Εισήγηση τού ποιητή, θεατρολόγου και κριτικού Κωνσταντίνου Μπούρα στο ΚΕΝΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ την Παρασκευή 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018.
Στα πλαίσια τού Φεστιβάλ Αθηνών 2017 παρακολουθήσαμε στο θέατρο Ολύμπια την αριστουργηματική παράσταση: Χέρμπερτ Φριτς, Murmel Murmel / Μουρμουρητό, του Ντίτερ Ροτ
Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου: «Ένα σχέδιο που κυοφορούνταν εδώ και καιρό στο μυαλό του Γερμανού σκηνοθέτη Herbert Fritsch (Χέρμπερτ Φριτς) ζωντανεύει. Πρόκειται για τη νουβέλα του Dieter Roth (Ντίτερ Ροτ) Μουρμουρητό, που κυκλοφόρησε το 1974 με αυτοέκδοση. Στις 178 σελίδες του βιβλίου, ενός λεπτού τόμου σχήματος octavo, επαναλαμβάνεται μία μόνο λέξη: «Murmel». Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Ροτ έδωσε την άδεια στον Φριτς να διασκευάσει το έργο του για το θέατρο. Το 2012 ο Φριτς εκπλήρωσε την υπόσχεσή του για πρώτη φορά. Από τους σημαντικότερους ηθοποιούς που συνδέθηκε με τη Φόλκσμπύνε, τα τελευταία χρόνια ο Φριτς έχει καθιερωθεί ως σκηνοθέτης με τις βραβευμένες μαύρες κωμωδίες του. Στην ξεκαρδιστική, θεοπάλαβη παράστασή του, δεκατέσσερις ηθοποιοί μουρμουρίζουν αδιαλείπτως τη μοναδική λέξη του βιβλίου και μεταμορφώνουν το κείμενο σε μια υπνωτιστική, ψυχεδελική εμπειρία που δικαιώνει τον εκλιπόντα πλέον Ροτ, πληθωρικό, πειραματικό καλλιτέχνη που το έργο του διακρίνεται για τη δεξιοτεχνία, την άγρια ενέργεια και τη σκοτεινή του αίσθηση.
Μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρ…»
Ας επιχειρήσουμε όμως έναν κριτικό σχολιασμό του όλου θεάματος, όπως αυτός δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για τα Γράμματα και τις Τέχνες «γράφειν»
Χέρμπερτ Φριτς – Φόλκσμπύνε
Murmel Murmel – Μουρμουρητό / Ντίτερ Ροτ
Ή αλλιώς ένας σύγχρονος σχολιασμός πάνω στο σαιξπηρικό “words, words, words!!!” από τον μηδενιστή (;) υπαρξιακώς πάσχοντα αλλά πάντα κλασικό Άμλετ.
Από τον θεατρολόγο, ποιητή και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Αριστουργηματική παρωδία των προγλωσσικών κωδίκων όπως αναπτύχθηκαν από την αρχαία κωμωδία έως και τον βουβό κινηματογράφο. Επαναλαμβάνοντας μία και μόνη λέξη σε διάφορους τόνους, οι καλοί και άξιοι ηθοποιοί συνέχισαν επάξια την μακραίωνη παράδοση των μίμων και παντόμιμων, διασκέδασαν τον εμβρόντητο (στην αρχή) θεατή, κινήθηκαν μέσα σε έναν ρευστό, δυναμικό εικαστικό διάκοσμο, που θα μπορούσε να εκτεθεί ως αυτόνομο έργο Τέχνης, έμοιαζαν σα να αυτοσχεδιάζουν ενώ υπάκουαν πειθήνια σε μια απόλυτα ενορχηστρωμένη αρμονική χορογραφημένη κινησιολογία (αυτή είναι και η βασική διαφορά τους από ανάλογα νεοελληνικά σχήματα – μία άλλη βασική διαφορά είναι η ΠΑΙΔΕΙΑ, η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ, η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΑΓΩΓΗ και τέλος Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΗΘΙΚΗ – μάλιστα). Παρ’ όλο που ερωτοτρόπησαν συχνά με το κιτς δεν έπεσαν ποτέ στην παγίδα του κακόγουστου, όσο κι αν θεματολογικώς κινήθηκαν κάπου μεταξύ …Μπένυ Χιλ και Μάρκου Σεφερλή (του σύγχρονου… Αριστοφάνη όπως σχεδόν τον ανεκήρυξε επισταμένως σύγχρονος επίσημος νεοέλλην πρωτοκλασάτος κριτικός). Όμως οι υπέροχοι αυτοί καλλιτέχνες τής Volksbühne έδωσαν τα ρέστα τους και μας μάγεψαν ως εκ του αντιθέτου, χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή τη μπάλα μήτε τη σκηνική λαμπαδηδοδρομία της μεταλαμπαδεύσεως μίας και μόνης λέξεως. Άξιος ο μισθός τους. Όσο κι αν πολλοί εξοργίστηκαν από την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα «ατονίας», εγώ δεν την βρήκα καθόλου μονότονη. Αντιθέτως, μου φάνηκε πολυφωνική και πολυτονική.
Κωνσταντίνος Μπούρας
Info:
http://greekfestival.gr/gr/press/view/xermpert-frits-%7C-murmel-murmel-mourmourito-tou-ntiter-rot
Με αφορμή αυτή την εξαίρετη παράσταση, που δεν είναι βεβαίως ο κανόνας αλλά η εξαίρεση (μακάρι να ήταν ο κανόνας!!!) έρχομαι σήμερα να αντιμετωπίσω και να καυτηριάσω ένα απεχθές για εμένα φαινόμενο των τελευταίων σαράντα ετών της μετανεωτερικότητας και του απόλυτου Χάους: την κυριαρχία της εικόνας έναντι του Λόγου στις τέχνες του θεάματος. Καταλήγουμε στον αυτισμό και στον ατταβισμό, στον προχωρημένο ατομοκεντρισμό, στην ανοησία της ανούσιας πλήξης, στον μηδενισμό και στην ελαχιστοποίηση του «πνευματικού» προς όφελος του «υλικού-υλιστικού-πραγματιστικού». Τώρα υπερισχύει το «δια ταύτα» κι ό,τι ΔΕΝ αποτιμάται σε χρήμα ΔΕΝ υπάρχει, μήτε καν ως προϊόν ενός τρέχοντος παρηκμασμένου πολιτισμού. Η λεγομένη «Παγκοσμιοποίηση» (αδόκιμος όρος, αφού και η Ελληνιστική Αρχαιότητα ήταν Παγκόσμια και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και άλλες μυθικές πραγματικότητες, όπως η Λεμουρία, η Ατλαντίδα και λοιπά)… η λεγομένη «Παγκοσμιοποίηση» είναι απλώς μία πρόφασις εν αμαρτίαις, μία θολούρα, ένα πέπλο καπνού για να κρύψουμε τον ωφελιμισμό, την ιδιοτέλεια, την ισοπέδωση των πάντων, το οριστικό διαζύγιο από την Φύση, την κατασπατάληση των φυσικών πόρων της γης, την κλιματική αλλαγή, τα αδιέξοδα του σύγχρονου μεταβιομηχανικού τεχνολογικού ανθρώπου με τον «άπειρο ελεύθερο χρόνο» (άλλη μία φενάκη του καιρού μας) και την υπερανάλυση των πάντων, ακόμα κι εκείνων που δεν επιδέχονται ουδεμίας αναλύσεως. Σε αντίδραση ο άνθρωπος συσπειρώνεται στο καβούκι του κι αρκείται στην ικανοποίηση των στοιχειωδών ενστίκτων επιβιώσεως πρωτίστως και αναπαραγωγής σε πολύ δεύτερο πλάνο πλέον… Αυτή η εσωστρέφεια που δεν είναι και ενδοστρέφεια δυστυχώς και δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση της Γνώσης, ενώ το «γνώθι σαυτόν» απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο ως πιθανότητα ένεκα του «θορύβου» των εικόνων και των άρρυθμων ήχων που μας κατακλύζουν καθημερινώς διώχνοντας εκτός ακουστικού βεληνεκούς μας την Παγκόσμια Αρμονία που άκουγε ο Πυθαγόρας, ο Σαίξπηρ, οι ερωτευμένοι, οι ασκητές, οι σοφοί και οι ποιητές όλων των εποχών… Δυστυχώς καταλήξαμε στον βωβό κινηματογράφο. Με την κυκλικότητα του χρόνου και της ανθρωπίνης εξελίξεως γυρίσαμε τα ρολόγια μας έναν αιώνα πριν. Θεάματα σαν αυτό της Σάου-μπύνε είναι και εξαγώγιμα και καταναλώσιμα και ευπώλητα ανεξαρτήτως πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Είναι η εύκολη λύση πλέον: το video-art με τη συνέργεια του Διαδικτύου θα υποκαταστήσει ενδεχομένως το «μεγάλο μυθιστόρημα» του δέκατου ένατου αιώνα, τον κινηματογράφο, το θέατρο και την Ποίηση την ίδια, τη ζωγραφική σίγουρα, την εικαστική έκφραση ανυπερθέτως και τη μουσική εκδήλωση εξάπαντος. Τι μένει; Μα ΤΟ ποίημα, εκείνο που απευθύνεται τουλάχιστον σε έναν άλλον, ο μονόλογος του πονεμένου, παραλλήλως με δισεκατομμύρια άλλους μονολόγους που παραπέμπουν στον εφιαλτικό Πύργο της Βαβέλ που όλο γκρεμίζεται και δεν πέφτει. Φτάσαμε να υπνοβατούμε, να μονολογούμε, να νομίζουμε πως επικοινωνούμε, να περπατάμε και να μιλάμε στον αέρα, να σταματάμε απότομα στη μέση του δρόμου και να μιλάμε σε ένα μικρό μηχάνημα, να πατάμε τα πλήκτρα ή να σέρνουμε τα δάχτυλα πάνω στη φωτεινή οθόνη του, χωρίς να έχουμε συναίσθηση του κόσμου γύρω μας… Ακόμα κι όταν δεν προκαλούμε ατυχήματα χάνουμε τα σύννεφα, τα πουλιά, τα ηλιοβασιλέματα, τις εποχές, την ανθοφορία και τη φυλλοβολία, χάνουμε εν ολίγοις όλα εκείνα που ο προβιομηχανικός άνθρωπος απελάμβανε φυσικώ τω τρόπω. Δεν μιλάμε εδώ φυσικά για την επικοινωνία με τα πνεύματα και τον αλλοδιαστασιακό κόσμο των νεκρών αλλά με ένα ηφαιστειακό φαντασιακό που συμπλέκεται και διαπλέκεται πιο γρήγορα από την εξακτινωμένη ύλη στη χοάνη μιας συμπαντικής «μαύρης τρύπας»…
Κι εμείς, οι θεατρολόγοι, οι θεατράνθρωποι, οι θεωρητικοί και πρακτικοί του θεάτρου στεκόμαστε εμβρόντητοι μπροστά από μια «φυσική καταστροφή», επικαλούμεθα τη δικαιολογία κάποιας απροσδιόριστης «ανωτέρας βίας», στην καλύτερη περίπτωση παραμένουμε ενεοί, στη χειρότερη ιδεολογικοποιούμε το Χάος και την παντοκρατορία της πρωτογενούς, ακατέργαστης εικόνας εις βάρος του Λόγου, τον οποίον δυστυχώς απολέσαμε κι ελάχιστοι ασχολούνται ακόμα με την επανέρευσίν του.
Δεν έχω τίποτα με το λεγόμενο «θέατρο της εικόνας». Είναι πανάρχαιο. Από την εποχή του ασιατικού «θεάτρου σκιών» με τις εικόνες οι αλλόγλωσσοι άνθρωποι επικοινωνούσαν και γαλήνευαν. Απόδειξη η κριτική που σας προέταξα εδώ. Όμως υπάρχει τεράστια απόσταση από αυτού του σημείου μέχρι να προβούμε στην πλήρη κατεδάφιση του λεγομένου «θεάτρου του λόγου» (ούτε αυτός ο όρος ισχύει, γιατί εκτός παντομίμας και χοροθεάτρου, δεν υπάρχει θέατρο χωρίς λόγο)…
Μαθαίνω σήμερα πως ολόκληρα θεατρολογικά τμήματα, σχολές, κατευθύνσεις κι ομαδούλες κινούνται προς μια θεωρητικοποίηση της «σκηνικής αφασίας», υπέρ της επιστροφής στον ατταβισμό του κοπρολάγνου νηπίου που βιώνει μεν ένα είδος μακαριότητος, ας μην φτάσουμε όμως όλοι να ευελπιστούμε στο «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Είμαστε πολιτισμένα όντα, κληρονόμοι ενός ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού που διακρίθηκε από τη βαρβαρότητα χάρη στην εκλεπτυσμένη και διαρκώς εξελισσόμενη γλώσσα και χάρη στον υψηλό ποιητικό λόγο, που ήταν και φιλοσοφικός και μελωδικός και δραματικός και χορευτικός και θεατρικός εν τέλει. Το θέατρο ως κώδικας εμπεριέχει όλες τις άλλες τέχνες, όμως χωρίς τη γλώσσα, χωρίς τα εκπεφρασμένα δια του λόγου νοήματα και διανοήματα δεν νοείται Τέχνη και μάλιστα υψηλή. Βεβαίως, στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Πικάσσο και άλλοι αναζήτησαν, νοστάλγησαν και μιμήθηκαν τον ζωγραφικό αυθορμητισμό των παιδιών, βεβαίως η αναζήτηση του «εσωτερικού παιδιού» είναι ένα ζήτημα, φυσικά και δεν γίνεται Τέχνη χωρίς την προαπαιτούμενη παιδικότητα, διανύουμε όμως τεράστια, ανυπέρβλητη και περιττή από σταση από αυτού του σημείου μέχρι την απαίτηση να ξαναγυρίσουμε σε προγλωσσικούς κώδικες κι ατταβιστικές συμπεριφορές προκειμένου να ευνοήσουμε τον υπερκαταναλωτισμό των παγκοσμιοποιημένων πολυεθνικών γιγάντων που παραγάγουν και διαφημίζουν ό,τι περιττό ως απολύτως αναγκαίο και καθοριστικό του επιθυμητού κι ευκταίου κοινωνικού status…
Το θέατρο της «εικόνας» είναι καλό κι αγαθό όταν έχουμε να κάνουμε με τον Νιζίνσκυ, τη Σάου-Μπύνε, την Αμπράμοβιτς και άλλες ιδιοφυίες, ας προσέξουμε όμως εμείς οι ταπεινοί μην μας καταπιεί και καταστεί άλλοθι για την αφασική, νωθρή, νωχελική και δειλή μετριότητά μας. Κι ο συχωρεμένος Μπένι Χιλλ έκανε θέαμα και μάλιστα δημοφιλές, δεν θα το έλεγες όμως Τέχνη ούτε καν με τη διευρυμένη έννοια… Ένας μίμος ήταν ο άνθρωπος, απόγονος των βυζαντινών, των αρχαίων και των προϊστορικών μίμων που έβγαζαν το ψωμάκι τους πιθηκίζοντας και βάζοντας καθρέφτες μπροστά στους ανθρώπους τού καιρού τους για να χαζέψουν το είδωλό τους, όπως οι ιθαγενείς της Αμερικής θαμπώθηκαν τόσο με τα σκουριασμένα καθρεφτάκια του Κορτές που έχασαν και τα χρυσαφικά και τη ζωή και τον πολιτισμό τους, μέχρι που η ύπαρξή τους η ίδια έμεινε μια μαύρη κηλίδα στην Ιστορία τού Πολιτισμένου Ανθρώπου…
Αυτές τις λιγοστές επισημάνσεις ήθελα να θέσω μέσα από την εισήγησή μου κι εύχομαι να γίνουν αφορμές για περαιτέρω συζήτηση και γόνιμο διάλογο.
Κωνσταντίνος Μπούρας