ImageΑπό τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

Όταν σκηνοθετείς, χορογραφείς και σκηνογραφείς ένα πασίγνωστο αριστούργημα, έχεις δύο επιλογές: ή να υπερβείς τους προγενέστερους διδάξαντες ή να διασκευάσεις το αρχικό υλικό στα καθ’ ημάς. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος επέλεξε να αποδώσει το “Cabaret” με έναν μπρεχτικά μεσογειακό τρόπο με έμφαση στην αισθητική τού κιτς κι ευθείας παραπομπή σε κινηματογραφικές επιτυχίες, όπως: “Τα κόκκινα φανάρια”, “Στέλλα”, “Τα παιδιά του Πειραιά”.

Αυτή η λούμπεν απόχρωση επέτεινε μεν το κιτς εις την νιοστήν, αποδίδοντας αρνητικό πρόσημο στην αισθητική (αντι-αισθητική) τού αρχικού καλλιτεχνήματος, κέρδισε όμως σε λαϊκή απήχηση. Όπως και με την προηγούμενη επιτυχία του “Τα κόκκινα φανάρια” συγκέντρωσε ουρές κοινού και βέλη κριτικών. Βεβαίως κάθε αρνητική κριτική είναι εχέγγυο εμπορικής επιτυχίας, αφού το κουτσομπολίστικο πνεύμα που ενυπάρχει στον νεοέλληνα τον ωθεί να λάβει ιδίαν γνώσιν αυτού που “θάβουν” οι άλλοι. Πολλοί μάλιστα καλλιτέχνες βάζουν εγκαίρως τα “παπαγαλάκια” τους να βυσοδομήσουν εναντίον τους στα ηλεκτρονικά fora, κι άλλοι “στήνουν” καυγάδες, αψιμαχίες και μονομαχίες σε σκανδαλοθηρικά έντυπα και μη έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπως έλεγε μία συχωρεμένη σταρ (ονόματα δεν λέμε…): “δεν με νοιάζει τι γράφουν σήμερα για μένα οι εφημερίδες, αλλά σας ερωτώ αν γράφουνε”.

Μετά από αυτήν την εισαγωγή, που θα σας προκατέλαβε σίγουρα αρνητικώς, θα πω ευθέως ότι δεν συμφωνώ με τον θεατή που φώναξε “αίσχος” κι έψαχνε να παραλάβει από το βεστιάριο την τσάντα του για να αποχωρήσει του Μεγάρου. Πρώτον, η αισθητική είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση και οι προκατασκευασμένες ιδέες κι απόψεις για το πώς πρέπει να ερμηνεύονται τα αριστουργήματα είναι καταδικασμένες. Δεύτερον, η ψυχαγωγία είναι ένα πράγμα και η υψηλή αισθητική ένα άλλο. Καλόν είναι βεβαίως να συνυπάρχουν, όμως δεν δικαιούμαστε να απαιτούμε διαρκώς το αδύνατο. Τρίτον, το κιτς για να είναι “αισθητικά αποδεκτό” πρέπει να ανυψωθεί ελαφρώς από την καθημερινή τετριμμένη χρήση του και να σχολιασθεί εσωτερικώς και αδιοράτως με το στοιχείο τής υποφωσκούσης ειρωνείας.

Με άλλα λόγια, η ψυχαγωγική πρόθεση τού σκηνοθέτη-χορογράφου-σκηνογράφου Κωνσταντίνου Ρήγου φάνηκε ευθύς εξαρχής από την εμφάνιση τού Δημήτρη Λιγνάδη στον ρόλο του κομπέρ. Έκρηξη μεσογειακής βιοενέργειας, καμία βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση, ουδέν αγγλοσαξωνικό φλέγμα, επιθεωρησιακή κατά το μάλλον ή ήττον ελευθερία – για να μην πω ασυδοσία. Στον ίδιο τόνο κινήθηκε και η Μαρία Ναυπλιώτου και η υπερ-συναισθηματική (σχεδόν μελοδραματική) Τάνια Τσανακλίδου (που καλό θα ήταν να τη θυμόμαστε για τις τραγουδιστικές της επιτυχίες). Μόνον η Νάντια Μπουλέ ήταν φωνητικώς, υποκριτικώς και χορογραφικώς συγκρατημένη και άψογη, σα να ξέφυγε από παράσταση τού Μπρόντγουέι με συμπρωταγωνίστρια την αείμνηστη Δέσπω Διαμαντίδου.

Η παράσταση κέρδιζε στο σκηνογραφικό, στο ενδυματολογικό και στο κινησιολογικό της μέρος κι έχανε στο επίπεδο τής φωνητικής και τής υποκριτικής. Ένας δάσκαλος τραγουδιού κι ένας δάσκαλος υποκριτικής καλόν είναι να πλαισιώνουν τον Κωνσταντίνο Ρήγο στις μελλοντικές εξορμήσεις του. Είναι ταλαντούχος, έχει άποψη και όραμα, επαφίεται όμως στην καλή θέληση τών ηθοποιών. Βεβαίως, αυτό το έκανε κι ο αλησμόνητος Μίνως Βολανάκης, όμως αυτός επέμενε στην εντατική διδασκαλία εκφοράς τού λόγου και στην υποκριτική.

Ο Μιχάλης Μητρούσης στον ρόλο του Γερμανο-εβραίου απολύτως επαρκής στην κωμική επιθεωρησιακή του εμφάνιση. Κινηματογραφικός ο Παναγιώτης Μπουγιούρης έχανε στην φωνητική υπερβολή τών υπολοίπων (πλην τού Γιώργου Νανούρη και τής Νάντιας Μπουλέ). Όλοι οι άλλοι τραγουδούσαν και φώναζαν σα να μη φορούσαν μικρόφωνα-ψείρες. Αυτό το ηχητικό πανδαιμόνιο κατέστρεφε την οπτική ομοιογένεια τής παράστασης. Δεν αρκεί η αριστοτελική “όψις” για να παραχθεί ενιαίο θεατρικό αποτέλεσμα. Χορογράφοι με εικαστική αντίληψη αναγκάζονται να διδαχθούν υποκριτική και ορθοφωνία για να μπορέσουν να διδάξουν τους άλλους, αλλά και για να αποκτήσουν δεξιοτεχνία στη διαχείριση τών μη οπτικών κωδίκων.

Η μουσική απολύτως ταιριαστή με την αισθητική τής όλης παράστασης.

Στο επίπεδο τώρα τής θεματικής, το έργο αυτό, όπως και το “Ζ” τού Βασιλικού κι άλλα παρόμοια είναι ιδιαίτερα επίκαιρο. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται χωρίς να γίνεται φάρσα: πάντα με εκατόμβες θυμάτων και χιλιάδες αθώα πρόβατα επί σφαγήν.

Σκέφτομαι ότι η εποχή μας έχει πολλές ομοιότητες με τον Μεσοπόλεμο και την Belle Epoque. Κανείς δεν έχει λεφτά κι όλοι τρέχουν να διασκεδάσουν σα να είναι η τελευταία τους ώρα. Αυτή η φριχτή αίσθηση ασφυξίας αναγκάζει τους καλλιτέχνες είτε να ελαφρύνουν την αισθητική και τον τόνο τους είτε να χρησιμοποιήσουν τη “βαριά κουλτούρα” με ομοιοπαθητικό τρόπο, ελπίζοντας ότι θα βοηθήσουν το κοινό τους να λησμονήσει για λίγο ή να μετουσιώσει τα προβλήματά του σε αφορμές ευτυχίας. Φτάσαμε πάλι στο σημείο εκείνο (μετά από σαράντα χρόνια δανεικής και πλαστής ευωχίας) να νιώθουμε τυχεροί που έχουμε ένα φαγάκι κι ένα κρεβάτι για να κουκουλωθούμε ελλείψει θερμάνσεως. Κι ένα θέατρο για να ψυχαγωγηθούμε παρακολουθώντας ως θεατές τα δεινά των κατατρεγμένων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να ζήσουν σε κρίσιμες μεταβατικές εποχές.

Συμπέρασμα: αν θέλετε να περάσετε μια διασκεδαστική βραδιά πηγαίνετε τρέχοντας στην αίθουσα Τριάντη τού Μεγάρου Μουσικής, μαζί με τα πλήθη που συνωστίζονται κάθε βράδυ εκεί. Προβλέπω ότι το “Cabaret” θα παίζεται τουλάχιστον μέχρι την Πρωτοχρονιά. Όσοι όμως πηγαίνετε με το χέρι στην σκανδάλη έτοιμοι να κάνετε συγκρίσεις, να αφορίσετε, να κατακρίνετε, να καταδικάσετε και τα λοιπά και τα λοιπά, καλύτερα καθήστε στην ασφάλεια τού σπιτιού σας και δείτε τα αριστουργήματα στο βίντεο.

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

info:

4 – 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013/
17:00, 20:00 & 21:00

Το πολυβραβευμένο Καμπαρέ, που σφράγισε την ιστορία των μιούζικαλ, τόσο ως θεατρικό έργο (8 Βραβεία Τόνυ), όσο και σαν ταινία (8 Όσκαρ), ανεβαίνει σε μία ελληνική υπερπαραγωγή που αναμένεται να αποτελέσει το μεγαλύτερο θεατρικό γεγονός με το οποίο θα ανοίξει ο φετινός χειμώνας. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Ρήγος και συμμετέχει ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών, τραγουδιστών και χορευτών.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Βερολίνο του 1930. Στη σκιά του ναζιστικού εφιάλτη ένα υπόγειο Καμπαρέ κινείται στους ρυθμούς της νύχτας και όλα τα πρόσωπα του έργου, με κυρίαρχο αυτό της νεαρής περφόρμερ Σάλλυ Μπόουλς, ζουν την προσωπική τους ιστορία με φόντο την ταραγμένη εκείνη εποχή.

Είναι βασισμένο στο βιβλίο του Joe Masteroff, στο έργο του John van Druten “I am a camera” και στο διήγημα του Christopher Isherwood “Goodbye to Berlin”.

Στίχοι: Fred Ebb
Μουσική: John Kander

Σκηνοθεσία – Χορογραφία – Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος
Μετάφραση:  Έρι Κύργια
Απόδοση στίχων: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική διεύθυνση – ενορχήστρωση : Δημοσθένης Γρίβας
Φωνητική διδασκαλία: Λία Βίσση
Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης
Συνεργάτης-Σκηνογράφος: Μαίρη Τσαγκάρη
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Άγγελος Παναγόπουλος, Έλενα Σκουλά
Βοηθός χορογράφου: Νίκος Μαριάνος

The Emcee: Δημήτρης Λιγνάδης
Sally Bowles: Μαρία Ναυπλιώτου
Fräulein Snhneider: Τάνια Τσανακλίδου
Herr Schultz: Μιχάλης Μητρούσης
Ernst Ludwig: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Clifford Bradshaw: Γιώργος Νανούρης
Fräulein Kost: Νάντια Μπουλέ

Συμμετέχουν:
Max: Χρήστος Τανταλάκης
Bobby: Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης

Χορεύουν οι: Πάνος Αθανασόπουλος, Ελίζα Γεροντάκη, Αλεξάνδρα Γρηγορίου, Άννα Μάγκου, Ραφαήλ Σωτήρης Μποβολανέας, Αναστάσιος Ξιαρχογιαννόπουλος, Χρήστος Ξυραφάκης, Ιόβη Φραγκάτου, Φανή Φωκά, Wiveca Hartmann

Δημοσθένης Γρίβας μπάσο
Κώστας Γιαξόγλου πιάνο
Άγγελος Τζαμαρίας
τρομπόνι
Στέλιος Χατζηκαλέας τρομπέτα, φλικόρνο
Χρήστος Κωνσταντινίδης ντραμς
Γιώργος Κάστανος τενόρο σαξόφωνο, κλαρινέτο
Γιώργος Κοντομιχάλης άλτο σαξόφωνο, φλάουτο