Το βιβλίο (που εκδόθηκε στον «Φαρφουλά» τού φίλου ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΡΑΒΟΛΑ το 2009) συστεγάζει δύο διασκευές μου για θέατρο σκιών.
Ο λόγος που αποφάσισα να συνδυάσω την Νέα Αττική Κωμωδία (με κύριο εκπρόσωπό της τον Μένανδρο) με το πανάρχαιο (ασιατικής προελεύσεως) θέατρο σκιών, είναι γιατί δουλεύοντας στο «Αμφιθέατρο» με τον αείμνηστο Σπύρο Αντίοχου Ευαγγελάτο πάνω στον «Ίωνα» του Ευριπίδη συνειδητοποίησα ότι «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη». Τα είδη, οι εποχές και οι άνθρωποι επικοινωνούν. Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία. Οι ιδέες (σύμφωνα και με τον Πλάτωνα) λειτουργούν για την Ανθρωπότητα ως υδροφόρος ορίζοντας, ως αιθερικό “cloud” ανεξίτηλα καταγεγραμμένων πληροφοριών.
Οι σύγχρονες (βραζιλιάνικες κυρίως) σαπουνόπερες, η commedia dell’Arte, o Γκολντόνι, ο Μολιέρος, ο Σαίξπηρ στα παιγνιώδη δράματά του, ο Πλαύτος κι ο Τερέντιος, ο Μένανδρος κι ο Αριστοφάνης βεβαίως «δανείζονται» και μεταβολίζουν δημιουργική μοτίβα, πρόσωπα, καταστάσεις, σχέσεις, φυγές και υπεκφυγές από τα όψιμα, τα ώριμα, τα αντισυμβατικά υβριδικά δράματα τού Ευριπίδη (Ελένη, Ίων, Άλκηστις).
Χαμένα παιδιά, βιασμοί υπό το φως τής σελήνης κατά την επίσκεψη σε κάποια σπηλιά (άντρον) με αφορμή γονιμολατρικές τελετές χαμένες πια στα βάθη τής παγανιστικής αρχαίας μαγικής αντίληψης τού κόσμου… παρεξηγήσεις, παρ’ ολίγον αιμομιξίες, αφηγηματικές ανατροπές παντός είδους, επεμβάσεις θείων τε ανθρωπίνων (κοσμικών) δυνάμεων… όλ’ αυτά ελλείψει… τεστ D.N.A. οδηγούσαν στη χαρά τού παραμυθά, αφού προσέφεραν άφθονο υλικό για τη λεγόμενη
«κωμωδία παρεξηγήσεων» που οδηγεί σε διάφορες τραγικωμικές ευπρόσδεκτες ανατροπές.
Η πολλαπλή χρήση τής «τραγικής ειρωνείας» μετατρέπεται σε κωμική ειρωνεία. Οι αλλεπάλληλες ανατροπές (ειδικά στον Ίωνα) όπου τα θέματα πατρότητας, μητρότητας κι ορφάνιας παίρνουν πολλαπλές μελοδραματικές ανατροπές, ο ποιητής φαίνεται σαν να κλείνει το μάτι στον επαρκή αναγνώστη-θεατή-ακροατή τού πεποικιλμένου και περίτεχνου λόγου του.
Φυσικά, κάτω από αυτή την διανοουμενίστικη εκκεντρικότητα (ανάλογη με την νεωτερικότητα και τον μοντερνισμό τού προηγουμένου αιώνα) υπάρχει και διευκολύνεται η πρώτη (επιφανειακή) ανάγνωση για το αμύητο κοινό, που παρακολουθεί τους δραματικούς αγώνες ελλείψει πανεπιστημίου, …τάμπλετ και ελεύθερης πρόσβασης στις βιβλιοθήκες (που ήταν ιδιωτικές, αποκλειστική πολυτέλεια των προνομιούχων πολιτών).
Έτσι, όπως και στο παραδοσιακό ανατολίτικο (ινδικό) θέατρο σκιών, στην αφήγηση ιστοριών, μύθων και άθλων από τους παραμυθάδες τής Ανατολής, που εντάσσονται στην προφορική παράδοση, όπως κι οι ραψωδοί, αλλά και οι πρώτοι ποιητές-μουσικοί-χορευτές (performer), το γραπτό, εκφερόμενο και παριστάμενο «κείμενο» λειτουργεί κατ’ αρχάς ως παραβολή με πολλαπλά υποστρώματα και άπειρα επίπεδα ανάγνωσης.
Παίρνοντας λοιπόν τη σωζόμενη αποσπασματικώς «Περικειρομένη» του Μενάνδρου, τη συμπλήρωσα με αποσπάσματα από άλλα σωζόμενα έργα του. Κι όλα αυτά τα πάντρεψα με το γνωστό σε όλους μας θέατρο σκιών (έτσι όπως το βιώσαμε οι άνω των εξήντα ετών σήμερα, αλλά και οι νεότεροι).
Έτσι λύνεται κι ένα πρόβλημα παραγωγής: η πολυπρόσωπη διανομή ελαχιστοποιείται, αφού ένα μέρος των δρώντων επί σκηνής προσώπων υποκαθίσταται από φιγούρες πίσω από την φωτισμένη σκηνή.
Εκτός όμως από την χρηματική οικονομία, επιτυγχάνεται τόσο σκηνική όσο και αφηγηματική οικονομία, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστο η πολυμορφία, η πολυπλοκότητα, η πολυσημία τού αρχικού κειμένου.
Συγκεκριμένα, κάτω από τις μάλλον απλοϊκές καταστάσεις που θυμίζουν κωμωδία τού ασπρόμαυρου νεοελληνικού κινηματογράφου, παρελαύνουν πρόσωπα και καταστάσεις μιας πολιτιστικής παγκοσμιότητας ανάλογης με αυτήν που βιώνουμε σήμερα στη σύγχρονη κρίσιμη, μεταβατική (και για άλλους «παρακμιακή») εποχή μας.
Όμως η ανθρώπινη περιπέτεια πάνω στη Γη είναι κυρίως πολιτισμική. Πόλεμοι, λοιμοί, λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, πυρ και μάχαιρες… πάντα συνέβαιναν από καταβολής κόσμου, αλλά ελπίζουμε να πάψουν να συμβαίνουν χάρη στην ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ στην οποία ασκούμεθα μέσω τής Τέχνης (προσομοιώσεως ζωής αληθινής, βιωμένης).
Η διαμεσολαβημένη εμπειρία που μεταδίδεται, μεταφέρεται και κοινωνείται δια της Λογοτεχνίας και της Τέχνης δεν είναι υποκατάστατο αλλά απαραίτητο συμπλήρωμα τής αληθούς, πραγματικής εμπειρίας (ατομικής και συλλογικής).
Έτσι λοιπόν μέσα από αυτά τα έργα οι συνήθεις αστοχίες, αδυναμίες, ελαττώματα τής ανθρώπινης φύσης, όπως εκδηλώνονται κάθε φορά στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση δημιουργούν μια συνθήκη ασφυκτική, εάν δεν υπήρχε η διά-σκέδασις, η ψυχ-αγωγία, η υπέρβαση τής καθημερινής χαρμολύπης μέσα από την αιθερική εξάσκηση σε άλλες (ελαφρώς τροποποιημένες) ευτοπίες ή δυστοπίες…
Ο Μένανδρος είναι τεχνίτης, μάστορας, όπως ο Σπαθάρης, ο Τσιφόρος, ο Σκαρίμπας…
Ακολουθεί το τελικό κείμενο τής αναδημιουργημένης αποσπασματικώς σωζομένης κωμωδίας τού Μενάνδρου:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
ΔΙΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ
(Από την «Περικειρομένη» του Μενάνδρου στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ)
ΑΘΗΝΑ 2001
C: Κωνσταντίνος Μπούρας
Σμολένσκι 22
114 72 Αθήνα
Η ΠΕΡΙΚΕΙΡΟΜΕΝΗ
(Αριστοφανίζουσα διασκευή της «Περικειρομένης» του Μενάνδρου)
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ
ΑΓΝΟΙΑ
ΣΩΣΙΑΣ
ΓΛΥΚΕΡΑ
ΔΩΡΙΔΑ
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ
ΔΑΟΣ
ΠΑΤΑΙΚΟΣ
ΜΥΡΡΙΝΗ
ΑΒΡΟΥΛΑ
ΣΚΗΝΙΚΟ: Μπερντές του Καραγκιόζη με τρία σπίτια: Το Πολέμωνα, της Μυρρίνης και του Πάταικου. Για κάθε κύριο πρόσωπο που εμφανίζεται επί σκηνής υπάρχει κι η αντίστοιχη φιγούρα του που κινείται πίσω από το μπερντέ. Μόνο η Μυρρίνη δεν έχει σκηνική εμφάνιση αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στη φιγούρα του μπερντέ.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ Α’
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Α την που….
ΣΩΣΙΑΣ: Μη! Μην το πεις! Μπορεί να είναι εταίρα αλλά όχι και που… Ας μάθουμε επιτέλους να ξεχωρίζουμε τα πράγματα. Άλλο η εταίρα που είναι μορφωμένη και παίζει λύρα και απαγγέλει Μελέαγρο και Κριναγόρα και Σαπφώ… Κι άλλο μία γυναίκα ελευθέριος επαγγελματίας. Επίσης κάτι διαφορετικό είναι μια εταίρα σπιτωμένη. Αυτή έχει μάτια μόνο για τον κύριό της κι αφέντη του σπιτιού της κι ας αναστενάζει πολλές φορές κρυφά για την ελευθερία που απολαμβάνουν οι άλλες συνέδελφοί της…
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Αναστενάζει… Ποιος αναστενάζει;
ΣΩΣΙΑΣ: Τρόπος του λέγειν βρε αδελφέ. Σχήμα λόγου.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Εγώ δεν ξέρω από άσχημα λόγια. Είμαι ένας τίμιος καραβανάς, πρώτος τρέχω στα συσίτια κι αλίμονό του σε εκείνον πυ θα τα βάλει μαζί μου.
ΣΩΣΙΑΣ: Ξέρω: νεκρός. Μην είναι αυτό το πτώμα του Μοσχίωνα που το πάνε τέσσερις;
(Στο μπερντέ περνάει μία κηδεία).
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μα εγώ ούτε που τον άγγιξα!
ΣΩΣΙΑΣ: Φαντάσου και να τον άγγιζες κιόλας. (Κατ’ ιδίαν). Ψευτοπαληκαρά μου! Τώρα θα σε φτιάξω εγώ.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μου ανέβηκε βέβαια το αίμα στο κεφάλι όταν τον είδα να φιλιέται γλυκά με τη Γλυκέρα μου και να της δίνει μάλιστα ραντεβού για αύριο…
(βλέπουμε στο μπερντέ τη σκηνή που περιγράφει)
… κι εκείνη να κλαίει που τον αποχωρίζεται και να λέει πως δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο και ότι θα ήθελε να κρατάει τα χέρια του όλη μέρα και όλη νύχτα να κοιμάται στα πόδια του κρεβατιού του σα δούλα, σα σκυλί… Και αηδίασα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μα δεν έκανα τίποτα. Σου το ορκίζομαι.
ΣΩΣΙΑΣ: Ναι, αλλά της έκοψες τις ωραίες της πλεξούδες. Την έκανες γουλί!
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Αυτό δεν είναι έγκλημα. Ιδιοκτησία δική μου είναι, πράγμα του σπιτιού μου και την κάνω ό,τι θέλω.
ΣΩΣΙΑΣ: Κάν’ το μου γραφτό να το στείλω στις φεμινίστριες να μη σε ξεπλένει… ούτε η Κασταλία Κρήνη!…Εγώ δεν ξέρω αν έκανες έγκλημα, ένα σου λέω: πρέπει να εξαφανιστείς από την πιάτσα για λίγο καιρό. Μην πέσεις πάνω στο παληκαράκι και γίνει κά’να κακό. Δεν πάμε στο εξοχικό σου, που έχουμε να πάμε πολύ καιρό, να ρίξουμε μια ματιά στα αμπέλια σου και να το ρίξουμε έξω με τους σέμπρους σου πίνοντας ροδίτη μαρκοπουλιώτικο;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Δεν είναι κι άσχημη ιδέα. Οι σέμπροι μου! Με κλέβουν κάθε χρόνο και πιο πολύ. Πρέπει να ελέγξω τα βαρέλια στο κατώι.
ΣΩΣΙΑΣ: Άσε που θα τους ζητήσουμε να σου προμηθεύσουν και καμιά μικρούλα… του γάλακτος.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Α πα πα πα πα! Και μετά θα θέλει αποκατάσταση. Καινούργιο μπελά δε βάζω στο κεφάλι μου.
ΣΩΣΙΑΣ: Καλά, όπως θέλεις. Πάντως καλό θα σου κάνει λίγος αέρας καθαρός. Πήγαινε εσύ μπροστά κι εγώ τρέχω στο σπίτι να πάρω ένα κρεμμύδι και ψωμοτύρι για το δρόμο.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Κι αν δεις την καλή μου να της πεις πως δε θ’ αργήσω να ξαναγυρίσω.
ΣΩΣΙΑΣ: Ποια, τη Γλυκέρα; Αν θέλει εκείνη να σε ξαναδεί.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μη μου λες τέτοια! Θα πέσω κάτω και θα κλαίω.
ΣΩΣΙΑΣ: (καθώς βγαίνει, κατ’ ιδίαν). Κατάλαβα… Παληκάρι της φακής ο δικός μου. Μα δε θα βρώ έναν αφέντη καθώς πρέπει να υπηρετήσω. Μπα φαίνεται ότι χάλασε το είδος. Δε βρίσκεις άντρες τη σήμερον ημέρα που να το λέει η περδικούλα τους.
ΣΚΗΝΗ Β’:
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μου πέφτει καλά η περούκα; Στο αριστερό αυτί με γαργαλάει.
ΔΩΡΙΔΑ: Κάνε κυρά μου υπομονή! Θα μεγαλώσουν γρήγορα τα ωραία σου ξανθά μαλλάκια.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Καστανά.
ΔΩΡΙΔΑ: Ξανθά με τη βαφή από την Ινδία.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ο θεός να την κάνει βαφή. Αργιλόχωμα και λασπουριά.
ΔΩΡΙΔΑ: Όχι καλέ! Να δεις πώς τη λένε…. Ξένα θαρρώ.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Χέννα, παιδί μου. Χέννα.
ΔΩΡΙΔΑ: Χέννα Ξέννα, δε ξέρω ‘γω από αυτά. Το μόνο που ξέρω είναι πως τη δουλειά της την κάνει καλά. Και το κεφλαάκι σου ήταν σαν κουκλάκι πριν πέσει το κακό στην κεφλαή σου κι ο αφέντης σου σε κάνει γουλί με το στρατιωτικό ξυράφι. Ο άκαρδος. Που να μην τον βρει η αυριανή.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μη! Τέτοιες κατάρες μην κάνεις: Παρόλα όσα μου έκανε τον αγαπώ!….
(Στο μπερντέ η φιγούρα της Δωρίδας μουτζώνει τη
φιγούρα της Γλυκέρας).
… Φταίω κι εγώ λιγάκι. Έπρεπε να κρατηθώ. Κι όχι να φιλήσω το παληκαράκι μέρα-μεσημέρι καταμεσής του δρόμου!
ΔΩΡΙΔΑ: Υπάρχουν άλλα μέρη κι άλλες ώρες για τέτοιες δουλειές: Ξέρω εγώ.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Δεν εννοούσα αυτό… Και δεν αμφιβάλλω εγώ ότι ξέρεις εσύ τη δουλειά σου. Προξενήτρα! Θα σε καταγγείλω στην εφορεία. Θα φωνάξω το Τμήμα Ηθών και Εθίμων. Πέντε τάλαρα μωρή αθεόφοβη πήρες για να προξενέψεις την Ασπασία στον Περικλή.
ΔΩΡΙΔΑ: Ναι, αλλά μου βγήκε το λάδι μέχρι να τα καταφέρω. Μάλλιασε η γλώσσα μου. Τρία παπούτσια έλιωσα στο σούρτα-φέρτα.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Γιατί; Τρία πόδια έχεις εσύ;
ΔΩΡΙΔΑ: Εξυπνάδες! Τρία ζευγάρια εννοώ.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα πώς; Εσύ τα ίδια φοράς από τότε που θυμάμαι τον κόσμο.
ΔΩΡΙΔΑ: Σχήμα λόγου ήτανε παιδί μου! Τρόπος του λέγειν. Τσιτάτο της δουλειάς. Κάθε επάγγελμα έχει και την ορολογία του.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μάλιστα! Απορώ πώς δεν γράφεις ένα οδηγό για νέες προξενήτρες: «Η τέχνη της ρουφιανιάς σε σαράντα πέντε μαθήματα»!
ΔΩΡΙΔΑ: Μα δεν ξέρω να γράφω η δόλια. Κι έπειτα να ξέρεις κυρά: εγώ δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν!
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ε, αν θέλουμε το πιστεύουμε.
ΔΩΡΙΔΑ: Τώρα με πληγώνεις. Εγώ δεν είμαι ρουφιάνα. Την αλήθεια λέω! Κι αν έσμιξα και μερικά ζευγαράκια, ε, θεϊκιά δουλειά ήτανε, μάρτυράς μου η Εκάτη! Κι εσύ αν ήθελες να μου αποκαλύψεις το μυστικό σου θα μπορούσα να σε βοηθήσω. Αλλά το κρατάς βαθιά κρυμμένο μέσα σου, σαν τάφος θολωτός των Μυκηνών. Πριν τον συλήσουν…
ΓΛΥΚΕΡΑ: Το μυστικό μου είναι από ‘κείνα που δε λέγονται. Θα εγκαταλείψω το βάναυσο αφέντη μου. Θα ζητήσω φιλοξενία στο σπίτι της Μυρρίνης. Τουλάχιστον μέχρι τα μαλλιά μου να μακρύνουν. Μέχρι τότε το πράγμα θα έχει δείξει.
ΔΩΡΙΔΑ: Στο σπίτι της Μυρρίνης;! Στο στόμα του λύκου! Στο προσκέφαλα του Μοσχίωνα. Α, κόρη μου, τούτη η κωμωδία κακό τέλος θέ νά ‘χει.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μη βλαστημάς. Έχε εμπιστοσύνη στον Ερμή, τον αγγελιαφόρο των θεών.
ΔΩΡΙΔΑ: Πώς να μην έχω; Την ίδια δουλειά κάνει κι αυτός με μένα. Όλες οι προξενήτρες πίνουν νερό στο όνομά του! Γιατί τα εξωσυζυγικά του Δία όλα αυτός τα κανονίζει. Μα πάμε να φύγουμε γιατί άλλος θεός νομίζω μα ήρθε εδώ «από μηχανής». Ας αποτραβηχτούμε.
ΣΚΗΝΗ Γ’
ΑΓΝΟΙΑ: Η Άγνοια είμαι, η θεά των δοκησίσοφων
των ημιμαθών, αυτών που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα
των κριτικών θεάτρου και λογοτεχνίας
-εξαιρούνται τα μέλη των επιτροπών επιχορηγήσεων
που πέρσι μας αδίκησαν, αλλά φέτος ελπίζουμε
να ρίξουν βλέμμα σπλαχνικό στο θίασό μας
κι έτσι να τελειώσει η κωμωδία μας ευχάριστα
κι αυτοί ‘θε νά ‘χουν, το υποσχόμαστε
από τον οβελία μας τα πιο καλά κοψίδια-
Τι έλεγα; Α, ναι… Στο προκείμενο.
Μια γριά γυναίκα βρήκε δύο μωρούλια παρατημένα
που σφάδαζαν στο κλάμμα και τα πήρε.
Μα ήτανε βρεγμένα και τους άλλαξε τις πάνες
Το ένα το θηλυκό το κράτησε για ψυχοκόρη
να έχει αποκούμπι στα γηρατειά της
το άλλο το αρσενικό το έδωσε σε μια πλούσια κυρά
που έκανε κρα να δει παιδί να κατουράει όρθιο
στην αυλή της όχι πολύ μακριά από ‘δω.
Τούτο θαρρώ είν’ το σπίτι της Μυρρίνης.
Έτσι έγιναν όπως σας τα λέω.
Κι όταν πέρασαν χρόνια και ζαμάνια
και ο κυρ-Πόλεμος ξύπνησε και ζήτησε
το μερτικό του από την πίτα των θεών
τότε τα αχ και βαχ στην Κόρινθο πήγαιναν σύννεφο
κι η γριά η καημένη φτώχυνε απότομα
-αν ο φτωχός φτωχαίνει πιο πολύ-
το κοράσι είχε μεγαλώσει, κοπέλα σαν τα κρύα τα
νερά
-την είδατε κι από μόνοι σας, ήταν εδώ πριν λίγο
κουρεμένη γουλί από τον ανεπρόκοπο
τον καραβανά που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα-
μαύρη η ώρα νά τανε. Αλλά τι περιμένεις;
Από την Κόρινθο είναι κι αυτός.
Και του τη δίνει η γριά να τη σπιτώσει
λέγοντας ψέματα και βάζοντας το χέρι στη φωτιά
πως ήταν τίμια, καθαρή, χωρίς παράσημα και προ
πάντων…κόρη της. Κι ο λιγούρης ο καραβανάς δεν
ήθελε και πολύ για να πιστέψει. Αλλά κόντευε το
τέλος της γριάς και δεν ήθελε να πάρει μαζί της το
μυστικό στον τάφο και το φανερώνει στο κορίτσι.
Γέλια χαρές εκείνη που ο αδελφός της ζούσε σε
πλουσιόσπιτο κι ήταν παληκάρι σαν κυπαρίσι ορθό
και θά ‘χε κάπου ν’ ακουμπήσει
γιατί από τον κρεμανταλά τον καραβανά
δεν περίμενε χαϊρι και προκοπή.
Για να μη σας τα πολυλογώ η γρια
είδε τα ραδίκια ανάποδα
κι ο στρατιώτης μετακόμισε σε αυτό εδώ το σπίτι
απέναντι από τον αδελφό της καλής του.
Βλέπετε τι παιχνίδια παίζει η μοίρα των ανθρώπων
βοηθώ κι εγώ η Άγνοια, δε λέω.
Η Γλυκέρα είναι ευτυχισμένη που μπορεί να βλέπει
κάθε μέρα τον αδελφό της να διασχίζει το δρόμο
βιαστικός κι άλλοτε στήνει αυτί και ενημερώνβεται για
τις μπερμπαντιές του και καμαρώνει για λογαριασμό
του λες και δεν είναι αυτή η αδελφή αλλά η μάνα του.
Μα η Τύχη δεν τα φέρνει πάντα όπως θέλουμε
και όπως θέλει ξετυλίγει το κουβάρι των ημερών μας
Του αδελφού έβραζε το αίμα του κι ένα βράδι
σούρουπο θά ‘ταν, την είδε εκεί στυλωμένη στην
πόρτα να τον κοιτάει, προκλητικά, καθώς του φάνηκε,
ίσια στα μάτια και χρόνο δε χάνει ο δικός σου
πηγαίνει ευθύς και την αγκαλιάζει.
Και η δικιά σου δεν αποτραβήχτηκε
δεν πήγε ο νους της στο κακό
Αλλά ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια
και πέρναγε ‘κείνη την ώρα ο αφεντικός της
και την είδε να σαλιαρίζει και τους άκουσε
να ανταλλάσσουν λόγια γλυκά με λιγωμένη φωνή
και άναψε ο ψευτοπαληκαράς και κόρωσε
και έκανε την άμοιρη γουλί.
Τ’ άλλα τα ξέρετε, μη σα κουράζω
Πάω κι αλλού να ανοίξω τα γκαβά
σε μια συνάθροιση, που συζητάνε μια υπόθεση
εξίσου σοβαρή. Όσο για σας φίλοι θεατές
νά ‘στε πάντα καλά και φωτισμένοι
από τον ήλιο της Γνώσης,
της ομοαίματης αδελφής μου. Γειααααααα!
ΣΚΗΝΗ Δ’
ΣΩΣΙΑΣ: «Μ’ έχει κουράσει το αφεντικό μου», θα έλεγε οποιοσδήποτε παράσιτος στον κόσμο. Μα εγώ έχω έναν λόγο παραπάνω: ο δικός μου είναι ακαταλόγιστος. Τη μία στιγμή βγάζει φωτιές από τ’ αυτιά, την άλλη ξεθυμαίνει από τον …… Τη μία κουρεύει την καλή του με την ψιλή γιατί άλλαξε κλεφτές ματιές με ένα νεαρό την άλλη πέφτει στο στρώμα και πλαντάζει ελπίζοντας να τον συγχωρήσει. Ουφ πια, βαρέθηκα. Κι εμείς ερωτευτήκαμε αλλά δεν τρελαθήκαμε. Πέσανε όλοι οι φίλοι πάνω του για να τον κάνουν να ξεσκάσει. Τίποτα αυτός. Αχ! βαχ! το βιολί βιολάκι, αμέτι μουχαμέντι να τον φέρουν δίπλα στην καλή του να πεθάνει απ’ τα γλυκά της τα φιλιά. Γλυκέρα, Γλυκέρα, πετιμέζι πολύ κουβαλεί τ’ όνομά σου. Ε, κάποια στιγμή, απ’ το πολύ κρασί, κουράστηκε και μ’ έστειλε εδώ να κατσκοπεύσω. Αλλά -τι βλέπω;- κίνηση πολλή έχει το σοκάκι μας. Ας κρυφτώ εδώ να κρυφακούσω.
ΔΩΡΙΔΑ: Κυρά μου κρύψου εσύ! Θα την κάμω εγώ καλά να σε δεχτεί και θα σε μπάσω απ’ το πίσω το πορτάκι. Μάτια θνητού να μη σε δουν να διασχίζεις τούτο το δρομάκι.
ΣΩΣΙΑΣ: Καλέ, τούτη είναι η Δωρίδα. Μοανούλι! Πώς έγινε; Μπουκιά και συχώριο. Και τι χερούλια! Τα έχει τα πιασίματά της. Δεν κακοπερνάνε, μου φαίνεται, εδώ. Μας ας μείνω καλά κρυμμένος, τίποτα μη μου ξεφύγει.
ΔΩΡΙΔΑ: Η συφφλογιάρα… με καραβανά πήγε και τά ‘μπλεξε. Δεν μπορεί να ξεφύγει παιδί μου κανείς από το ριζικό του. Δούλα είναι το καλύτερο επάγγελμα. Άλλοι φροντίζουν για σένα. Και δε χρειάζεσαι πολλές τσιριμόνιες για να πέσεις στο κοκό. Καταλαβαίνετε τι εννοώ, ελπίζω.
(Χτυπάει την πόρτα).
Καλέ, ανοίξτε εσείς εκεί μέσα. Άντε γρήγορα γιατί με πήρε η αντηλιά του μεσονυχτιού και θα μου το κλουβιάνει το κεφάλι. Τι λέω η τρελή; Στη Σκανδιναβία είμαστε; Καλέ!!! Ανοίχτε, που σας λέω!!! Που να σας πάρει… Ποιος ξέρει τι θα κάνουν. Όλο καβάλλα είναι οι άνθρωποι σ’ αυτή τη γειτονιά. Και μη μου πείτε πως εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια γιατί θα θυμώσω. Σκύλα κακιά θα γίνω και θα μπήξω τα δόντια μου στα ψαχνά σας. Αν σας έχουν μείνει ψαχνά από τη δίαιτα. Προσοχή στα χάπια αδυνατίσματος! Σκοτώνουν! Άσχετο αυτό. Αλλά κάτι πρέπει να πω κι εγώ για να σκοτώσω την ώρα μου. Αυτό για τα χάπια αδυνατίσματος το διάβασα στο «ντομινό». Όχι εγώ δηλαδή, η κυρά μου. Εγώ δεν ξέρω να διαβάζω. Κλαίγοντας με μαύρο δάκρι για τον καλό της -δεν κατάλαβα ποιον απ’ του δύο- το έριξε στο ξεφυλλητό… του περιοδικού. Αμ, κι εκείνος, ο κρεμανταλάς, ο ανεπρόκοπος, ο καραβανάς, μόλις του πουν πως πήγε να ζητήσει καταφύγιο στο σπίτι του τεκνού, ξύδι θα πιει και θα ταράξει τη γειτονιά με τις φοβέρες του.
(Στο μπερντέ ανοίγει η πόρτα του σπιτιού της Μυρρίνης
και βγαίνει μία φιγούρα).
Πήγαινε παιδί μου στην κυρά σου τη Μυρρίνη να της πεις πως η Γλυκέρα -η κοπέλλα η κουρεμένη γουλί, από απέναντι- ζητάει ακρόαση. Τι είναι η ακρόαση; Θέλει επειγόντως να τη δει αγράμματε. Άντε τσακίσου! Μπεκρούλιακα!
(Η φιγούρα του πορτιέρη φεύγει κι εμφανίζεται η Μυρρίνη,
ως φιγούρα του μπερντέ)
Μυρρίνη: (με τη φωνή του Καραγκιοζοπαίχτη) Καλέ, τι κάθεσαι εκεί και μονολογείς σαν παλαβιάρα μέσ’ τον ήλιο. Πέσ’ το γρήγορα γιατί θα φύγω. Έχω δουλειά.
ΔΩΡΙΔΑ: Ναι ξέρω… Έχεις αφήσει το στυλιάρι ξεκρέμαστο. Θα τα πω γρήγορα λοιπόν λοιπόν: η κυρά μου η Γλυκέρα ζητάει καταφύγιο στο σπίτι σου για να ξεφύγει από τη ζήλια του αφεντικού της.
Μυρρίνη: Μα είναι σωστό; Εγώ έχω γιο της παντρειάς. Τέλος πάντων! Ας μη χάνουμε καιρό. Πες της να κοπιάσει κι ό,τι θέλει να γίνει ας γίνει… (Χάνεται).
ΔΩΡΙΔΑ: Εξαφανίστηκε κιόλας. Σα να της είχανε βάλει νέφτι στο… Θου Κύριε μην ανοίξω τω στόματί μου… Κυρά, κυρά τρέχα να προλάβουμε την ευκαιρία που έχει φαϊ στη φωτιά και δεν προλαβαίνει να σκεφτεί.
(Την παίρνει με πολλές προφυλάξεις και κρύβοντας το κεφάλι
της Γλυκέρας στο στήθος της περνούν το δρόμο και χάνονται
στην πόρτα της Μυρρίνης που κλείνει με πάταγο. Στο μπερντέ
βγαίνει πίσω από το σπίτι της Μυρρίνης η φιγούρα του Δάου).
Δάος: (με τη φωνή του Καραγκιοζοπαίχτη). Καλέ, μπράβο η κυρά μου επιπολαιότητα! Κακά ξεμπερδέματα θα έχουμε με το Μοσχίωνα και τη Γλυκέρα κάτω από την ίδια σκεπή. Θα ξεκολλήσουμε τα κεραμίδια να μας πέσουν στο κεφάλι. Για όλα η Μυρρίνη φταίει! Αλλά, πού να σκεφτεί; Όλο ο νους της στο κοκό… Πού αλλού; Γυναίκες παιδί μου, γυναίκες. Μα ας κρυφτώ γιατί κάποιος βγαίνει από το σπίτι του Στρατηγού.
ΣΩΣΙΑΣ: Κόλπος θα τού ‘ρθει του παλιοκαραβανά. Πάει το θηλυκό. Ξεπόρτισε. Πέταξε το πουλί, πάει. Και τώρα ποιος το πιάνει! Τρέχω γρήγορα στην εξοχή να του προφτάσω τα κακά μαντάτα. Ή μάλλον δεν θα του πω τίποτα. Άσ’ τον να βράζει με το ζουμί του. Μπορεί να βγάλω κάποιο κέρδος απ’ όλα αυτά. (Βγαίνει).
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Έρχεται ο Μοσχίωνας με το Δάο. Στο μπερντέ κινούνται παράλληλα οι φιγούρες τους. Στην αρχή κινούνται ανάλογα. Έπειτα διαφοροποιούνται).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Καλά, αν μου είπες ψέματα θα μετρήσω την πλάτη σου με ξυλιές.
ΔΑΟΣ: Όχι αφεντικό. Προτιμώ το άλλο…. βασανιστήριο.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Τα χειρότερα εσένα σου αξίζουνε. Γιατί είσαι απατεώνας και δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο.
ΔΑΟΣ: Εγώ αφεντικό; Με αδικείς. Προσβάλλεις την τιμή μου.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ποια τιμή σου παιδί μου; Που…
ΔΑΟΣ: Σσσσσσστ! Μην τα λες και όλα! Ακούει τόσος κόσμος. (Δείχνει τους θεατές).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Δραχμοφονιά! Θα πουλούσες και τη μάνα σου ακόμα για μια πεντάρα. Αν είχες μάνα.
ΔΑΟΣ: (ψευτοκλαίει). Τώρα ξύνεις πληγές. Αν είχα μάνα δεν θα ήμουν τώρα εγώ να δέχομαι τις προσβολές σου. Αλλά να ξέρεις, είμαι από καλή γενιά εγώ και κάποια πλουσιοκυρία με άφησε έκθετο -μπορεί και η Ασπασία…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Σταμάτα τις μπούρδες! Αυτό το παραμύθι το έχω ακούσει χίλιες φορές. Όλα τα δουλικά τα ίδια αναμασάνε. Μα εσύ είσαι κομμάτι πιο φλύαρος. Και με τα ψέματά συ θα μπορούσες να ζαλίσεις ακόμα και τον Ερμή. Αλλά τώρα, αν ειδικά σ’ αυτό το θέμα που με καίει με γελάς…
Δάος: (μιλάει η φιγούρα του Δάου ενώ ο ηθοποιός που υποδύεται το ρόλο του ΔΑΟΥ εκφράζεται παντομιμικώς). Κρέμασέ με αν σου λέω ψέματα.
Μοσχίωνας: (η φιγούρα με τη φωνή του Καραγκιοζοπαίχτη, ο ηθοποιός εκφράζεται με παντομίμα). Μικρή ποινή για το ατόηπμά σου. Μπριζόλες θα σε κάνω και θα σε στείλω σε συσκευασία δώρου στους κανίβαλους τους Πέρσες.
Δάος: (η φιγούρα, ως άνω). Όχι, όχι αυτό, δεν θα το αντέξω. Να ήμουν αρτιμελής και υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα…
Μοσχίωνας: (η φιγούρα ως άνω). Πάψε αθεόφοβε. Προδότη της πατρίδας. Στην Αφρική θα σε στείλω, στα βάθη της Ανατολής να υπηρετείς ένα τέρας με χίλια καρφιά…
(Ο λόγος μεταφέρεται από τις φιγούρες στους ηθοποιούς).
ΔΑΟΣ: Φτάνει. Αν ψέματα σου λέω λογάριασέ με το χειρότερο εχθρό σου. Μα αν είναι αλήθεια όσα λέω και μέσ’ το σπίτι βρεις την κοπέλα και τη φιλήσεις, άνετα και με την ησυχία σου, όση ώρα θέλεις… Εμένα που τα κανόνισα όλα τούτα και μάλλιασε η γλώσσα μου και μεταχειρίστηκα όλα τα τετρίπια που κατέχει η τάξη των δούλων… Εμένα που στην έριξα σα σύκο ώριμο στην ποδιά σου… Και τη μάνα σου ακόμα έπεισα να τη δεχθεί στο σπίτι και να την περιποιηθεί όπως της αξίζει… Εμένα Μοσχίωνα πώς θα μ’ ανταμείψεις;
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Θα σου αλλάξω τη ζωή. Θα κάνεις την καλή σου. Δάε λέγε τώρα πώς θά ‘θελες να ζεις.
ΔΑΟΣ: Να σκεφτώ και θα σου πω.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Σκέψου γρήγορα! Τώρα που κυλάει… Το βρήκα! Μυλωνάς! Το πιο χρήσιμο επάγγελμα του κόσμου.
ΔΑΟΣ: Δηλαδή αλευρωμένος όλη την ημέρα. Όχι αφεντικό. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ε, τότε, να φροντίσω να πάρεις προμήθειες από τους Ολυμπιακούς αγώνες, να γίνει κάτι σαν…. αποθηκάριος στρατού, καταμετρητής του χρυσού στο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, εργολάβος…
ΔΑΟΣ: Όχι, όχι αφεντικό. Θα μπω στον πειρασμό να κλέψω -γιατί η ευκαιρία κάνει τους κλέφτες- και θα με κρεμάσουν.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Είδες πολλούς κρεμασμένους;
ΔΑΟΣ: Όχι αφεντικό. Προτμώ να πουλάω αγγουράκια στη λαϊκή, όμορφα και δροσερά. Όχι, πλούσιος δε θέλω να γίνω. Μικροαπατεώνας είμαι. Τι σχέση έχω εγώ με τα μεγάλα κόλπα;
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ε, τότε να σου αγοράσω δύο ρωσίδες, ή καλύτερα πολωνέζες -είναι πιο ξανθιές!- να τις εκμεταλλεύεσαι.
ΔΑΟΣ: Παλιοδουλειές! Εξάλλου…
(Η δράση μεταφέρεται στις φιγούρες του μπερντέ).
Δάος: Εξάλλου αφεντικό: It’s not my cup of tea.
Μοσχίωνας: Τα θέλεις όλα. Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Δάος: Την κοιλιά μου θέλω μόνο να γεμίζω. Να τρώω φασόλια και να αερίζω ελεύθερα. Άνοιξέ μου ένα τυροποωλείο στην Αθηνάς.
(Η δράση μεταφέρεται πάλι στους ηθοποιούς).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Κρίμα! Σε είχα για ανώτερες δουλειές. Τελοσπάντων. Θα σου ανοίξω αλλαντοπωλείο. Το κατώι γεμάτο είναι μυζήθρες και λουκάνικα -από τα πικάντικα, με φλούδα πορτοκάλι….
ΔΑΟΣ: Σώπα αφεντικό! Για το θεό. Μπες γρήγορα στο σπίτι να πάρεις εκείνη που ποθείς, να κάνεις γρήγορα το γλέντι, να φάμε κι εμείς κά’ να κοψίδι.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Σωστά μιλάς. Καθυστερούμε. Στήσαμε ολόκληρη κουβέντα ενώ η γλυκειά μου η Γλυκέρα περιμένει γλυκά να την αγκαλιάσω. Γλυκέρα: τ’ όνομά σου καρύδι με μέλι. Όχι, μέλι με καρύδια, θέλω να πω. Παλάβωσα. Το μυαλό μου πέταξε και πάει…Δεν ξέρω τι λέω…
ΔΑΟΣ: Τώρα μιλάς σωστά. Κι εκμεταλλεύσου την ευκαιρία πριν ο χιλίαρχος με το γελοίο το φτερό στο κράνος επιστρέψει. Τότε… χιαρέτα μου τον πλάτανο!
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ναι, εντάξει, αλλά μπες εσύ πρώτος. Τρέμω απ’ το φόβο μου. Μη φάω χυλόπιτα. Κάνε μου τον κατάσκοπο. Είναι μια δουλειά στην οποία κανείς δε σου παραβγαίνει.
ΔΑΟΣ: Σωστά μιλάς.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Εγώ θα λιώσω τις σόλες μου κόβοντας βόλτες έξω από το σπίτι, σαν άλογο πεισματικό.
ΔΑΟΣ: (κατ’ ιδίαν, μπαίνοντας στο σπίτι της Μυρρίνης). Μουλάρι, θα έλεγα. Μα τι να κάνω; Αυτό το αφεντικό μου έτυχε, θα το λουστώ.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Έπρεπε να το καταλάβω. Μου έφεξε. Κάποιος κομήτης ζύγιασε πάνω στη μοίρα μου την πλάστιγγα προς το μέρος τη ευτυχίας. Δεν τραβήχτηκε όταν καταπάνω της έτρεξα. Κι όταν το μάγουλό μου ζύγωσα στο χνουδάτο μάγουλο το δικό της -σαν ώριμο βερίκοκο- εκείνη δεν έκανε πίσω. Μα τη θεά Αθηνά δεν είμαι κι εγώ κά ‘νας αξύριστος. Και οι κοπέλες κάνουν χάζι τα λόγια τα ερωτικά που ξεστομίζω. Μα τούτο παραήτανε εύκολο και βιαστικό! Τέλος πάντων, μην τα πολυσκαλίζω. Την Αδράστεια ακόμα και οι θεοί προσκυνούν. Κι εγώ, ο ταπεινός, μπροστά της γονατίζω. (Γονατίζει).
ΔΑΟΣ: (βγαίνοντας). Καλέ, τι κάνεις εκεί; Το έριξες στις μετάνοιες και προσευχές; Δεν είναι η ώρα γι’ αυτάό. Αμάρτησε πρώτα και μετά θ’` αυτομαστιγωθείς.
(Η δράση μεταφέρεται στις φιγούρες).
Μοσχίωνας: (ενόσω αυτομαστιγώνεται). Mea culpa! Mea culpa! Mea culpa!
Δάος: Καλέ! Περίεργη τάξη οι αφέντες. Κυνηγιούνται από μνοι τους όταν δεν τους κυνηγάει κανείς. Ενώ εμείς αν κλέψουμε κά ‘να κουλούρι και δε μας πιάσουν το ξεχνάμε. Να δεις που κάποτε, μετά από αιώνες ένας ρώσος συγγραφέας θα γράψει το «‘Εγκλημα και Τιμωρία».
(Η δράση μεταφέρεται πάλι στους ηθοποιούς).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Μα πες μου γρήγορα τι έγινε.
ΔΑΟΣ: Το λουτρό της μόλις τέλειωσε, αφεντικό, ροδόνερο με άνθη λεμονιάς και τώρα φοράει ένα χιτώνα αραχνοϋφαντο που αφήνει πίσω της κύματα λεβάντας και σμήνη μελισσών αποπλανιούνται…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (λιώνει). Αγάπη μου.
ΔΑΟΣ: Μην πλησιάζεις αφεντικό! Άνθρωποι είμαστε κι εμείς. Και η μεν σαρξ πρόθυμη, το δε πνεύμα ασθενές…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Μα πες μου παρακάτω.
ΔΑΟΣ: Τι να σου πω; Ένας χαμός μέσα στο σπίτι. Η Μάνα σου πάει κι έρχεται και δίνει εντολές. Όσο για το φαϊ γουργουρίζει ερωτικά μέσ’ την τσουκάλα. Τρέχα γρήγορα στο σπίτι. Οι γυναίκες σε περιμένουνε κι ανησυχούν…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Καλά, δεν τους είπες ότι είμαι στο κατώφλι;
ΔΑΟΣ: Όχι. Μαρτυριάρης εγώ δεν είμαι.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ε, πήγαινε να τους το πεις. Σε διατάζω. Να δούμε πώς θα αντιδράσουνε.
ΔΑΟΣ: Καλά, πάω. Να δούμε πότε θα φάω.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Αχ, τι έχει να γίνει! Μόλις με δει να μπαίνω θα κατεβάσει τα μάτια και θα κοκκινίσει σαν παντζάρι από την κορυφή ώς τα νύχια. Εγώ θα κάνω ότι δεν καταλαβαίνω και θα τρέξω στη μάνα μου και θα την γεμίσω με φιλιά για να την καλοπιάσω. Όχι πολλές τσιριμόνιες βέβαια, γιατί δεν της αρέσουν. Αλλά πρέπει να την καλοπιάσω γιατί η υπόθεσή μου πήρε τόσο καλή τροπή, που μόνο κάποιος, ένας θεός των, ίσως ο Ερμής, θα έχει βάλει το χέρι του. Όμως κάποιος βγαίνει. Προσοχή! Η πόρτα τρίζει δαιμονισμένα. Θέλει λάδωμα. Ρουφάει περισσότερο λάδι κι από εκγυμναστή σε παλαίστρα! Μα τι τρέχει Δάε; Γιατί αυτά τα μούτρα τα κατεβασμένα; Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Πες μου γρήγορα, αλλιώτικα θα σου σπάσω τα μούτρα αφιλότιμε.
(Στο μπερντέ βέπουμε τη σκηνή που περιγράφει ο Δάος για
την συνομιλία του με τη Μυρρίνη).
ΔΑΟΣ: Ε, να, περίεργα πράγματα μα το Δία και όλους τους θεούς του Ολύμπου μαζί. Μόλις άκουσε η μάνα σου πως ήρθες «Τσιμουδιά!» μου λέει. «Κράτα το στόμα σου κλειστό κακομοίρη μου, αλλιώτικα δεν ξανατρώς απ’ το τσουκάλι μου. Μην τύχει και μάθει πως το κορίτσι είναι εδώ αλίμονό σου. Θα το κρύψω στο γυναικωνίτη το Γλυκεράκι». «Τώρα μάλιστα» της λέω. «Του τα πρόφτασα κιόλας κι απ’ τη χαρά του κοντεύει να κατουρηθεί». «Άντε χάσου από ‘δω ανεπρόκοπε» μού είπε «και μην ξαναπατήσεις το κατώφλι μου». Τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή. Μία τυρέμπορος στην αγορά, μία στην κλωτσοπατινάδα. Αλλά εσύ αφεντικό κρύψου. Γιατί θα ξεσπάσει επάνω σου όταν σε δει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Μ’ έπιασες κορόιδο ανόητε.
ΔΑΟΣ: Ανόητος εγώ; Η μάνα σου φταίει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Μα τις λες ηλίθιε; Εσύ δεν μου είπες πως μάλλιασε η γλώσσα σου να πείσεις τη μάνα μου να τη δεχτεί κι έκανες τ’ αδύνατα δυνατά για να πείσεις τη Γλυκέρα να ζητήσει φιλοξενία στο σπίτι μου;
ΔΑΟΣ: Είπα τέτοιο πράγμα εγώ; Τι να σου πω αφεντικό…Δεν το θυμάμαι. Και να το είπα, αέρας ήτανε και πάει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Θ’ αερίζεις πιο έυκολα όταν σου κάνω μαύρο τον πισινό….
ΔΑΟΣ: Μη αφεντικό, μη! Λυπήσου με. Το ψωμάκι μου ήθελα να βγάλω κι εγώ. Τίποτ’ άλλο.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Κοροϊδεύοντάς με; Δεν βρήκες τίποτα καλύτερο για να κερδίσεις το ψωμάκι σου. Κουνήσου τώρα. Πάρε τα πόδια σου. Φεύγουμε από ‘δω. Θα σε τιμωρήσω αυστηρά, αργότερα.
ΔΑΟΣ: Για πού το βάλαμε αφεντικό; Δεν πάω που θενά. Δε με σηκώνουν τα πόδια μου. Να, εδώ θα πέσω κάτω και θα πεθάνω από ασιτία. Αλλά, για στάσου! Σκέφτηκα! Μήπως η μάνα σου δεν ήθελε να μάθεις για τον ερχομό της Γλυκέρας πριν σε ψαρέψει για τα αισθήματά σου κι αν έχεις καλό σκοπό για την κοπέλα;
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Βρε, βρε! Δεν το σκέφτηκα. Τώρα κάτι αρχίζεις να λες. Προχώρησε το συλλογισμό σου! Πρέπει να σε δέρνω αλιτήριε για να παίρνει μπροστά το μυαλό σου;
ΔΑΟΣ: (έχοντας πάρει θάρρος). Μα βέβαια, αυτό είναι. Το ότι έφυγε από το σπίτι της και ζήτησε καταφύγιο στο δικό σου σημαίνει κάτι. Αν δείξεις εσύ ότι δεν πολυνοιάζεσαι και λείψεις δυο-τρεις-τέσσερις μέρες από ‘δω, θα δεις πώς θα σου παραδοθεί και θα σου φανερώσει τα αισθήματά της και θα σε παρακαλάει μάλιστα να τη δεχτείς στην αγκάλη σου.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ααααααααααααχ!
ΔΑΟΣ: Προχτές μάλιστα με ρώταγε «πώς να του δείξω Δάε, πες μου, την αγάπη μου;». «Άμα τον δεις στο δρόμο να έρχεται καταπάνω σου με σκοπό να σε φιλήσει, μην αντισταθείς! » τη συμβούλεψα, «γιατί έχει καλό σκοπό». Και εσένα σε συμβούλεψα αντίθετα να την πλησιάσεις με θάρρος και να τη φιλήσεις. Καλά, εσένα δε δυσκολεύτηκα και πολύ να σε πείσω. Αλλά με αυτήν…. μάλλιασε η γλώσσα μου. Αλλά έγιναν όλα όπως τα είχα σχεδιάσει. Τώρα, γιατί δε με πιστεύεις;
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Καλά, θ’ αναβάλλω την τιμωρία για λίγο καιρό μέχρι να δω πού θα βγάλει αυτή η ιστορία.
ΔΑΟΣ: Έτσι να κάνεις αφεντικό. Και τώρα μακριά από ‘δω. Και μη φανείς για τρεις-τέσσερις μέρες.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Αχ, τι θα κάνω εγώ με σένα! Μία στα ύψη μ’ ανεβάζεις και μία στην Κόλαση με πας. Άντε τώρα να πάρω πάλι τους δρόμους στα καλά-καθούμενα. Τέλος πάντων. Θα κάνω τα ξινά γλυκά. Τι να κάνω; Αγάλια-αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
ΔΑΟΣ: Έτσι να κάνεις αφεντικό. Έτσι είναι το σωστό, το πρέπον.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Μα μη νομίζεις πως θα γλιτώσεις την τιμωρία κακομοίρη μου! (Σκέφτεται).
(Η φιγούρα του Μοσχίωνα στο μπερντέ κάνει ότι σκέφτεται.
Τον σκουντάει η φιγούρα του Δάου).
ΔΑΟΣ: (Χτυπάει με το δάχτυλο την πλάτη του σκεπτόμενου Μοσχίωνα). Εεεεε, τι έγινε;
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ε, λοιπόν, δεν πάω πουθενά. Δεν κρατιέμαι. Θα κόψω την άλυσσο. Θα μπω μέσα στο σπίτι κι ό,τι θέλει ας γίνει.
ΔΑΟΣ: Αυτό ετοιμαζόμουνα κι εγώ να σου πω. Να σε συμβουλέψω.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Τι λες; Εσύ τώρα δε μου έλεγες να φύγω, να λείψω δυο-τρεις μέρες, τέσσερις;
ΔΑΟΣ: Όμως μετά κάτι σκέφτηκα.
(Στο μπερντέ η φιγούρα του Μοσχίωνα κάνει να δείρει τη
φιγούρα του Δάου).
ΔΑΟΣ: Καλά, την ώρα που σκεφτόσουνα διάβασα τη σκέψη σου, έχω τηλεπάθεια ξέρεις και σκέφτηκα ότι αν μου έδινες ένα πουγκί χρυσά νομίσματα, με το Φίλιππο της Μακεδονίας πάνω, ξέρεις… Κάτι θα μπορούσα -ίσως- να καταφέρω.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Με το «κάτι» και το «ίσως» δε βγάζεις αμοιβή. Λέγε το σχέδιό σου.
ΔΑΟΣ: Ε, να, κύριε…Και μη με δείρεις! Όλες οι γυναίκες ίδιες είναι. Μόλις η Γλυκέρα σου ακούσει το θόρυβο το γλυκό που κάνουν τα νομίσματα στο σακούλι θα υποκύψει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ; Η δική μου η Γλυκέρα δεν είναι τέτοια.
ΔΑΟΣ: Ναι, ξέρω. Πάντα των άλλων είναι, ποτέ η δικιά μας. Γι’ αυτό λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Τέλος πάντων! Κάνε ό,τι θες. Πάρε το πουγκί μου, πάρε την ψυχή μου. Κάνε με ό,τι θες. Φτάνει στον έρωτά μου αυτόν να υποκύψω.
ΔΑΟΣ: Δώσμου το πουγκί σου και τ’ άλλα κράτα τα για την καλή σου.
(Ο Μοσχίωνας δίνει το πουγκί του στο Δάο με δισταγμό. Οι
φιγούρες στο μπερντέ του μιμούνται υπερβάλλοντας το
δισταγμό).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Τέλος πάντων. Κι ας ελπίσουμε ότι θα έχει τέλος καλό αυτή η ιστορία.
ΔΑΟΣ: Ευχαριστώ. Και σε καλή μεριά. Άκουσέ με τώρα: μπες μέσα στο σπίτι και λούσου, αρωματίσου, άλειψε το κορμί σου με το πιο μεθυστικό λάδι της αραβίας, όπως τότε που γυρόφερνες εκείνον τον ευπατρίδη κι όλη τη μέρα -πού σε χάνω πού σε βρίσκω- στην παλαίστρα πέρναγες τη μέρα σου. Και τη νύχτα ξημεροβραδιαζόσουνα στα συμπόσια, όπου ο καλός σου ήταν καλεσμένος.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Πάνε αυτά τώρα. Περασμένα-ξεχασμένα. Τη Γλυκέρα τώρα πεθυμώ κι ορέγομαι…
ΔΑΟΣ: Καλά, καλά, ξέρω… Μπες τώρα γρήγορα στο σπίτι γιατί κάποιον βλέπω να έρχεται προς τα εδώ και θέλω να κατασκοπεύσω τι θα πει και τι θα κάνει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Καλά, πηγαίνω. Και πρόσεξε μην κάνεις καμιά γκάφα -από αυτές που συνηθίζεις εσύ- και πάνε στα σχέδιά μας στο βρόντο.
ΔΑΟΣ: Καλά, μπες εσύ στο σπίτι και θα κρυφτώ εγώ στη γωνία να παραφυλάω.
(Ο ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ μπαίνει στο σπίτι, ο ΔΑΟΣ μόλις που
προλαβαίνει να κρυφτεί στη γωνία κι εμφανίζεται ο ΣΩΣΙΑΣ
ντυμένος με την πανοπλία του Πολέμωνα, με χλαμύδα, με
σπαθί και με το κράνος με το φτερό).
ΣΩΣΙΑΣ: Κοίτα κατάντια! Δείτε μασκαριλίκι.. Με το σπαθί και τη χλαμύδα και το κράνος με το φτερό του παγωνιού, λες και πηγαίνω στη μάχη. Με έστειλε ο παλικαράς να δω τι γίνεται στο σπίτι. Και μ’ έντυσε έτσι για να νομίσουν όλοι ότι γύρισε, ενώ αυτός πλαντάζει από το κλάμα στο κρεβάτι. Τι να κάνω τώρα εγώ; Να του πω ότι τη βρήκα μέσα στο σπίτι με το λεγάμενο να τινάζουν την αχλαδιά; Όχι, δεν θα του πω τίποτα. Τον λυπάμαι τον καημένο. Δεν έχω δει άνθρωπο τόσο ερωτοχτυπημένο. Ας μπούμε γρήγορα στο σπίτι, μη μας δει κανείς με τούτο το μασκάρεμα.
ΔΩΡΙΔΑ: (που βγαίνει ‘κείνη την ώρα από το σπίτι της Μυρρίνης). Καλέ, τι ήτανε τούτο; Πουλάκια κάνουν τα μάτια μου; Γύρισε ο στρατιώτης από την εξοχή και τώρα ποιος τον πιάνει! Και είναι εξοπλισμένος σαν αστακός. Βάι-βάι, μεγάλη φασαρία θα γίνει σήμερα και πρέπει να κρυφτώ μην πέσει στο δικό μου το κεφάλι η φουρτούνα.
ΣΩΣΙΑΣ: (βγαίνει από το σπίτι μιλώντας κατ’ ιδίαν). Ας παίξω λίγο θέατρο. (Δυνατά). Αλίμονό του σε όποιον απήγαγε την κοπέλα από το σπίτι. (Κατ’ ιδίαν). Καλά τα πάω. Πρέπει να δικαιολογήσω τα χρυσά που μου έδωσε ο αφεντικός μου.
ΔΩΡΙΔΑ: (κατ’ ιδίαν). Νά ‘τηνε η καταιγίδα. Ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι το φανταζόμουν. Ας κρυφτώ.
ΣΩΣΙΑΣ: (δυνατά). Ή μήπως η Γλυκέρα κλέφτηκε με το Μοσχίωνα και μας έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια;
ΔΩΡΙΔΑ: (κρυμμένη). Καλέ, ούτε μάντης να ήτανε. Κι εγώ τον πέρναγα για κουτορνίθι! Μμμμ! νοστιμούλα είναι όπως βαδίζει έτισ με την πανοπλία προς την πόρτα της Μυρρίνης. Νομίζω πως θα ερωτευτώ κι εγώ. Κι όταν εγώ ερωτεύομαι δεν κάνω τσιριμόνιες. Δε θέλω παρακάλια εγώ!
(παρακολουθούμε την επόμενη σκηνή παράλληλα και στο
μπερντέ: ο Σωσίας χτυπάει την πόρτα της Μυρρίνης, ο Δάος
βγάζει το κεφάλι του).
ΣΩΣΙΑΣ: Την πόρτα χτυπώ και ξαναχτυπώ. Ε, νοικοκυραίοι!
ΔΑΟΣ: Τις κρούει την θύραν; Ααααα! Καλέ, εσύ είσαι ξπλισμένος! Τι έγινε; Ήρθαν οι Πέρσες στα στενά του Μαραθώνα και μας τελείωσαν οι τριακόσιοι;
ΣΩΣΙΑΣ: Πολλά λες! Απάντα μόνο σ’ ό,τι σε ρωτάω. Είσαι του σπιτιού; Εδώ δουλεύεις;
ΔΑΟΣ: Μπορεί. Ποιος ξέρεις; Ίσως. Κι εσένα το σε κόφτει;
ΣΩΣΙΑΣ: Με κόφτει και με παρακόφτει. Που απαγάγατε την κυρά μου, την φιμώσατε, τη………………… Όχι, γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος. Και την κρατάτε, ελεύθερη γυναίκα, με τη βία, σε ξένο σπίτι, δεμένη χειροπόδαρα και φιμωμένη!
ΔΩΡΙΔΑ: (κατ’ ιδίαν). Ε, όχι κι έτσι! Αλλά για να τού ‘ρχονται τέτοιες ιδέες φαντάσου τι θύελλα είναι ο ίδιος στο κρεβάτι! Φτου! φτου! να φτύσω τον κόρφο μου. Μακριά από μας.
ΣΩΣΙΑΣ: Και τι νομίζετε; Πως εμείς δεν είμαστε άντρες; Πως έχετε να κάνετε με γυναικόπαιδα; Σας γελάσανε.
ΔΑΟΣ: Μμμμ. Μαγκιά, (μπιπ) εξάτμιση κι ο (μπιπ) φινιστρίνι. Κατά το δούλο κι ο αφεντικός.
ΣΩΣΙΑΣ: Ακούς Ηρακλή μου; Μας προσβάλλουν. (Σε άλλο τόνο). Τελικά, εδώ την κρατάτε;
ΔΑΟΣ: Άσε με ήσυχο σου λέω. Δεν είναι κανείς εδώ.
ΣΩΣΙΑΣ: Μού φαίνεται πας γυρεύοντας και για άλλες ξυλιές στο κορμί σου το αργασμένο. Αυτό το κάστρο θα γίνει με τη μια δικό μας. Πες του Μοσχίωνα ν’ αρματωθεί. Ο πόλεμος στην Τροία δε θα γίνει. Μα τι λέω;
ΔΑΟΣ: Καλέ, τι λόγια είν’ αυτά; Πώς σας μπήκαν τέτοιες ζουρλές ιδέες στο κεφάλι; Είναι δυνατόν να τό χουμε εμείς το θηλυκό σπιτωμένο;
(Η φιγούρα του Δάου απαντά στον ηθοποιό Δάο).
Δάος: Αν είναι λέει!
ΣΩΣΙΑΣ: Καλά, τους χούλιγκαν όλους θα μαζέψουμε…
(Η φιγούρα του Σωσία συμπληρώνει από το μπερντέ).
Σωσίας: Τους βουτυρομπεμπέδες, τους φίλους του Πολέμωνα.
ΣΩΣΙΑΣ: …και το σπίτι θα σας το κάνουμε γυαλιά-καρφιά. Να άθεις να μας λες ρεμπεσκέδες και χαμένα κορμιά.
ΔΑΟΣ: Καλέ, εγώ αστεία το έλεγα, χαριτολογώντας σε μια συντροφιά. Εσάς όμως ποιος σας το πρόφτασε;
ΣΩΣΙΑΣ: Τι περιμένεις παιδί μου; Άνθρωποι της πόλης που ξημεροβραδιάζονται στα συμπόσια και στις παλαίστρες. Όλο με το «σεις» και με το «σας» κι από πόλεμο τίποτα. Α, ρε να ξανάρχονταν οι Πέρσες! Ένα «φου» να σας κάνουνε θα πέσετε κάτω.
ΔΑΟΣ: Αφού δεν είναι εδώ σου λέω. Δεν την έχουμε εμείς.
ΣΩΣΙΑΣ: Κοίτα καημένε μου μη βγάλω το σπαθί.
ΔΑΟΣ: Βρε δε μας παρατάς. Κουράστηκα. Όλο λόγια, λόγια κι από πράξη τίποτα. Εγώ φεύγω.
(Ο ΔΑΟΣ κλείνει την πόρτα κατάμουτρα του ΣΩΣΙΑ. Οι
αντίστοιχες φιγούρες στο μπερντέ τους μιμούνται).
ΔΩΡΙΔΑ: (βγαίνοντας απ’ την κρυψώνα της). Σωσίαααα……παληκάρι της φκαής….για κάμ του δώθε να σου πω!
ΣΩΣΙΑΣ: Κρατήσου μακριά μωρή Μαινάδα, μη σου….
ΔΩΡΙΔΑ: Τι; Για πέστο αν τολμάς. Αν έχεις ψυχή. Τρομάρα σου! Πού να τη βρεις; Έτσι είστε όλοι οι άντρες: τρέχετε πίσω απ’ τα φουστάνια μιας γυναίκας, μην τύχει και σας απατήσει. Κι αν απ’ το μυαλό σας περάσει κάποια τέτοια υποψία λιώνετε απ’ το κλάμα σα μωρά παιδιά.
ΣΩΣΙΑΣ: Δωρίδα παραφέρεσαι. Μην το παρατραβάς το σκοινί γιατί θά ‘σαι η πρώτη που θα βρει το μπελά της. Γιατί οσμίζομαι βέβαια -είμαι λαγωνικό εγώ!- πως δικό σου έργο είν’ όλα τούτα.
ΔΩΡΙΔΑ: Τις λες καλέ; Εγώ; Να με κάψει ο θεός αν λέω ψέματα. Μόνη της ήρθε η κοπέλα και ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι.
ΣΩΣΙΑΣ: Στη φωλιά του λύκου; Ας γελάσω. Ούτε η Κοκκινοσκουφίτσα νά ‘τανε. Καλέ, σε ποιον τα πουλάς αυτά;
(Παίρνει το λόγο η φιγούρα του Σωσία στο μπερντέ).
Σωσίας: Μωρ’ εγώ παρασύρθηκα απ’ το θέατρο που παίζω και κοντεύω να ξεχάσω την αλήθεια που την άκουσα με τα ίδια μου τα μάτια!
ΔΩΡΙΔΑ: Ναι, σου λέω. Η Γλυκέρα ζήτησε κλαίγοντας καταφύγιο από το ζηλιάρη τον αφεντικό της και η Μυρρίνη τη λυπήθηκε.
ΣΩΣΙΑΣ: Γυναίκες, παιδί μου! Τι περιμένεις; Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει. Κι εσύ μέσα σε όλα. Πρωθιέρεια. Όπως την άλλη φορά….
ΔΩΡΙΔΑ: Για άκου να δεις, δε θα μείνω εδώ να με προσβάλλεις….
ΣΩΣΙΑΣ: Σου πάτησα τον κάλο;
ΔΩΡΙΔΑ: (μιξοκλαίγοντας). Εγώ δεν είμαι ρουφιάνα. Την αλήθεια λέω!
ΣΩΣΙΑΣ: Καλά, καλά…….. Θα τα πούμε όταν γυρίσει το αφεντικό μου.
ΔΩΡΙΔΑ: Σκοτιστήκαμε! Και άκου στρατιωτάκι, όταν έχεις καμιά μέρα ρεπό πέρνα απ’ το σπίτι μας να σε κεράσω γλυκό…. του κουταλιού.
ΣΩΣΙΑΣ: On va voir…. Θα δούμε. Φεύγω τώρα, γιατί έχω και καθήκον να επιτελέσω. Τι τραβάμε κι εμείς τα δουλικά;!
ΔΩΡΙΔΑ: Πες το ψέματα! Άντε τώρα. Στο καλό! Και με τη Νίκη!
(Η Δωρίδα μπαίνει στο σπίτι κι ο Σωσίας απομακρύνεται προς
την εξοχή).
ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
(Στρατιωτικό εμβατήριο. Στο μπερντέ παρελαύνουν ο
Πολέμωνας, ο Σωσίας κι ένας λόχος κουρελήδες. Δύο
κρατούν έναν πολιορκητικό κριό. Πετούν στο σπίτι της
Μυρρίνης τενεκεδάκια. Φωνές-παρωδία πολιορκίας).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: (μέσα από το σπίτι της Μυρρίνης). Ανακωχή! Πολέμωνα ζητώ ανακωχή. Ο Πάταικος είμαι, ο φίλος ο δικός σου. Για το καλό μπήκα στο σπίτι αυτό, να μάθω για την υπόθεσή σου.
ΣΩΣΙΑΣ: Μην τον ακούς. Μπήκε για να φάει και να πουλήσει υποχρέωση σε σένα. Να δεις, στο τέλος που θα βγει διπλά κερδισμένος.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: (βγαίνοντας). Άντε Σωσία να κάμεις καμιά άλλη δουλειά. Δεν είναι αυτή για σένα. Κράτα την ορμή σου για όταν έρθον οι Πέρσες. Και θα ξανέρθουν, σας το λέγω, με αυτά που κάνετε και τις μωρίες σας και την ακόλαστη ζωή σας. Και θα σας βρουν παραλυμένους από τα συμπόσια και τις καταχρήσεις. Μ’ ακούς Πολέμωνα ή είσαι ακόμα μεθυσμένος;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μεθυσμένος, εγώ; Ούτε το χείλι μου δεν έβρεξα. Όχι να μεθύσω κιόλας. Εγώ τα ήξερα αυτά και γι’ αυτό κρατιόμουνα και δεν ήθελα νά ‘ρθω. Αυτός επέμενε. «Να πάρω το αίμα μου πίσω, να σώσω την αντρική μου τιμή» και κάτι τέτοιες μπούρδες παλιομοδίτικες.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ωραία. Σα ν΄αρχίζεις να λογικεύεσαι. Άκου λοιπόν τι θα σου πω.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Τι με συμβουλεύεις γέροντα;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Με σεβασμό ρωτάς. σεβάσμια κι εγώ θα σου απαντήσω.
(Η δράση μεταφέρεται στο μπερντέ. Οι στρατιώτες
υποχωρούν).
Σωσίας: Καλέ, πού πάτε; Γυρίστε κατά πάνω στο φρούριο. Έτοιμοι είστε για κοπάνα.
Πάταικος: Άντε κουρέψου εσύ!
(Η δράση μεταφέρεται πάλι στους ηθοποιούς).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και πρώτα-πρώτα Πολέμωνα σε συμβουλεύω να στείλεις τούτονε ‘δώ στο σπίτι, μαζί με το σκυλολόι που κουβαλάει.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Σωσία! Οπισθοχώρηση! Ώρα για συσίτιο. Μάζεψε το λόχο σου και πηγαίνετε.
ΣΩΣΙΑΣ: Κακός στρατηγός είσαι εσύ. Την ώρα της επίθεσης μας τρέπεις σ’ άτακτη φυγή.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μα, ο Πάταικος…..
ΣΩΣΙΑΣ: Εμείς δεν έχουμε κανέναν Πάταικο για στρατηγό.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Φύγε Σωσία. Παίζεις με την υπονομή μου! Το λέω για το καλό σου.
ΣΩΣΙΑΣ: Φεύγω να δω τι θα καταλάβεις.
(Η δράση συνεχίζεται στο μπερντέ).
Σωσίας: Αυρούλα, αυλητρίδα, βάρα τη σάλπιγγα! Σημανε άτακτη υποχώρηση. Μα τι έγινε; Ξίνισες τα μούτρα; Αχ, είσαι γεννημένη για πολιορκίες κοπέλα μου και για γιουρούσια και τον κριό πάντα να βλέεις σηκωμένο!… Πόσα ξέρει η σάλπιγγά σου εσέέέέένα;!
(Ακούγεται στρατιωτικό εμβατήριο και κατσαρολικά που
χτυπάνε. Οι φιγούρες στο μπερντέ υποχωρούν. Το ίδιο κι ο
Σωσίας επί σκηνής με βήμα παρελάσεως. Η δράση
ξαναγυρίζει στους ηθοποιούς).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Τώρα που ξεβρώμισε ο τόπος ας πούμε κάτι σοβαρό, σα σοβαροί άνθρωποι που είμαστε. Κατ’ αρχήν….. δεν είστε παντρεμένοι. Η Γλυκέρα δεν είναι νόμιμη σύζυγός σου.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Και ποιος το λέει αυτό;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και πότε παντρευτήκατε;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Σαν παντρεμένοι ζούμε.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Δεν είναι το ίδιο. Έτερον εκάτερον. Και ποιος έδωσε την ευχή του για το γάμο;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Εκείνη η ίδια. Ορφανή είναι, όπως καλά γνωρίζεις.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Καλά, μη φωνάζεις! Μου τρύπησες το τύμπανο…. Ε, λοιπόν….Τώρα δε σε θέλει. Άλλαξε γνώμη. Ελεύθερη κοπέλα είναι, ό,τι θέλει κάνει. Κι εσύ αδελφέ μου, δεν της φέρθηκες σωστά.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Εγώ; Να με κάψει ο θεός αν έκανα κάτι με σκοπό να την πληγώσω.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πολλές φορές κάνουμε πράγματα που πληγώνουμε αυτούς που αγαπούμε, χωρίς να έχουμε πρόθεση να τους πληγώσουμε. Κι όμως δεν είναι μικροτερη η ζημιά που προκαλούν από τις πράξεις μας τις σκόπιμες… Τώρα, ας πούμε…. Τι είναι όλα αυτά τα πράγματα; Σε κάστρο εχθρού επιτίθεσαι; Την Τροία θα πάρεις ή τα Σούσσα; Έναν τρόπο έχει ο κερατάς να ξανακερδίσει την αγαπημένη του: την Πειθώ! Με τα όπλα δεν είδα κανέναν να ξαναφέρνει στο προσκεφάλι του μάγουλο λατρευτό. Ούτε καν ο Μενέλαος. Όταν την ξαναπήρε πίσω ήτανε πια τόσο γριά….
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μα κι εκείνος επιτεθηκε εν τη απουσία μου…..
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Άλλο αυτός! Ήταν νέος και ωραίος. Είχε όλα τα δίκια με το μέρος του. Τον προστάτευε η Κύπρις. Κι έπειτα, αν νόμιζες ότι σε αδίκησε έπρεπε να υποβάλλεις μήνυση. Το δημοκρατικό μας πολίτευμα απαγορεύει τη χειροδικία.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Γι’ αυτό έχουμε τα χάλια που έχουμε…. Μα τη Δήμητρα και μα την Περσεφόνη! Τι μου μένει τώρα; Να πάω να κρεμαστώ. Η γλυκειά μου η Γλυκέρα με παράτησε κι άλλονε τώρα γλυκοφιλάει. Αν είσαι φίλος μου, σε ικετεύω, πήγαινε μίλησέ της. Μεσολάβησε, μεσίτεψε. Κάνε ό,τι θέλεις. Κι εγώ θά ‘μαι εδώ για σένα, φίλος πιστός σε όλη τη ζωή σου.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Τώρα άρχισες να μιλάς λογικά. Αυτό μάλιστα, θα το κάνω.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Και μπορείς και θέλεις. Έτσι δεν είναι Πάταικε;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Αρκετά τα λόγια. Φτάνουν, ώς εδώ.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Αχ, Πάταικέ μου, τη ζωή μου κρατάς στα χέρια σου, την τύχη μου, την περιουσία μου όλη… Μπορεί σκληρά να της εφέρθηκα. Και άδικα. Τ’ ομολογώ. Μα κοίταξε τα χέρια της, κοίταξε το λαιμό και τους αστράγαλούς της…. Μην πας πιο ψηλά! Ντυμένη στα διαμάντια και στα μετάξια την έχω.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μα, σε παρακαλώ…
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Όχι, σε παρακαλώ να την εξετάσεις. Και τότε θα δεις αν δεν έχω δώσει μια περιουσία γι’ αυτήν. Το βάρος της σε χρυσάφι…
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μα για τ’ όνομα του θεού! Για γυναίκα μιλάμε όχι για λατέρνα!
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: …..Και κάτι φορέματα, ολομέταξα από τη μακρινή Ινδία. Αχ, τι έκανα ο άθλιος! Να της κουρέψω το ωραίο κεφαλάκι! Όλα τ’ αρώματα της Ανατολής δε θα μπορέσουν να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι….
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Φτάνει κύριε.. Παρεκτρέπεσαι. Αυτό είναι από τη Λαίδη Μάκβεθ. Πηδάς τους αιώνες σα νά ‘ταν ο Ελλήσποντος. Βιάζεσαι να μετενσαρκωθείς σε ήρωα του Σαίξπηρ, του Γκολντόνι, του Μολιέρου. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ποιος είν’ αυτός ο Σακεσπύρος;… Τελοσπάντων. Ας γυρίσω στο ρόλο μου….Α, ναι… Και το κορμοστασιά! Τι χάρη! <α γιατί να εκθειάζω τα κάλλη της Γλυκέρας μου; Αυτά τα λάθη κάνω και μου την κλέβουν άλλοι.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Το λάθος το έκανε ο θεός που την έπλασε Γλυκέρα κι εσένα…. κακομούτσουνο.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Γλυκοκούκουτσο θέλεις να πεις.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Αν ήσουν δεν θα έφευγε. Στο σπίτι σου θα έμενε να τρυγάει…. το μέλι το καλό.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Αχ, το δίκιο σου πού νά ‘βρεις; Όπου κερατάς κι η μοίρα του. Μα ας είναι… Πάμε στο σπίτι μου να σε φιλέψω κάτι και να καταστρώσουμε το σχέδιο της διπλωματικής επίλυσης του προβλήματος…. Μην έχουμε σύρραξη……………στον Κόλπο.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Δίκιο έχεις….. Και μ’έπιασε μια περίεργη λιγούρα. Το στομάχι μου.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Θα είν’ απ’ τα πολλά καναπεδάκια που έφαγες στο σπίτι της Μυρρίνης. Λιχούδη μου εσύ! Πάμε.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πάμε. Ποτέ δε λέω όχι όταν το καθήκον (τρίβει την κοιλιά του) με καλεί.
(Ο ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ κι ο ΠΑΤΑΙΚΟΣ βγαίνουν. Η μπάντα του
μπερντέ παίζει μια γλυκερή ρομαντική μουσική. Κατεβαίνει
ένα χάρτινο φεγγάρι τόσο στο μπερντέ όσο και πάνω από
τη σκηνή. Η φιγούρα του Μοσχίωνα κάνει καντάδα στη
Γλυκέρα).
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (βγαίνει κρατώντας ένα μαντολίνο). Αχ, βαχ! Τι είναι ο έρωτας;! Δεν ξέρω. Μα σαν το χταπόδι με έχει σκλάβο του και δε μπορώ να λυτρωθώ. Η μάνα μού το ξέκοψε: «Με το κορίτσι δεν έχεις μέλλον! Μάζεψε τα μυαλά σου!». Κι εγώ πλανιέμαι μοναχός στην απεραντωσύνη ….. των χορτασμένων…που ροχαλίζουν ευχαριστημένοι και ονειρεύονται….. λουκάνικα. Τη θεία ώρα τούτη του μεσημεριού….Μα ας πάμε λίγο παρακάτω. Λείπουν και καμιά διακοσαριά στίχοι. Φοβάμαι ότι σας κουράσαμε με τα καμώματά μας. Όχι; Είστε ευγενείς. Ωραία λοιπόν….Σκηνοθέτα! Να φύγει το χάρτινο φεγγάρι. Μουσική Βιβάλντι. Πράξη Τέταρτη! Η Γλυκέρα με τον Πάταικο βγαίνουν από το σπίτι της Μυρρίνης, από το σπίτι μου, συζητώντας. Εγώ, εμένα που με βλέπετε, δεν είμαι εδώ…Μετά από αιώνες θα το πει αυτό ο Μπρεχτ «αποστασιοποίηση», αλλά το είχε ανακαλύψει πρώτος ο Αριστοφάνης με την Παράβαση που απευθυνόταν απ’ ευθείας στο κοινό.
ΓΛΥΚΕΡΑ: (από μέσα). Τέλειωνε! Έχουμε να πούμε κι εμείς. Αυτά όμως παθαίνει το θέατρο όταν οι ηθοποιοί για να πούνε δυο ατάκες επί σκηνής πρέπει να έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο! Η ανεργία, βλέπεις…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Καλά, βγαίνω…. γλυκειά μου…..εταίρα.
(Ο Μοσχίωνας μπαίνει στο σπίτι. Θόρυβος πάλης,
κατσαρολικά που πέφτουν. Μετά από λίγο βγαίνει η Γλυκέρα
ξαναμμένη αλλά σα να μη συμβαίνει τίποτα, πιασμένη
αριστοκρατικά στο μπράτσο του Πάταικου).
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΓΛΥΚΕΡΑ: Που λέτε, Πάταικε, κατανοώ απολύτως τη δυσπιστία που σας γεννά η πράξις μου αυτή: να ζητήσω καταφύγιο στο σπίτι ενός ομορφονιού, που θα μπορούσε να είναι εραστής μου, αν το ήθελα. Μα τρελή είμαι να κάνω κάτι τέτοιος αν ήθελα πραγματικά αγαπητικιά του να γενώ; Γιατί για σύγυζός του βέβαια, ούτε στα ρομάντζα της οκάς… Δεν είναι της σειράς μου… Κι αν πάλι ήθελα όντας παλλακίδα του Πολέμωνα να το είχα δίπορτο, θα τό ‘κανα κρυφά κι εν παραβύστω… Όχι Πάταικε, κάτι σας διαφεύγει, αν ήρθατε εδώ πεπεισμένος πως μια ελαφρή, αδιάφορη γυναίκα του δρόμου είμαι, απ’ αυτές που αγοράζονται με το κιλό για τα συμπόσια.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ο θεός να με κάψει. Ένα τέτοιο πράγμα δεν φαντάστηκα ποτέ. Μακάρι να καταφέρεις να πείσεις και τους άλλους για την αθωότητά σου. Όσο για μένα, ό,τι κι αν λες το πιστεύω.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Τέλος πάντων. Το κακό έγινε. Μου φέρθηκε βάναυσα κι απάνθρωπα.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ναι, πρέπει να τ’ ομολογήσω. Δεν φέρονται έτσι σε ένα ωραίο ελεύθερο κορίτσι. Να σε κουρέψει με το ψαλίδι που κουρεύουνε τα πρόβατα! Ο καρά-βλαχος!
ΓΛΥΚΕΡΑ: Βρίζεις τους βλάχους! Τώρα ό,τι έγινε έγινε. Θα σε παρακαλούσα Πάταικε, με όλο το θάρρος που σου έχω, να πας στος σπίτι του Πολέμωνα να γυρέψεις τα πράγματά μου. Τίποτα σπουδαίο: καμία ντουζίνα ρούχα, μερικά φω-μπιζύ και το κυριώτερο: ένα καλάθι που μέσα με βρήκανε μωρό, σε ένα ολομέταξο πανί από την Ανατολή τυλιγμένο, που παρίστανε παγώνια και μια πηγή που πέταγε φύλλα και κλαριά…
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πανί; Ποιο πανί; Τι λες;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Το πανί που με βρήκανε τυλιγμένη εμένα και τον αδελφό μου.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Τι παράξενη που είναι αλήθεια η ζωή! Τι παράξενα που παίζει η Τύχη με τις τύχες των ανθρώπων! Μα είσαι βέβαιη ότι δε θέλεις να ξαναγυρίσεις σε αυτό το σπίτι; Εγώ θα έλεγα να κοιτάξεις το συμφέρον σου.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ξέρω πολύ καλά το συμφέρον μου ποιο είναι. Εσείς φροντίστε μόνο να πάρω αυτά που μου ανήκουν.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Τέλος πάντων. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Και από ποιον τα πράγματά σου αυτά πρέπει να ζητήσω;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Από τη Δωρίδα.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: (φωνάζει). Δωρίδα! Δωρίδα δεύρο έξω! (στη Γλυκέρα). Μα εσύ κυρά μου ξανασκέψου το. Έχεις ακόμα λίγο καιρό.
(Στο μπερντέ η φιγούρα του Πάταικου χτυπάει την πόρτα του
σπιτιού του Πολέμωνα μέχρι που βγαίνει η φιγούρα της
Δωρίδας. Ταυτόχρονα εμφανίζεται η ηθοποιός που υποδύεται
το ρόλο της ΔΩΡΙΔΑΣ επί σκηνής).
ΔΩΡΙΔΑ: Ορίστε, ήρθα! (Κατ’ ιδίαν). Ωχ, ωχ είναι κι ο Πάταικος εδώ. (Στη Γλυκέρα). Κυρά μου πω-πω….
ΓΛΥΚΕΡΑ: Τι έπαθες καλέ και δέρνεσαι και χτυπιέσαι και τις κοτσίδες σου τραβάς σαν την Ηλέκτρα σε «αρπαχτή» στη Σικελία;!;!
ΔΩΡΙΔΑ: Κυρά μου μεγάλο κακό με βρήκε.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Πες το χριστιανή μου, αλλιώτικα…. Τέλος πάντων, πήγαινε να φέρεις το ολομέταξο πανί που μέσα του με βρήκανε ως μωρό εγκαταλελειμμένη. Τι κλαις καλέ; Είναι παλιά παθήματα ετούτα.
ΔΩΡΙΔΑ: Δεν κλαίω για τα παλιά. Τις καινούργιες μου συμφορές θρηνώ.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα τι κάθεσαι και τσαμπουνάς εκεί; Θα εξηγηθείς ή θα χάσω την υπομονή μου;
ΔΩΡΙΔΑ: Ε, να! Το πανί που ζητάς και που μέσα σε αυτό σε βρήκανε εκτεθειμένη, εσένα και τον αδελφό σου, το έδωσα στον κύριο που σε συνοδεύει…
ΓΛΥΚΕΡΑ: Είναι αλήθεια Πάταικε;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ναι, κάτι ξύπνησε στη μνήμη μου βαθιά και ζήτησα να το αγοράσω.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Κι εσύ το πούλησες αθεόφοβη; Θα στο αργάσω το τομάρι σου εγώ!
ΔΩΡΙΔΑ: Όχι καλή κυρά! Εγώ που σου έφτιαξα ωραία περούκα στο πι και φι….
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Όμως το ζώο, στο πανί, που είναι από την άλλη την πλευρά της πηγής, τι είναι; Τράγος ή βόδι;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Δεν είναι τράγος φίλτατε. Ελάφι είναι.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μα βεβαια…. Είχε και κέρατα. Το τρίτο ζώο βέβαια το αναγνωρίζω: είναι ο Πήγασος, το φτερωτό αλογάκι. Πάντα αναστέναζε η γυναίκα μου όταν το κένταγε.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (έρχεται μιλώντας μόνος του). Ακόμα δεν μπορώ να τα πιστέψω αυτά που μου είπε η Μυρρίνη: βρήκανε λέει εκτός από μένα κι ένα κοριτσάκι στο ίδιο τ’ ολομέταξο πανί εκτεθειμένο. Ο θεός να δώσει να μην είναι αλήθεια. Γιατί αν αυτή είναι η αδελφή μου μεγάλο κρίμα παραλίγο να κάνω ο αμαρτωλός.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Δία, Δία ξενογαμητή. Τι να πω εγώ τώρα;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ρώτα ό,τι θέλεις φίλτατε. Μη στέκεσαι εκεί μαρμαρωμένος.
(Στο μπερντέ επαναλαμβάνεται η σκηνή με μεγάλες κινήσεις
τραγωδίας. Η φιγούρα του Μοσχίωνα κρατάει σπαθί κι η
φιγούρα της Γλυκέρας κρατάει ξόανο βάρβαρης θεάς στο χέρι.
Παρωδία της αναγνώρισης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του
Ευριπίδη).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ποιος σου το έδωσε αυτό το πανί;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μέσα σ’ αυτό με βρήκαν εκτεθειμένη.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (αθέατος από τους άλλους, κατ’ ιδίαν). Ένα μεγάλο κύμα με παίρνει και με σηκώνει σ’ άλλους ουρανούς. Βλέπω τον κόσμο τόσο μικρό αι τους ανθρώπους σαν κουκίδες, σαν τα μυρμήγκια που παλεύουν να διασώσουν το έχει τους από τη νεροσυρμή.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μόνη σε βρήκαν;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα στο ξαναείπα: μαζί με τον αδελφό μου με είχανε εκθέσει.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (κατ’ ιδίαν): Τώρα μένει μόνο το τέλος της ιστορίας να μάθουμε. Υπομονή, αγαπητοί μου θεατές. Υπομονή!
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και το αγόρι πού βρίσκεται;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Α, όλα κι όλα. Για μένα ό,τι θέλεις ρώτα με. Για τα υπόλοιπα έχω δεθεί με όρκο και δε μπορώ να μιλήσω.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (κατ’ ιδίαν). Άλλο ένα κομμάτι από το παζλ. Η Μυρρίνη την όρκισε να μην κάνει λόγο σε κανένα.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μα ποιος σε πήρε; Ποιος σ’ ανάθρεψε;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μια γυναίκα με βρήκε και μ’ ανάθρεψε.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πού; Μήπως σου είπε;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Σε μία κρήνη, κάτω από έναν πλάτανο που κελαηδούσαν τ’ αηδόνια.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και τα δικά μου τα παιδιά σ’ ένα τέτοιο μέρος ο τρισκατάρατος τα παράτησε.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα ποιος, καλέ; Τι λέτε;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ένας δούλος, πιστός, δε λέω. Μα καθώς δεν είχαμε ούτε της βραδιάς αλάτι με συμβούλεψε κι εγώ δέχτηκα: τα νεογέννητα να εκθέσω, μήπως έχουν καλύτερη τύχη.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα είναι δυνατόν, ένας πατέρας, ένας καλός άνθρωπος σαν κι εσένα, να παρατήσει τα παιδιά του;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πολλά φέρνει η κακιά στιγμή κι άγνωστες οι βουλές του Κυρίου, παιδί μου. Στη γέννα πάνω η μάνα πέθανε.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Τι λες; Πώς τρέμω κι ανατριχιάζω!
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ήμουνα πλούσιος πολύ, πριν γεννηθείτε. Όμως της τύχης τα γυρίσματα έφεραν τα πάνω-κάτω και μέσα σε μια μέρα έγινα πιο φτωχός κι απ’ τους φτωχούς.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μα μέσα σε μια μέρα; Πώς γίνεται αυτό;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πέσανε τα καράβια μου έξω. Το Αιγαίο το θυμωμένο τα πήρε. Το νέο έφτασε πάνω στη γέννησή σας. Έτσι πέθανε η μάνα σας: σκασμένη απ.ό το κακό της.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Άτυχη εκείνη, άτυχη κι εγώ.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Κι έτσι σκέφτηκα πως ένας φτωχός χήρος σαν εμένα δε μπορούσε δυο ορφανά να μεγαλώσει. Μα πες μου και τα υπόλοιπα.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ποια;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Τι άλλο ήταν στο πανεράκι;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Κάτι μεταξωτές κορδέλες, χρυσοκεντημένες, με πετράδια, τα πιο όμορφα διαμάντια της Ανατολής. Τα είχαν βάλει στα μωρά -ως φαίνεται- για να δείξουν ότι ήτανε από καλή γενιά.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και πού είναι τώρα αυτά; Φέρτα μου να τα δω.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Δε γίνεται.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Γιατί;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Δεν τα έχω. Κράτησαν το πανί και το πανέρι για μένα. Για να ξαναβρώ τους δικούς μου. Τα άλλα τα έδωσαν στον αδελφό μου.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (κατ’ ιδίαν). Με αυτά έπαιζα μωρό, τα είχα για κουδουνίστρα. Λες να είναι αυτός ο πατέρας μου;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πώς ήταν ακριβώς;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Ε, να, μια πορφυρή ζώνη…
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σωστά. Τι είχε επάνω;
ΓΛΥΚΕΡΑ: Χορός κοριτσιών ήταν χρυσοκεντημένος…
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: (κατ’ ιδίαν). Η ζωήν μου, που μ’ έδεναν σαν ήμουνα μωρό!
ΓΛΥΚΕΡΑ: Κι ένας λεπτός χιτώνας, αραχνοϋφαντος. Α, ναι, κι ένα χρυσό μαγνάδι. Αυτό είναι. Σου τα είπα όλα.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Α, δε συγκρατιέμαι πια. Γλυκειά μου κόρη. (Τη φιλάει και την αγκαλιάζει).
ΓΛΥΚΕΡΑ: Γιατί κολλάτε επάνω μου; Φοβάμαι. Θα φύγω!
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Τ’ άκουσα όλα, τα έμαθα όλα και νά ‘μαι. Αγκαλιάστε με και μένα.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ποιος είναι αυτός; Τι λέει; Θεέ μου!
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Ο γιος σου είμαι κι η Γλυκέρα κόρη σου και αδελφή μου.
(Στο μπερντέ οι φιγούρες της Γλκυέρας-Ιφιγένειας και του
Μοσχίωνα-Ορέστη τρέχουν η μία προς την άλλη φωνάζοντας:
«Ιφιφέεεενιαααα!» «Ουρέέέέστ’!». Τρακάρουν και πέφτουν
κάτω. Θόρυβος από κατσαρολικά. Στην σκηνή ο Πάταικος
αγκαλιάζει τα δυο παιδιά του).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ελάτε τώρα παιδιά μου. Τα λόγια, τα φιλιά δε φτάνουν να εκφράσουν τη χαρά μου. Θα έχουμε χρόνια πολλά να λέμε και ν’ αναθιβάνουμε όλο τα ίδια και τα ίδια. Τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Για την ώρα θα σφάξω το πιο εκλεκτό αρνί για να γιορτάσουμε.
(Μπαίνουν στο σπίτι του Πάταικου αγκαλιασμένοι).
Η ΜΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΠΑΙΖΕΙ ΕΝΑ ΓΑΜΗΛΙΟ ΣΚΟΠΟ.
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΩΣΙΑΣ: Χάπυ εντ! Και μη νομίζετε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στις σαπουνόπερες στυλ «Τόλμη και γοητεία»! Α, ρε, τι κοπυράιτ και πνευματικά δικαιώματα έχουν να πληρώνουν όλοι αυτοί στους Έλληνες!
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: (από μέσα). Τέλειωνε, μη σου… Τώρα μιλάμε εμείς.
ΣΩΣΙΑΣ: Σωστά. Έχετε δίκιο αφεντικό. Εγώ πηγαίνω να επιβλέψω το ψητό, αν γυρνάει ομοιόμορφα στη σούβλα. Αυτή είναι η καλύτερη στιγμή του έργου. (Βγαίνει).
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ααααααχ, ο δόλιος!
ΔΩΡΙΔΑ: Εεεεεεε!, ψηλά τον πήρατε τον αμανέ. Θα πάθετε τίποτα.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Μα τι να κάνω Δωρίδα; Τι να πω; Πώς θα ζήσω ο δόλιος μακριά απ’ τη Γλυκέρα;
ΔΩΡΙΔΑ: Ε, όπως έστρωσε θα κοιμηθείς. Όχι! Μην ετοιμάζεσαι να ξαναβάλεις τα κλάματα. Δεν το αντέχω. Ωραία λοιπόν: θα ξανάρθει πάλι σε σένα.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ανασταίνομαι Δωρίδα! Τι λες;
ΔΩΡΙΔΑ: Αυτά που επιθυμείς ν’ ακούσεις. Αν αποφασίσεις στο μέλλον να είσαι πιο ευγενικός και να φέρεσαι σαν άνθρωπος….
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Θα κάνω ό,τι μπορώ, στ’ ορκίζομαι. Μα κάνε κι εσύ ό,τι μπορείς για να με σώσεις. Κι αν τα καταφέρεις να γυρίσει η Γλυκέρα στην αγκαλιά μου, αύριο, στο υπόσχομαι, σου χαρίζω την ελευθερία σου. Μα άκου τι να της πεις…
(Η ΔΩΔΙΔΑ εν τω μεταξύ τρέχει προς το σπίτι του
Πάταικου).
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Καλέ, πού πήγε; Νέφτι της βάλανε;….. Αχ, η ζήλεια, κακός συμβουλάτορας είναι στους ερωτευμένους. Δεν είδες τι έπαθε ο Οθέλος για ν’ ακούει τον κουτσούλιακα τον Ιάγο; Η γλυκειά μου η Γλυκέρα τον αδελφό της φιλούσε γλυκά στο μάγουλο, κι όχι κανέναν ξένο. Δεν ξέρω για τη Δυσδαιμόνα, αλλά η δική μου τίμια είναι. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Κι εγώ φέρθηκα τόσο άσχημα! Πώς το αντέχω τέτοιο κρίμα και δεν πάω να κρεμαστώ;! Μα κάποιος βγαίνει από το σπίτι του Πάταικου. Η Δωρίδα τρέχει χαρούμενη κατά ‘δω. Τι τρέχει γλυκειά μου; Τι νέα;
ΔΩΡΙΔΑ: Ευχάριστα. Σε λίγο βγαίνει.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Πότε; Αργεί. Μήπως παίζει με τον πόνο μου;
ΔΩΡΙΔΑ: Όχι καλέ, νάζια κάνει. Όλο φορέματα αλλάζει και ρωτάει τον πατέρα της ποιο πάει καλύτερα με το γοβάκι. Κι εκείνος, ο ξεκουτιάρης όλο τη ρωτάει τα ίδια και τα ίδια: πώς τη βρήκανε, πού τη βρήκανε…. Ακόμα βλέπεις δε μπορεί να το πιστέψει. Το καλό που σου θέλω, σφάξε κά ‘να μοσχάρι και κάνε και καμιά θυσία στους θεούς. Άγιο είχες! (Κατ’ ιδίαν). Να λαδώσουμε κι εμείς το αντεράκι μας!
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Δίκιο έχεις. Αλλά για να μας περισέψει για νά ‘χουμε και το χειμώνα θα σφάξουμε τη γουρούνα. Ο καινούργιος ο μάγειρας κάνει, λέει, κάτι περίφημα λουκάνικα με καυτή πιπεριά και ξεραμένη φλούδα πορτοκαλιάς…
ΔΩΡΙΔΑ: Πάψε καλέ και κάνω δίαιτα….Μα τι κάνεις;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Τι κάνω; Τίποτα.
ΔΩΡΙΔΑ: Αυτό λέω κι εγώ: τίποτα. Πάρε γρήγορα από το βωμό ένα στεφάνι και βαλ’ το στην κεφάλα σου να δείξεις μεταμελημένος κι ότι ετοιμάζεσαι για θυσία. Να προσέξεις τα κέρατα!
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ποια κέρατα;
ΔΩΡΙΔΑ: Τα δικά σου. Όχι, καλέ, αστειεύομαι… Δεν είπες πως θα μου χαρίσεις την ελευθερία μου;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Είπα. Κι εγώ κρατώ το λόγο μου. Ένας στρατιώτης δεν έχει τίποτα πιο ιερό από το λόγο της τιμής του. Ε, λοιπόν, Δωρίδα σ’ ελευθερώνω. Από σήμερα είσαι απελεύθερη κοπέλα. Αλλά, για ποια κέρατα μίλησες;
ΔΩΡΙΔΑ: Του ελαφιού καλέ, του ελαφιού που ήταν κεντημένο στο πανί που βρήκανε την καλή σουουουουουου…..
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Αααααααααααα… Είπα κι εγώ. Και τώρα, πού είναι η Γλυκέρα;
ΔΩΡΙΔΑ: Πού είναι μαθές; Ήτανε να βγει, αυτή και ο πατέρας της.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ποιος; Ο Πάταικος; Δεν έχω μάτια για να τον αντικρύσω. Φεύγω!
(Ο ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ κρύβεται στο σπίτι του).
ΔΩΡΙΔΑ: Ο καημένος! Έγινε άφαντος. Ούτε το τρίξιμο της πόρτας δεν κάθησε ν’ ακούσει.
(Ακούγεται το τρίξιμο της πόρτας του Πάταικου).
ΔΩΡΙΔΑ: Ας πάω μέσα να τον φέρω πίσω. Το παληκάρι της φακής, ο παλιοκαραβανάς! Όχι , τώρα δεν πρέπει να βρίζω. Μου χάρισε την ελευθερία μου… Ο χρυσόοοος μου! Τώρα πια δεν είμαι δούλα του.
(Η ΔΩΡΙΔΑ μπαίνει στο σπίτι του Πολέμωνα. Σχεδόν αμέσως
βγαίνουν ο ΠΑΤΑΙΚΟΣ με τη ΓΛΥΚΕΡΑ και το ΜΟΣΧΙΩΝΑ).
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Μπράβο κόρη μου. Κληρονόμησες τη γενναιοψυχία τη δική μου και της καημένης της μητέρας σου. Το να συγχωρείς την κατάλληλη στιγμή είναι δείγμα τρόπου ελληνικού. Μα ας πάει κάποιος τον Πολέμωνα να φωνάξει.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Βγαίνω μόνος μου. Μόλις τέλειωσα τη θυσία που πρόσφερα στην Εστία και σε όλους τους θεούς του Ολύμπου, να τους ευχαριστήσω που η Γλυκέρα μου βρήκε τους οικείους της.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Πολύ σωστά έπραξες! Η πράξη σου αυτή δείχνει άνθρωπο που έχει φόβο θεού. Την κόρη μου λοιπόν για νόμιμη γυναίκα σου τη δίνω και…. καλούς απογόνους.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Δέχομαι όλο χαρά.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Στάσου, δε συμφωνήσαμε στην προίκα! Της δίνω τρία τάλαντα.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Και πολλά είναι!
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Και κάτι ακόμα! Από ‘δω και πέρα δε θά ‘σαι καραβανάς, όπλα στο σπίτι της κόρης μου δε θέλω. Μην κάνεις πάνω στο θυμό σου καμιά κουτουράδα, έτσι θερμοκέφαλος που είσαι.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Για τ’ όνομα του θεού! Τι γνώμη έχετε για μένα! Ξέρω: τη χειρότερη. Κι έχετε κάθε δίκιο. Όμως θ’ αλλάξω. Ούτε μια τρίχα δε θ’ αγγίξω απ’ το κεφάλι της Γλυκέρας. Κι εσύ καλή μου, αν μπορείς, συγχώρεσέ με.
ΓΛΥΚΕΡΑ: Πολύ καλά. Αλλά για τελευταία φορ.α Η βαναυσότητα η δική σου έγινε αφορμή να βρω τον πατέρα και τον αδελφό μου.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Πολύ σωστά!
ΓΛΥΚΕΡΑ: Μη μιλάς εσύ! Δική μου είναι η ατάκα: σε συγχωρώ.
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Πατέρα και κουνιάδε εσείς στη θυσία σας καλώ να λάβετε μέρος.
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Δε μπορώ. Πρέπει να τρέξω στου γερο-Φιλίνου, να κανονίσω το γάμο της κόρης του με το Μοσχίωνα. Έτσι, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
ΜΟΣΧΙΩΝΑΣ: Εγώ όμως περιμένοντας μπορώ να λάβω μέρος στη θυσία. Έτσι δεν είναι πατέρα;
ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Ελεύθερα παιδί μου. Το ρωτάς;
ΠΟΛΕΜΩΝΑΣ: Ε, ρε, γλέντι που έχει να γίνει! Καραγκιόζη, έναν καλαματιανό!!!!!!!!!!!!
(Η μπάντα του Καραγκιόζη παίζει ένα καλαματιανό, οι
φιγούρες χορεύουν στο μπερντέ και οι ηθοποιοί υποκλίνονται.
Παύση. Ο Καραγκιοζοπαίχτης βγαίνει στο προσκήνιο με δύο
φιγούρες στο χέρι και λέει: «Τέλος και τω θεώ δόξα. Κι αν
είπαμε αγαπητοί μου θεατές κάτι που σας ενόχλησε
συμπαθάτε μας». Κουνάει τη μια από τις δύο φιγούρες
και λέει με άλλη φωνή: «Κι όπως λέει μία παλιά ελληνική
παροιμία…».
Κουνάει την άλλη φιγούρα κάνοντας τη φωνή του πιο ψιλή:
«….Nobody is perfect!»).
TEΛΟΣ
Ελπίζω να δω αυτό το θεατρικό μου έργο να ανεβαίνει στη σκηνή.
Μετά Λόγου Γνώσεως,
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
μερικές ηλεκτρονικές αναφορές:
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/encyclopedia/comedy/page_005.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82
https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1406
http://www.karagkiozis.com/istorika-page.htm
http://micro-kosmos.uoa.gr/gr/magazine/ergasies_foititon/ettap/2014-15/karagkiozis/theatroskiwn.htm
https://www.iekpraxis.gr/i-mageftiki-istoria-tou-theatrou-skion/
Η αρχαία κωμωδία στην ψυχή του θεάτρου https://arxaiologikoacharnes.files.wordpress.com/2016/04/cf84cebf-ceb1cf81cf87ceb1ceb9cebf-ceb4cf81ceb1cebcceb1-cebaceb1ceb9-cf84cebf-ceb8ceb5ceb1cf84cf81cebf-cf83cebaceb9cf89cebd.pdf
20.1.2024. ΑΞΙΟΤΙΜΕ ΚΥΡΙΕ ΜΠΟΥΡΑ, είχα αγοράσει προ μηνών το βιβλίο σας ΔΙΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ και έλαχε σήμερα να το απολαύσω. Ειλικρινώς, οι διασκευές σας είναι αξιες εγκώμιον.. Τα κείμενα της έκδοσης χαρίζουν πολλά στον αναγνώστη. ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΣΕ ΣΑΣ ΕΝΑΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΕΡΓΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ. ΣΑΣ ΣΥΓΧΑΙΡΩ ΚΑΙ ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΤΗΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΣΑΣ. ΕΥΓΕ! Τα λογια ειναι πτωχα. ΜΕ ΘΑΥΜΑΣΜΟ, ΠΈΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ- ΑΘΗΝΑ
ΦΙΛΤΑΤΕ ΣΥΝΑΔΕΛΦΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕ ΆΝΘΡΩΠΕ, ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΑΣ.
ΤΙ ΘΑ ΈΚΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΕΣΑΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ;
ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΩ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 1η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024, 8μμ, στον Ιανό, όπου θα παρουσιάσουμε τα βιβλία μου στις εκδόσεις ΝΙΚΑΣ.