Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Η κατάθλιψη είναι ένα ανυπέρβλητο ταμπού, όπως όλες οι ασθένειες της ψυχής, συχνότερες κι επικινδυνότερες κι από την πλέον θανατηφόρα γρίππη. «Όλοι βλέπουν οράματα, κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί» γράφει ο νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης.
Οι Έλληνες ανάμεσα σε μικρασιατικές καταστροφές, εμφυλίους, χούντα και πολέμους, όσοι δεν μετανάστευσαν, δεν ζήτησαν πολιτικό άσυλο ή δεν κατέφυγαν ως πρόσφυγες σε άλλα λιγότερο αγχωτικά κι εύκρατα κλίματα, επιδόθηκαν μετά μανίας στο κυνήγι της καριέρας και της λεγομένης «επιτυχίας» άνευ όρων και πάση θυσία. Ειδικά η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου» που ξεπούλησε κάθε ιερό και όσιο αυτού του πανάρχαιου πολιτισμού. Μέχρι και τους τόνους από την πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου κατήργησε κι απέμεινε η γλώσσα μας γυμνή, ξεβράκωτη, σαν φουστανελάς με φράγκο και σκωτσέζικη φουστίτσα. Συγγνώμη αν γίνομαι κάπως εριστικός κι ίσως επιθετικότερος απ’ ό,τι προβλέπει η φύσις μου κι επιβάλλει η ανατροφή μου, αλλά κάποιος πρέπει να τα πει, κάποιος πρέπει να μιλάει, με κίνδυνο να γίνει γραφικός. Δεν πειράζει. Εγώ θα επιμείνω. Αδέσμευτος, ανένταχτος, μοναχικός, αλλά όχι μονήρης, αφού έχω δεκάδες πιστούς φίλους που με ακολουθούν στις δονκιχωτικές πνευματικές μου εξορμήσεις.
«Οι άνθρωποι που πετυχαίνουν αποτυγχάνοντας» είναι ο τίτλος ενός δοκιμίου του Φρόϋντ, που φαίνεται ότι ελάχιστοι το έχουν διαβάσει, αφού κανένας εκτός από μένα, δεν παραπέμπει σε αυτό. Τέλος πάντων. «Είναι χολέρα όποιος κυνηγάει καριέρα» γράφουν σε τοίχο των Εξαρχείων ανώνυμοι διαμαρτυρόμενοι. Κι αλλού «μητέρα και πατέρα δεν θέλουμε πτυχία, δεν θέλουμε λεφτά, τον κόσμο που μας δώσατε τον κάνατε σκατά» (έτσι, για να μη φοβόμαστε ΚΑΙ τις λέξεις). «Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία». «Όποιος ελεύθερα συλλογάται συλλογάται καλά». Κι όποιος δεν φοβάται το Θάνατο, λέω εγώ, ο γενναίος που «έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου», γίνεται ο φρυκτωρός, ο φαροφύλακας εκείνος που θα μεταλαμπαδεύσει το Φως από τον Κολοσσό της Ρόδου, το Ηλιακό άγαλμα της Ελευθερίας, στις σύγχρονες, ταραγμένες και σκοτεινές κοινωνίες μας.
Στο πολυκυκλοφορημένο έργο «Το τέρας κι εγώ» του Σταμάτη Μαλέλη (όπως διασκευάστηκε από τους Σωτήρη Τσόγκα και Γιάννη Ζέρβα) το πρότυπο και απόλυτο της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου συμβολοποιείται στο πρόσωπο του δημοσιογράφου, που από αριστερός ιδεολόγος και φτωχαδάκι μετατρέπεται σε απαστράπτουσα περσόνα της show-biz έτσι που όλοι οι πρώην εξόριστοι αριστεροί γονείς θα ήθελαν τα παιδιά τους να του μοιάσουν. Τι σχιζοφρένεια κι αυτή: να επιθυμούμε κατά βάθος αυτό που φτύνουμε και κάνουμε (στα λόγια) ότι το μισούμε! Αλλιώς πώς βρέθηκαν τόσα καγιέν και τόσες βίλες με πισίνα σε μεγαλοαστικά προάστια και τόπους αναψυχής, ανθρώπων που έβλεπαν την Εκάλη με το κυάλι κι έβριζαν τους αστούς και τους λεφτάδες; Όχι, πείτε μου εσείς, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω. Και δεν σκοπεύω να τρελαθώ αναλύοντας τα οξύμωρα, τα ανακόλουθα κι αντιφατικά της συμπεριφοράς και των επιλογών του Έλληνα μικροαστού, που ούτε χωρικός είναι ούτε βιομήχανος, αρχοντοχωριάτης όμως, δήθεν και κουλτουριάρης γίνεται μια χαρά, εκεί που η λέξη «διανοούμενος» αντιπροσωπεύει μια μικρή ομάδα εχεφρόνων ανθρώπων (μετρημένων στα δάχτυλα των δύο χειρών – έστω!).
Το έργο που ανεβαίνει στο θέατρο «Πρόβα» με τον επιτυχημένα ειρωνικό τίτλο «Το Τέρας κι Εγώ» (και το Τέρας και το Εγώ αρχίζουν με κεφαλαία), καταδεικνύει αυτό ακριβώς το έρεβος της ανικανοποίητης παιδικής ψυχής του Έλληνα, που θέλει όλα τα παιχνίδια, όλα τα γλυκά στη βιτρίνα, που βιάζεται να επιδειχθεί και να καταδείξει τη λάμψη του, να τρίψει την άνοδό του στα μούτρα των λιγότερο προνομιούχων, ευνοημένων από την τύχη, ή απλώς λιγότερο καπάτσων… για να μελαγχολήσει αμέσως μετά και να θυμηθεί τα νεανικά του όνειρα και τους αγώνες για Δικαιοσύνη, Ισονομία, Ισότητα, Ελευθερία, Δημοκρατία (εξαιρώντας φυσικά τον εαυτό του από τον Κανόνα κι ως άλλος νιτσεϊκός υπεράνθρωπος συγχωρεί στους ιδίους του – και στην συμμορία, βεβαίως – παν κακούργημα, «εκούσιόν τε και ακούσιον»). Κι όπως λέει το τραγούδι του ανυπέρβλητου για την κοινωνική ορθοκρισία του Μάνου Χατζηδάκι (από το “Sweet Movie”) «Κι ό,τι αρπάξουν δεν θα μείνει γιατί ευθύς μελαγχολούν».
Μάλιστα. Αυτά. Τόσο συνοπτικά. Τόσο σαφή κι ευτράπελα.
Στην παράσταση του θεάτρου «Πρόβα» απουσιάζει το χιούμορ, ως αντίστιξη της καταθλιπτικής εμμονής του αρχι-δημοσιογράφου στα χρεοκοπημένα προ πολλού ιδεώδη του. Οι καταθλιπτικοί (όταν είναι «επιτυχημένοι» και διάσημοι) είναι συνήθως εξωστρεφείς, ευπροσήγοροι, δημοφιλείς άνθρωποι, η χαρά της παρέας, η ανεξάντλητη πηγή ανεκδότων κι έξαλλης χαράς. Γελούν τρανταχτά, ειδικά πριν και μετά από μια κρίση πανικού προκειμένου να ανασάνουν, να γεμίσει ο πνεύμονάς τους οξυγόνο και να απαλλαγούν από τα τοξικά μονοξείδια και διοξείδια του άνθρακα. Οι κοινωνικώς αναγνωρισμένοι, χωρίς να είναι απαραίτητα κι αναγνωρίσιμοι καταθλιπτικοί, φαίνονται το αντίθετο απ’ ό,τι νιώθουν. Κι αυτή ακριβώς είναι η τραγικότητά τους. Εξ ου κι ο όρος μανιοκαταθλιπτικός ή διπολική διαταραχή. Δεν είναι ποτέ μόνο στον πάτο, στα κάτω τους. Η καμπύλη της διάθεσής τους υπάρχουν βουνά και κοιλάδες.
Σε αυτό ακριβώς σκόνταψε τόσο η διασκευή, όσο και η άρτια κατά τα άλλα παράσταση του θεάτρου «Πρόβα», η βασισμένη στις υπέροχες, εξαντλητικές, ακαταμάχητες ερμηνείες των παλαίμαχων κι έμπειρων ηθοποιών που ξέρουν να εμπνέουν και τους νέους.
Κατ’ αρχήν η Μαίρη Ραζή, στο ρόλο της ψυχιάτρου, η μόνη που έδωσε ψήγματα χιούμορ και φιλοσοφημένης ελαφράδας στο κατά τα άλλα ζοφερό σκηνικό της ψυχικής νόσου. Σε αυτή την ελάφρυνση του ζόφου βοηθούσαν και οι αντικριστά κρεμασμένοι πίνακες του σκηνικού.
Ο Σωτήρης Τσόγκας, σκηνοθέτης σπουδαγμένος αλλά κι εμπειρικός, ηθοποιός εξπρεσιονιστής αλλά κι αφαιρετικά συνεσταλμένος, θεατρικά στυλιζαρισμένος αλλά και ρεαλιστικά κινηματογραφικός, έδωσε την αθέατη πλευρά της κατάθλιψης αποποινικοποιώντας την κι εντάσσοντάς την στις κοινές επαγγελματικές νόσους, οι οποίες θα έπρεπε να αποζημιώνονται ίσως και ως εργατικά ατυχήματα ή αναπηρίες (υπό όρους, βεβαίως, για να μην γίνει κατάχρηση, ως συνήθως γίνεται στην πολύπαθη χώρα μας).
Ο Κυριάκος Ντούμος κράτησε σεμνά τον βοηθητικό ρόλο του επιστήθιου φίλου του πάσχοντος. Μονοδιάστατος, αναγκαστικώς.
Περιγραφική στο ρόλο της η Νάντια Αντωνίου, έδωσε μια χαμογελαστή, ανθρώπινη διάσταση, όσο κι αν είχε μια μικρή δυσκολία στο τι να κάνει τα χέρια της. Κατά τα άλλα, χαριτωμένη και διακριτική.
Η μουσική του Νίκου Χαριζάνου τόνιζε τη σκοτεινιά της πρωταγωνιστικής ψυχής.
Τα video-art του Παναγιώτη Τσάγκα αρκούντως (και ορθώς) τηλεοπτικά. Στα video της παράστασης εμφανίζονται οι: Σταμάτης Μαλέλης, Μαίρη Ραζή, Σωτήρης Τσόγκας, Πολύκαρπος Πολυκάρπου , Γιούλη Πεζοπούλου, Κοραλία Τσόγκα, Ειρήνη Αντωνίου, Βανέσσα Αραπάκη. Εκφωνούν ο Μέμος Μπεγνής και οι μαθητές της Δραματικής Σχολής «Πρόβα» Πάνος Παναγιωτόπουλος και Κωνσταντίνος Παντελιάς.
Από τον σκηνοθέτη Σωτήρη Τσόγκα μετά από δεκάδες επιτυχείς και σεμνές σκηνοθεσίες, περίμενα μια χορογραφική σχεδόν διακύμανση του παραστασιακού ρυθμού, περίμενα την εικονογράφηση οραμάτων κι ασθματικών αναπνοών, εναλλασσομένων κι αλληλοσυμπλεκομένων τοπίων και εικόνων σε φρενιτικούς ρυθμούς έτσι ώστε να δικαιολογούνται οι κρίσεις πανικού του προσώπου που εκλήθη κι ανέλαβε να ενσαρκώσει. Επαναλαμβάνω ότι οι καταθλιπτικοί με κρίσεις πανικού, που είναι επιτυχημένοι και καταξιωμένοι στη δουλειά τους, δεν φορούν ποτέ μονίμως τη μάσκα του υποτονικού.
Παρά τις όποιες κριτικές επισημάνσεις μου, η παράσταση «Το Τέρας κι Εγώ» στο Θέατρο Πρόβα είναι από τα must της φετινής φθίνουσας χειμερινής θεατρικής περιόδου.
Παρασέρνει το θεατή να κοιτάξει μέσα του, να δει και να κατανοήσει καλύτερα συμπεριφορές γύρω του, στον χώρο εργασίας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στην πολυκατοικία, στη λαϊκή, στα σούπερ-μάρκετ… Έστω κι ως απόπειρα δειλής κοινωνικής αυτοκριτικής αυτογνωσίας, αξίζει να δείτε αυτή την πολλά υποσχόμενη παράσταση του Θεάτρου Πρόβα με γίγαντες της υποκριτικής τέχνης, τη Μαίρη Ραζή και τον Χρήστο Τσόγκα, συνοδοιπόρους και μαθητές τους.
Κωνσταντίνος Μπούρας
info:
Θέατρο Πρόβα
Αχαρνών και Ηπείρου 39, 104 39 Αθήνα
Τηλ. 210 8818326
www.prova.gr
e-mail: info@prova.gr
FAX: 210 8814151