Από το 1994 μέχρι σήμερα κρατάει σταθερά τον τίτλο της αθόρυβης σημαντικής κυρίας των Ελληνικών μας Γραμμάτων.

 

Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

 

Ήδη από την πρώτη της ποιητική συλλογή «Έξοδος από τη νηνεμία» (1994), στο παρθενικό της πέταγμα στα αχανή και μέλανα λογοτεχνικά μας νερά, η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου με το διπλό διττώς συμβολικό επώνυμο και ηλιογέννητη και ζαχαροπλασμένη, αν και Ελένη δεν επιδεικνύει ουδεμίαν ναρκισσιστικήν ωραιοπάθειαν αλλά μιλά πάντα για το Άλλο, εκείνο που αναζητούν όλοι οι αυθεντικοί ποιητές, εκείνο το κλειδί που θα τους βυθίσει για πάντα στο «ωκεάνιο συναίσθημα» και θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στη συμπαντική «εστία» τους, στη μυθική «Ιθάκη».

Από αυτό το «πρωτόλειο» διαλέγω το ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Συμβολισμός» (από τη σελ. 14):

 

Συμβολισμός

 

            Εσύ κι εγώ,

            που αγαπηθήκαμε την Άνοιξη

            ημέρα των Παθών,

            ξανανταμώσαμε Φθινόπωρο,

            σ’ όρκο παντοτεινό.

            Τώρα, υπάρχω στο χειμώνα

            ένας άνθρωπος μόνος,

            που τον βαραίνει αδάκρυτη σιωπή.

            Μείνε κοντά μου·

            έχω μέσα στη θύελλα χαθεί.

            Στη σκοτεινιά του στήθους μου,

            θ’ αναγνωρίσεις το καρφί,

            από το βάθος της πληγής,

            θα νιώσεις πόσο έχω ηττηθεί.

            Τίποτα πια δεν μούχει μείνει·

            Όλα έχουν αθόρυβα χαθεί.

 

Αυτή η διπλή επανάληψη του ρήματος «χαθεί» [σε συνδυασμό με το ουσιαστικό «καρφί» με το ρήμα «ηττηθεί»] στο τέλος του στίχου δείχνουν πως καθόλου πρωτόλεια δεν μοιάζει αυτή η γραφή που ξεκινάει αμέσως με την ομολογία της μη παραίτησης από την καθομολογούμενη κι αναπότρεπτη ίσως ήττα. Οι άνθρωποι πάντα ηττώνται ερωτικώς, κανείς δεν έχει επιτύχει να παγώσει τη στιγμή κι οι όρκοι οι παντοτεινοί [με έψιλον γιώτα το –τι – από το ρήμα «τείνω» ενδεχομένως]… κι οι όρκοι οι παντοτινοί, λέγω, γίνονται καρφιά στο κεφάλι του ματαιωμένου.

 

Συνεχίζω αυτήν την μελισσουργικών απαιτήσεων περιπλάνησίν μου σε ένα ποιητικό σύμπαν τόσο πλούσιο που αδυνατώ να το εξαντλήσω μήτε σε μια σύντομη εισήγηση μήτε – φυσικά – σε ένα αναγκαστικώς πεπερασμένο σημείωμα… συνεχίζω με ένα ποίημα από την αμέσως επόμενη συλλογή της Ελένης Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου και την πρώτη από τις πάντα επιμελημένες κι άριστες αισθητικώς «Εκδόσεις των Φίλων». Από την «Αμοιβαία Μετάθεση» (ποιήματα σε δεύτερη έκδοση) οι ποιητικές μου κεραίες επιλέγουν να προσθαλασσωθώ στο ποίημα με τίτλο «Νίπτω τας χείρας» (από την σελίδα 25):

 

«Νίπτω τας χείρας»

 

            Προφανώς ήταν μια έντιμη κατάθεση,

            ή αποποίηση ευθυνών έναντι της ιστορίας,

            ίσως κι ένα τελεσίγραφο.

            Πριν λίγο, Του είχε δηλώσει με έξαψη:

            «Εμοί ου λαλείς;

            Ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω

            σταυρώσαι ή απολύσαι σε;»

            και η ιστορία τον είχε ακούσει…

 

            Βέβαια, ξέρω πώς καίγονται τα δευτερόλεπτα –

            βλέπω μέσ’ στον καθρέφτη την αιθάλη –

            και πως δεν θα υπάρξει χώρος μετά το χρόνο

            για το άρωμα των γιασεμιών,

            για το άγγιγμα του ρόδου·

            για τόσα συνωστισμένα συναισθήματα.

 

            Κορώνα-γράμματα λοιπόν!

            Κέρμα στριφτό στον άνεμο

            η τύχη του μέλλοντος

            και του συντελεσμένου χρόνου.

            Αρκεί κάποια στιγμή

            ν’ απουσιάσει η ευθύνη…

           

           

 

Και πως δεν θα υπάρξει χώρος μετά το χρόνο…Τι υπέροχος στίχος!!! Καίριος, αποτελεσματικός, εύστοχος, από εκείνους που δικαιώνουν τους πραγματικούς ποιητές. Εδώ δεν μιλάμε πια για πρωτόλειο αλλά για λεπταίσθητη παρηχητική ακροστιχίδα [συγχωρέστε μου τον νεολογισμό].

 

Και πάμε στο τρίτο της έκθεμα [και δεύτερο στην Βιβλιοθήκη που φιλοτεχνούν σαν μεταξοσκώληκες «Οι Εκδόσεις των Φίλων»]. Από το «Υφαίνοντας τον άνεμο» (Ποιήματα, δεύτερη έκδοση, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2005) επιλέγουμε δύο δείγματα, αφού πλησιάζουμε πια στην πλήρη ωριμότητα.

 

Το πέταλο (σελ. 25)

 

Είναι ένα πέταλο

            κρεμασμένο στον τοίχο.

            Θυμίζει δρόμο, καλπασμό,

            τη μουσική αρμονία της κίνησης.

            Σχήμα υποσχόμενο, κι ελλειπτικό·

            ανοιχτό στις εκδοχές…

            Ασυναίσθητα προσπαθείς να το στρογγυλέψεις·

            επιμένεις να το επινοείς

            στην τελειότητα του κύκλου.

 

            Είναι που αρνείσαι τα λειψά σχήματα,

            τα σήματα που εύκολα υπόσχονται,

            το ανέξοδο αναλγητικό της ελπίδας.

 

            Είναι που θέλεις ν’ αγνοείς,

            στην έλλειψη το αγώνισμα·

            στη στέρηση την προοπτική

            της αγιότητας·

            την απλότητα, που ευτυχεί στον μύθο.

 

            Είναι που πάλεψες πολύ

            στο σκληρό λόγο της γης,

            για να δεχτείς

            τον κύκλο, και το πέταλο και το μύθο.

           

Ποίηση καθαρά φιλοσοφική, σχεδόν μαθηματική, νοητικό επίτευγμα από τα λίγα, αφού μέσα στον γεωμετρημένο λόγο δεν παρεισφρέει καμία εκπαγλότητα, ουδεμία διαταραχή ή ανισορροπία. Όλα σοφά ζυγιασμένα και μελετημένα, ΔΟΜΗΜΕΝΑ [αυτή είναι η λέξη] ενάντια στις ευκολίες των μετανεωτερικών καιρών…

 

Από την ίδια συλλογή το ποίημα με τίτλο «Των ανέμων» (από τη σελ. 28):

 

Των ανέμων

 

            Θα σε θυμάμαι

            ράγισμα φθινοπωρινό

            στο υγρό πλακόστρωτο.

            Θα σε θυμάμαι.

            Έτσι καθώς έρχονται οι βροχές,

            ο άνεμος κάποτε παίρνει τις στέγες…

                       

            Στη θύελλα τότε

            αναζητούσα μια στέγη.

            Βρεγμένη ώς το κόκκαλο

            ντυνόμουν τα λασπωμένα φύλλα.

 

            Μια επινόηση γιορτής

            σημάδευε το κενό,

            σχηματοποιούσε το ανύπαρκτο –

            σκηνικό τής παραίσθησης.

 

            Στο παλιό υπόστεγο

            η φθορά τών ανέμων·

            ερημία υγρή στα λόγια τής θολής βροχής.

 

            Μια επινόηση γιορτής…

 

            Στη θύελλα τότε

            ζητούσα

            μοναχά μια σκεπή·

            το ρίγος μου

            ένα στεγνό πουκάμισο.

 

Θα έλεγες πως η ποιήτρια ερωτοτροπεί με τον Ρομαντισμό, όμως όχι! Ακολουθεί τα χνάρια και τους δρόμους της παλαιάς ποιήσεως για να μιλήσει για νωπούς καϋμούς με έναν τρόπο σχεδόν διαχρονικό κι ανεξάντλητο. Και τι πιο πρόσφορο από την ίδια την Φύση που προσφέρει τις εικόνες εκείνες και τα στοιχεία που γίνονται στοιχειά και βρικολακιάζουν στις αποκαρωμένες ψυχές, στις αποκαμωμένες από τη χαρμολύπη της ζωής και την αναζωογονητική αγωνία της ύπαρξης;

 

Ας πλεύσουμε τώρα στο τέταρτο πόνημά της με τίτλο «Χρόνος που επιστρέφει» και το οποίο παραπέμπει στην ορφική αντίληψη για την κυκλικότητα τού Χρόνου. Ας καταδυθούμε στο ποίημα «Εικόνες ακήρατες» από τη σελίδα 21:

 

Εικόνες ακήρατες

 

            Το σπίτι του παλιού καιρού,

            στον ίδιο τόπο ριζωμένο,

            σνάστροφα σε συναντά μες στον καιρό.

            Σου δείχνει την καρδιά του,

            την υγρασία στους τοίχους –

            δάκρυ απουσίας.

 

            Τα σπίτια τα παλιά,

            σφραγίδα μες στο χρόνο,

            γίνονται ξωτικά και σε γητεύουν·

            ανασταίνουν τις μητέρες,

            τ’ αφανισμένα δέντρα τού κήπου,

            τα ξάστερα γέλια τών παιδιών·

            χρόνια απ’ την αρχή,

            οριστικά τετελεσμένα εκεί,

            στην αργή μεταλλαγή,

            στο αβυσσαλέο βάθος τής ζωής.

 

            Το σπίτι τού παλιού καιρού

            μυστικά σού έγνεφε τότε:

            «φύλαξε αυτή την ομορφιά

            για τ’ άλλα χρόνια·

            θησαύρισε όλο το θάμβος μες στο βλέμμα·

            για να τη ζεις την ομορφιά

            και μέσα στο σκοτάδι.

 

            Ν’ αντέχεις τη ζωή, να γαληνεύεις.

            Κι εκστατικά να φεύγεις».

 

Μέσα σε αυτό το τετράστιχο συνοψίζεται ολάκερη η ποιητική φιλοσοφία της Ελένης Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου:

            χρόνια απ’ την αρχή,

            οριστικά τετελεσμένα εκεί,

            στην αργή μεταλλαγή,

            στο αβυσσαλέο βάθος τής ζωής.

Η λογοτέχνις αναζητά στην Ποίηση της στερέωση και παγίωση τού βιώματος, την εξασφάλιση της Μνημοσύνης, παρ’ όλο που καλώς γνωρίζει πως κάτι τέτοιο είναι και ανέφικτο κι ανεπιθύμητο μέσα στην αέναη ροή τού Χρόνου. Παρ’ όλα αυτά όμως προσπαθεί και συγκατανεύει στο ανεκλάλητο αρνούμενη να αποδεχθεί το μοιραίο. Κι αυτός ακριβώς ο τρόπος ζωής είναι εξ ορισμού και κατ’ αρχήν ποιητικός.

Και φτάνουμε στο πλέον πρόσφατο αλλά όχι και στο στερνό ελπίζω πόνημά της. «Βεβαιότητες που λιγοστεύουν» ο σαφής κι εύγλωττος τίτλος αυτής της πέμπτης κατά σειράν συλλογής. Διαλέγω «Το Γλυπτό» από τη σελίδα 21:

 

Το γλυπτό

 

            Επιστρέφεις

            αργή προσαρμογή

            στην «Ανάγκη».

Λάφυρο ισχνό,

της γης που αμφισβητείς,

πεινασμένος γι’ αλήθεια

υπάρχεις.

 

Σκύλος αποστεωμένος –

γλυπτό του Giacometti

βαδίζεις σκυφτός,

χαμένος στο δρόμο.

Υπάρχεις.

 

Φθορά, φθορά –

αξόδευτο παράπονο τής γης –

Οι απουσίες πληθαίνουν.

            Πάντα κάτι να μας πληγώνει.

 

            Κι εσύ

            άνοιξη οργιαστική

            «πού πας με τόση ομορφιά».

 

Η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου είναι σαν τις αρχαίες ποιήτριες: ιδιωτική και αυτάρκης στην παγκοσμιότητά της, πλήρης (όχι ακόμα ημερών) αλλά αισθήσεων, εμπειριών, βιωμάτων, αποθησαυρισμένων στιγμών, παγιωμένων αιτημάτων για αιώνια ευτυχία στο ακατάλυτο βασίλειο τών λέξεων. Την τιμούμε και την προσκυνούμε ευλαβικώς, ακήρατοι εμείς, ακήρατος κι αυτή, ως εικόνα από άλλους καιρούς, άλλα μήκη και πλάτη, εκεί όπου η ευγένεια σήμαινε κάτι ακόμα…

 

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

 

info:

http://www.biblionet.gr/author/4620/%CE%97%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85_-_%CE%96%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85,_%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B7