µ∞°°∂§∏™ Ã√¡∏™ÓÂÔ.qxd

 

Από τον κριτικό Λογοτεχνίας Κωνσταντίνο Μπούρα

 

Όσο περνούν τα χρόνια ωριμάζει η ποιητικώς ομιλούσα φωνή του Βαγγέλη Χρόνη κι αγγίζει νοητικά πεδία πέρα μακριά από την τύρβη τού βίου και την «καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα» (όπως γράφει ο νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»). Γιατί έτσι είναι ο ποιητής από τα μικράτα του: γέρων πρόσφυγας σε μια πραγματικότητα που σου αρνείται την ουτοπία κι είναι – εν πολλοίς – ασύμβατη προς το Πνεύμα. Αυτή η διαρκής ορφάνια, η ετερότητα σε συνδυασμό με το αυτόφωτον της εμπνεύσεως, δίνει στον ποιητικό λόγο μια στοχαστική τραγικότητα που πολλές φορές συγχέεται με την έμφυτη απαισιοδοξία και με τον πεσσιμισμό. «Η Κόλαση είναι οι Άλλοι» διατείνεται στη «Ναυτία» του ένας αρνηθείς την ύψιστη διάκριση του βραβείου Νόμπελ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, για τον ποιητή η χειρότερη Κόλαση είναι όταν αντιπαλεύεται τον εαυτό του, όταν προσπαθεί να μιλήσει με ξένες φωνές, αποφεύγοντας τη δική του. Σε αυτή την κατηγορία δεν ανήκει, ευτυχώς, ο Βαγγέλης Χρόνης. Η ειρωνική-αυτοσαρκαστική χροιά του τόνου αυτής της ώριμης ποιητικής του συλλογής με τίτλο «Ένα χωνάκι θλίψη» δείχνει την αυτόχρημα εκδηλούμενη ειλικρίνεια και μεταδοτικότητα της υπαρξιακής του αισιοδοξίας, αφού δίνει στις προσωρινές μικροχαρές της Ζωής τον χαρακτήρα του αναλώσιμου, το οποίον όμως (υπό κατάλληλες συνθήκες) εγγράφει υποθήκες στην Αιωνιότητα. Αυτή η συμπίεση του Χρόνου, γνωστή από τον άλλον νομπελίστα μας Οδυσσέα Ελύτη «και πέρασε χρόνος πολύς μέσα σε λίγην ώρα» (από το «Άξιον εστί»), αυτή η ελλειπτικότητα του ποιητικού μονολόγου με παγκόσμιες ή συμπαντικές στοχεύσεις, οδηγεί στην πλήρη συμπίεση του κοινωνούμενου νοήματος σε νάμα και αιθέριον έλαιον ευωδιαστό, από το μύρο που χρησιμοποίησε η Μαγδαληνή για να απαλείψει από τους πόδας του Θεανθρώπου τη σκόνη του βίου.

            Περιηγητικά ποιήματα περιέχει αυτή η συλλογή, απόσταγμα ποιητικής περιπλάνησης του Βαγγέλη Χρόνη σε διάφορους μεσημβρινούς της Γης. Η Κίνα, η Μπόρσα, η Παλμύρα, η Κωνσταντινούπολη, θέατρα, πήλινοι στρατοί, Μουσεία κι ανάγλυφα, συναντώνται στο ποιητικό του εργαστήρι, δια της μετωνυμίας ή μεταφοράς («το μέρος αντί του όλου»). Αυτή η αφαιρετική ιδιαιτερότητα του ποιητικού λόγου απαιτεί εντονότερη τεχνική δεξιοτεχνία από τον λογοτέχνη, ενώ ο πεζογράφος είναι περισσότερον ευνοημένος, αφού ξεδιπλώνει ανετότερα στο χώρο και στο χρόνο το ψηφιδωτό της εικονογραφούμενης εμπνεύσεώς του. Ο ποιητής είναι αλιεύς, αυτοδύτης των μύθων, μυλωνάς με δώδεκα μποφώρ, ο χειριστής της υδρίας που ρίχνεται στο πηγάδι, με «τα δάχτυλα στο φιλιατρό» (όπως θα έλεγε ο Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα» ειρωνευόμενος ίσως την πλατειαστική ευκολία των πεζογράφων).

            Είναι δύσκολο να είσαι ποιητής σε μεταβατικούς καιρούς. Κι ο Βαγγέλης Χρόνης αξίζει αυτόν τον τίτλο και τον δικαιούται, σοβαρότητος, επαρκείας και φιλοσοφικού λυρισμού ένεκα.

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr