Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

loot1

Το βρεττανικό φλεγματικό χιούμορ βρίσκει την ελληνική-μεσογειακή εκδοχή του απολαύσαμε στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», που πάντα μας εκπλήσσει με την πανσπερμία των ταλέντων που φιλοξενεί.

Το έργο του Τζο Όρτον “Loot” σε μετάφραση Κώστα Τσιανάκα, και σκηνοθεσία Μάκη Παπαδημητρίου, αποδείχθηκε ανθεκτικό στη μάλλον αυθαίρετη και ψιλοχαβαλεδιάρικη διασκευή του, αφού και το ενδιαφέρον του κοινού διατήρησε αμείωτο και το δαγκωτό γέλιο των αγγλοσαξώνων μετατράπηκε σε επιθεωρησιακή εκτόνωση των ελληνοφρόνων και οι ηθοποιοί ατυοσχεδίασαν όπως οι παλιοί «νούτικοι» συνάδελφοί τους κι ο αθάνατος ελληνικός ασπρόμαυρος κινηματογράφος απέδειξε ότι δημιούργησε σχολή αυτοσχέδιας υποκριτικής που βρίσκει ακόμα επίδοξους κι επιτυχημένους μιμητές.

 

Εξηγούμαι. Το πρωτότυπο κείμενο βασίζεται στο υπονοούμενο και στη «λανθάνουσα» γλώσσα. Είναι ανατρεπτικό, αναρχικό. «Μαύρη κωμωδία» με τα όλα της. Όμως οι ανέκφραστοι εγγλέζοι θα απορούσαν (με πρώτον τον ίδιον τον συγγραφέα) με τα τρανταχτά γέλια και την απρόσκοπτη εκτόνωση των Ελλήνων – τόσον επί σκηνής όσον κι επί πλατείας… Φαίνεται ότι αυτή είναι μια ακόμα παρενέργεια της Κρίσης. Μάθαμε να εκτονωνόμαστε χωρίς να πολυνοιαζόμαστε για τα όρια (αισθητικά, υφολογικά, κοινωνικά κ.ά.), ως εάν να συμφωνήσαμε όλοι μαζί να γελάσουμε μέχρι θανάτου. «Ένα γέλιο θα σας θάψει», σύμφωνα με το γνωστό αναρχικό σύνθημα.

 

Κι ως εδώ όλα καλά, αφού δεν έχουμε πια – ως φαίνεται – «ούτε ιερόν ούτε όσιον» κι η σάτιρα καλά κρατεί. Κι ο αυτοσαρκασμός επίσης…

 

Μήπως όμως θα ήταν σκόπιμο να βάζουμε και μια μικρή λεξούλα «διασκευή-απόδοση-ελεύθερη ερμηνεία-παράφραση» ή ό,τι άλλο θέλουμε δίπλα στον τίτλο του έργου και στο όνομα του συγγραφέα; Βεβαίως, τα διαχρονικά κείμενα αντέχουν σε κάθε είδους αυθαιρεσίες. Κι αυτό ακριβώς καταδεικνύει κι αποδεικνύει τη διαχρονικότητά τους. Υπάρχουν όμως πάντα κάποια ηθικά όρια, όπως: όταν θες να κάνεις χαβαλέ, γράψε δικό σου έργο, μην ασχημονείς πάνω στο έργο του άλλου, και δη του πεθαμένου…

Θα μου πείτε, ο ίδιος ο Όρτον δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο σε αυτή τη μαύρη κωμωδία που διακωμωδείται η μικροαστική τάξη, οι προκαταλήψεις κι οι προκατασκευασμένες ιδέες της. Όταν το φέρετρο με τη βαλσαμωμένη μάνα κατέχει την κεντρική θέση της σκηνής, αυτό τα λέει όλα. Από αυτή την άποψη είχαν κάθε δίκιο, μεταφραστής, σκηνοθέτης κι ηθοποιοί να ζωντανέψουν το σκονισμένο έργο όπως μπορούσαν καλύτερα.

Ήταν όλοι τους αξιοθαύμαστοι. Δεν θα ξεχωρίσω κανέναν, γιατί παρά τις ευγενείς προσπάθειές τους, ουδείς έκλεψε την παράσταση. Όλοι οι ρόλοι ήταν αβανταδόρικοι κι έδιναν τη δυνατότητα σε όλους τους ηθοποιούς να πλάσουν χαρακτήρες σπαρταριστούς κι αληθοφανείς μέσα στην εκκεντρικότητα της δραματουργικής υπερβολής τους.

Δείτε το, αν θέλετε να ξεχάσετε τις στεναχώριες σας.

Είναι ένα έργο για να γελάσει κάθε πικραμένος.

Πληροφορίες για την παράσταση:

Μετάφραση: Κώστας Τσιανάκας

Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητρίου
Σκηνικά – Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Γιώργος Μακρής, Κατερίνα Λυπηρίδου, Δημήτρης Πασσάς, Όμηρος Πουλάκης, Γιάννος Περλέγκας