Αξιότιμες κυρίες, αξιότιμοι κύριοι,
Θα ήθελα να ξεκινήσω τη σύντομη αυτή παρέμβασή μου με μια προσωπική εμπειρία. Αυτό είναι άλλωστε απόλυτα συμβατό με την απλότητα και φιλικότητα και των υπόλοιπων προσκεκλημένων και της γενικότερης ατμόσφαιρας εδώ σε αυτόν τον όμορφο εξώστη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη θεωρία της πρόσληψης, κάθε ανάγνωση είναι κατ’ουσίαν μια ερμηνευτική πράξη, και η ερμηνεία οπωσδήποτε διέπεται από υποκειμενικότητα.
Κάποτε, λοιπόν, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, με ταλάνιζαν έντονα ποικίλα ερωτήματα που περιστρέφονταν γύρω από την ύπαρξη του ανθρώπου, την έννοια του χρόνου, το σύμπαν, την προσωπική μου σχέση ως ανθρώπου, αλλά και των υπόλοιπων ανθρώπων με τον χρόνο και με το σύμπαν. Συχνά-πυκνά κοίταζα τον ουρανό και προσπαθούσα να δω τι κρύβεται μέσα του και πίσω του. Μέρα και νύχτα. Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι ο χρόνος είναι αυτό που λέμε γραμμικός, ότι η γη μπορεί να είναι το επίκεντρο του σύμπαντος, ότι το σύμπαν έχει όρια και ότι εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε οι κυρίαρχοι των πάντων μέσα σε μια πραγματικότητα οργανωμένη από εμάς, που να είναι, συν τις άλλοις, και η μία και μοναδική! Ερωτήματα πολλά περνούσαν από το μυαλό μου, όπως λ.χ. «είναι αυτό που βλέπουμε αυτό που βλέπουμε;», «τι είναι το σύμπαν;» «πού σταματά το σύμπαν;», «υπάρχει κι άλλο σύμπαν μετά το δικό μας σύμπαν;» και, προπάντων, «τι είναι ο άνθρωπος;», «υπάρχουν κι άλλα είδη ‘ανθρώπων’, ίσως εξωγήινοι;», «τι είναι ζωή;», «τι είναι θάνατος», «πώς συνδέονται μεταξύ τους;».
Ήμουν ίσως 6-7 χρονών, και είμαι βέβαιος ότι όλοι μας κάναμε σε αυτή την ηλικία παρόμοιες σκέψεις. Ίσως να είναι η αθωότητα και η αγνότητα της ηλικίας αυτής που επιτρέπει περισσότερο απ’ότι σε ωριμότερες ηλικίες τις σκέψεις αυτές, φορτισμένες με έντονα συναισθήματα εσωτερικής αγωνίας και ταυτόχρονα χαράς για το άπειρο και άφταστο και την προσμονή της ζωής που απλώνεται μπροστά σου και φαντάζει ατέρμονη. Όλα αυτά όμως χάνονται λιγότερο ή περισσότερο όσο μεγαλώνεις, για λόγους ευνόητους, τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Μπούρα «Ατλαντίς» ήταν σαν να πάτησα ένα κουμπί και να ξαναγύρισα πίσω στα χρόνια αυτά των πρώτων έντονων υπαρξιακών ερωτημάτων μου. Ξύπνησαν ξανά. Απλώθηκαν μπροστά μου. Και, διαβάζοντάς το, άρχισα να θέτω από την αρχή τα ίδια ερωτήματα, αυτή τη φορά περισσότερο συνειδητά. Διότι το «Ατλαντίς» πραγματεύεται , μεταξύ άλλων, και ακριβώς αυτή την αδυναμία του ανθρώπινου νου να αντιληφθεί την πραγματικότητα και να τη συσχετίσει με το σύμπαν, τη γη, με αυτό που είμαστε και αυτό που είναι γύρω μας και αυτό που δεν είμαστε ή και δεν ξέρουμε αν είμαστε. Τι είναι πραγματικότητα, υπάρχει πραγματικότητα, ποια είναι τα όρια της πραγματικότητας; Άγχος κενού, πώς γίνεται η σύνδεση του ορατού με το αόρατο, του συνειδητού και του ασυνείδητου;
Και πόσο χαρούμενος είμαι που το «Ατλαντίς» μου έδωσε με απολαυστικό τρόπο απαντήσεις ή, τουλάχιστον, τροφή για σκέψη πάνω σε κάποια από αυτά τα ερωτήματα.
Μέσα από μια πληθωρική και γλαφυρή γραφή, η οποία αντικατοπτρίζει και την εξίσου πολυσχιδή προσωπικότητα του συγγραφέα του, το «Ατλαντίς» σε μεταφέρει σε έναν κόσμο ξεχωριστό, καθώς ο λόγος του ποιητή ενώνει όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτηματικά που βρίσκονται σκόρπια ή θαμμένα μέσα στο συνειδητό και το ασυνειδητό μας. Με εφαλτήριο τον αρχέγονο πλατωνικό- κατά την πλειοψηφία της ερευνητικής κοινότητας- μύθο της Ατλαντίδας, ο Κωνσταντίνος Μπούρας ανασύρει από μέσα μας τα πρωτογενή ερωτήματα αυτά και, όπως εγώ τουλάχιστον προσέλαβα, προτείνει απαντήσεις.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα πώς βοηθάει το «Ατλαντίς» προς αυτή την κατεύθυνση. Θα εστιάσω σε έναν άξονα του μυθιστορήματος που, κατ’εμένα, είναι, αν όχι κύριος, τουλάχιστον βασικός.
Η άλλοτε τέλεια Ατλαντίδα, επινοημένη ή μη, στο συλλογικό υποσυνείδητο της ανθρωπότητας συνδέεται με μια ουτοπία, έναν μυθικό χώρο! Εκεί, οι άνθρωποι ζούσαν καλά και πολύ, είχαν τεχνογνωσία, ταξίδευαν πολύ, είχαν τη δυνατότητα προβλέψεων, ακόμα και της ίδιας της καταστροφής τους. Ως ιδέα, είναι κάτι που μάγευε και συνεχίζει να μαγεύει το κοινό και, αφενός, δύναται να λειτουργεί ως φάρμακο και παρηγοριά για να διώξει κανείς τον καθημερινό πόνο. Ωστόσο, το «Ατλαντίς» του Κωνσταντίνου Μπούρα αποκαλύπτει και μια άλλη διάσταση της μυθ-ιστορίας: Η Ατλαντίδα λειτουργεί ως αλληγορικό σχήμα για τη σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία. Η επανειλημμένη καταστροφή ή βύθισή της οφείλεται σε ύβρι, καθώς η Ατλαντίδα ήθελε, με τη χρήση κάποιας μηχανής, να υπερβεί τα θεία όρια. Παραθέτω από το βιβλίο:
Εκείνο το δαιμονισμένο μηχάνημα έφταιγε. Τεράστιο. Τρύπαγε τον ουρανό, σαν δαγκάνα αστακού. Βλέπεις, βελονίζοντας ελεγχόμενα μια μαύρη τρύπα στην αστρική γειτονιά μας μπορείς να πάρεις άπειρη δωρεάν ενέργεια. (50-51)
Και:
Τέτοιους θορύβους έβγαζε το διαβολικό μηχάνημα πριν εκραγεί και γίνει στάχτη. Τότε ο θόλος του ουρανού ράγισε κι έπεσε στο κεφάλι μας. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε να μετράει ο χρόνος. (51)
Ως αλληγορία για τη σύγχρονη κοινωνία, η Ατλαντίδα υπαινίσσεται τον αντίστοιχο κίνδυνο που διατρέχει και ο κόσμος σήμερα. Επομένως, συνδέοντας τον μύθο με την πραγματικότητα, συμπεραίνουμε, σε μεταφορικό επίπεδο πάντοτε, αφενός την ατομική και συλλογική ευθύνη για τα γενόμενα του επιστητού και της ανθρωπότητας. Αφετέρου, σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο, καταλαβαίνουμε ότι το πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα σήμερα δεν είναι απαραίτητο να αντιστοιχεί και με την ουσία της ύπαρξης του κόσμου, την πρωτογενή της υπόσταση. Διότι, όπως ακούσαμε, από τη μοίρα της μυθικής Ατλαντίδας απορρέει, σύμφωνα με τον συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, ότι δεν υπήρχε χρόνος πριν την καταστροφή της και ότι δεν υπήρχε αυτό που βιώνουμε απόλυτα, το «άτομο» και το «εγώ». Διότι, στην ουσία, κι αυτό συνάδει με την Ατλαντίδα όπως ήταν πριν την καταστροφή της, «όλοι είμαστε ένα […] Όλοι δικοί μας είμαστε. ΈΝΑ. Σταγόνα στον ωκεανό της Σοφίας» (47 κ. 64), όπως λέει ο Κωνσταντίνος Μπούρας. Και η Ατλαντίδα, η «γη του συνειδητού ονειρέματος», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί ο ποιητής σε μια από τις συνεντεύξεις του για το βιβλίο, «η Ατλαντίδα κατέρρευσε από τη λατρεία του “εγώ”» (42), μέσα από το οποίο χάθηκε και η ενότητα με το σύμπαν και η κατανόησή του από τον άνθρωπο. Κι εδώ ανασκιρτά το παιδί μέσα μου που τώρα νιώθει ότι παίρνει κάποιες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματά του. Διότι, μέσα από το βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Μπούρας μάς προτρέπει να αφήσουμε την στενή προσκόλληση στην καθημερινή αντίληψη του κόσμου και να ενωθούμε με το συμπαντικό εαυτό μας. Και αυτό γίνεται μόνο αν συνειδητοποιήσει ο καθένας από εμάς ότι, σύμφωνα με τον ποιητή, είναι ο «ίδιος ένας ρυθμός, το απειροελάχιστο σπάραγμα μίας νότας στο μεγάλο Αρμόνιο του Σύμπαντος» (73), και αυτό να το αναζητούμε διαρκώς:
Ζήτα. Ζήτα και θα το βρεις. Όλα είναι εδώ κρυμμένα. Χωμένα σε άλλες ηπείρους, σε άλλες εποχές ίσως. (39)
Βασικός άξονας προσέγγισης αυτής της κατεύθυνσης συνιστά η αναζήτηση της αυτογνωσίας, σύμφωνα με τον ποιητή. Αυτή οδηγεί στη γνώση και μέσα από αυτή στη σταδιακή εύρεση της πολυπόθητης αλήθειας. Τι προτείνει ο συγγραφέας ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του σκοπού; Κατ’αρχήν, «μέμνησω», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος, δηλαδή, να θυμάσαι, η «θύμηση» που είναι βασική προϋπόθεση για την εύρεση απαντήσεων που οδηγούν στην αλήθεια. Και ο Κωνσταντίνος Μπούρας ανασύρει μέσα από το βυθό των δικών του γνώσεων, μέσα από το «Ατλαντίς», όλες τις απαραίτητες θυμίσεις αλλά και γνώσεις -γνώσεις που ξεπερνούν τις συμβατικές γνώσεις του δυτικού κόσμου- για να δοθούν ή έστω να υπαινιχθούν οι απαντήσεις στα βασικά υπαρξιακά ερωτήματά μας. Και, μέσα από αυτό, να καταπραϋνθεί ο υπαρξιακά ταλανισμένος αναγνώστης, προσφέροντάς του όραμα κι ελπίδα:
«Γιατί υπάρχουν πράγματα, Άμλετ, Σε γη και ουρανό, που η φιλοσοφία μας δεν τα φτάνει» (48), όπως χαρακτηριστικά λέει ο συγγραφέας στο «Ατλαντίς».
Η αυτογνωσία όμως απαιτεί πρωτίστως θέληση, το να θέλει κανείς να ενσκήψει και να είναι ανοιχτός σε άλλες φιλοσοφίες που θα μπορέσουν να βοηθήσουν να ενώσει κανείς μέσα του το θεατό και το αθέατο, να γεφυρώσει το μύθο και την πραγματικότητα. Αλλά, προπάντων, να αποδιώξει από μέσα του τον εγωισμό και την αυτολατρεία. Να προασπίσει και να προάγει την καλοσύνη. Μόνο καλοσύνη. Να διατηρήσουμε το παιδί μέσα μας και να αυτοσαρκαζόμαστε. Και να ανοίξουμε τους ορίζοντες αναζητώντας αυτή την αλήθεια, που θα μας ανεβάσει σε μια άλλη διάσταση, και μέσα από την εξερεύνηση όλων των θρησκειών και της μεταφυσικής. Αυτές είναι κάποιες από τις λύσεις που προτείνει ο Κωνσταντίνος Μπούρας μέσα από το «Ατλαντίς» του.
Το «Ατλαντίς», που κειμενοτυπολογικά είναι με την ευρύτερη έννοια ‘μυθιστόρημα’, όμως στην ουσία είναι ένας ποιητικά διανθισμένος δραματικός μονόλογος, είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Δεν συμπαρασύρει μόνο με τον ποιητικότητά του, την πολύ ενδιαφέρουσα θεματολογία του και την πολυεπιπεδικότητά του, αλλά, επίσης, διαβάζοντάς το ξεκουράζει την ψυχή του αναγνώστη. Είναι ένας ύμνος για τη ζωή που όχι μόνο διαβάζεται απολαυστικά αλλά, πάνω απ’όλα, προτείνει και απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Όπως ο ίδιος ο ποιητής πολύ περήφανα διαπιστώνει ότι είναι φιλαράκια με τον Πλάτωνα, τόσο περήφανος είμαι κι εγώ που έχω φίλο μου τον Κωνσταντίνο Μπούρα!
Σας ευχαριστώ πολύ, Κωνσταντίνε, και συγχαρητήρια! Καλοτάξιδο να είναι!