόλογης νέας δημιουργού, αφορά το ίδιο το λαϊκό αντικείμενο στην εικαστική του αναπαράσταση, είτε είναι ένα θυμιατήρι είτε είναι ένα κανάτι νερού ή ένα αγγείο λαδιού ή ένα απλό φθηνό κεραμικό βάζο λουλουδιών, από τα συνηθισμένα της διακόσμησης των αγροτικών νοικοκυριών των μέσων του προηγούμενου αιώνα. Φαίνεται με ενάργεια εδώ πως η ελληνική λαϊκή τέχνη, «αποκρυστάλλωμα μακραίωνης καλλιτεχνικής επεξεργασίας», σύμφωνα με την σπουδαία μουσειολόγο Πώπη Ζώρα, εμπεριέχοντας τις υποσυνείδητες μνήμες παλαιότερων εξελικτικών πολιτισμικών φάσεων υφέρπει με διαχρονική εμβέλεια στην καλλιτεχνική συνείδηση των σύγχρονων δημιουργών, δίνοντας με δύναμη τα σύμβολά της. Σύμβολα, σαφώς μετασχηματισμένα, που ωστόσο ακόμα κι όταν η φθορά του χρόνου τα έχει απογυμνώσει από το αρχικό τους περιεχόμενο, διατηρούν το μυστικό –συχνά μεταφυσικό τους- νόημα και το ιδιαίτερο σημειολογικό τους βάρος, δίνοντας τη δυνατότητα στον δημιουργό, συγκεκριμενοποιώντας τα οπτικά νοήματα που θέλει να μεταδώσει, να βγει από τα περιχαρακωμένα όρια του «εγώ» και να επικοινωνήσει με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ακόμα κι όταν αυτός είναι ο μοντέρνος, σύγχρονος, «προοδευμένος», κόσμος της απρόσωπης τεχνοκρατίας. Κι εκεί το παραδοσιακό βρίσκει τρόπους να διεισδύσει.