Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Η λατρεία του διαφορετικού, η αποθέωση της ιδιαιτερότητας είναι η άλλη άκρη από το μεσαιωνικό κυνήγι μαγισσών. Η λατρεία της αστικής ατομικότητας, βάση του εμπορίου και των τεχνολογικών καινοτομιών οδήγησε βεβαίως το εκκρεμές σε ανάπηρες μεγαλοφυΐες και σε ταλαντούχες ιδιοφυΐες. Στα πλαίσια των ουμανιστικών ιδεωδών και των συνθημάτων του Διαφωτισμού, χρέος της κοινωνίας είναι να διασφαλίσει τόσο την ισότητα όσο και την ισονομία των πολιτών που υστερούν σε κάποιον τομέα είτε εκ γενετής (ντετερμινισμός) είτε ως αποτέλεσμα επιλογών (ελεύθερη βούληση, θεοκρατικώς αναγνωρισμένη). Έτσι το κάρμα, ή αλλιώς ο νόμος αιτίου-αιτιατού παύει να ισχύει για τη Νομοθεσία, τους κοινωνικούς θεσμούς και τον άγραφο Νόμο, κάτι που αποτέλεσε τη βάση και το εφαλτήριο λάκτισμα της βιομηχανικής και τεχνολογικής επανάστασης που οδήγησε τον Δυτικό Κόσμο στην «Κοινωνία της Αφθονίας». Αφού οφείλουμε να αγαπάμε χριστιανικώς και ρομαντικώς του «κατώτερους» και να αναγνωρίζουμε τον «θεό» που τους προστατεύει, χωρίς πλέον να τον ταυτίζουμε με δαίμονες και σατανάδες (όπως σε αρχαίες πολιτείες, όπου λειτουργούσαν Καιάδες και φασιστικής ανακυκλώσεις παντός είδους), τότε αυτά τα άτομα πρέπει πάση θυσία να γίνουν σαν εμάς (τους μικροαστούς), να γίνουν (ακόμα και με το ζόρι) λειτουργικά, χρήσιμα, παραγωγικά, δημιουργικά ως γρανάζια του καπιταλιστικού μηχανισμού παραγωγής-κατανάλωσης, που υπακούει στους νόμους της Αγοράς και διέπεται από τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου. Στα πλαίσια αυτά, η ένταξη των «ατόμων με ειδικές ανάγκες» στην Παραγωγή, αντικατοπτρίζεται ιδεολογικά κι αισθητικά σε έργα παρόμοια με «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού»… Η Σάρα είναι οργισμένη, επαναστατημένη, εσωστρεφής, εγωκεντρική, απροσάρμοστη, ετεροαπασχολούμενη σε σχέση με τις νοητικές ικανότητες και δεξιότητες που κατέδειξε μια εκπαίδευση προσανατολισμένη στην αστική ενσωμάτωση. Κανονικά, θα έπρεπε να καθαρίζει τουαλέτες μια ζωή, αν ο διορατικός, αιρετικός, αλλά απόλυτα αρεστός στο Σύστημα δάσκαλος, δεν ανακάλυπτε την καλά κρυμμένη τελειομανία της (πρώτης τάξεως ιδιότητα για την αστική-τεχνολογική κοινωνία της Αφθονίας μας). Προσπαθεί να την μετατρέψει σε «φυσιολογική», σε «κανονική» με το ζόρι κι εν μέρει τα καταφέρνει. Στο τέλος, θριαμβεύει εις βάρος της όποιας ελευθερίας αυτοδιάθεσης δια της χριστιανικής-βουδιστικής-ρομαντικής Αγάπης, δια της ενσυναισθήσεως, δια της συμπαθείας, δια της ασφυκτικά μονογαμικής σχέσεως («ους ο θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω»).
Αυτό είναι το δημοφιλές έργο που κάποτε ερμήνευσε με επιτυχία στα τελευταία της η καρκινοπαθής Έλλη Λαμπέτη, που είχε χάσει πια τις φωνητικές της ικανότητες.
Πέρα όμως από τον μελοδραματικό ρομαντισμό του κειμένου, στη σύγχρονη μετά το μεταμοντέρνο εποχή μας (που πέρασε ξυστά από την Ελλάδα το μεταμοντέρνο και δεν την άγγιξε ουσιαστικώς), η κάθε παράσταση κρίνεται εκ του αποτελέσματος, όχι μόνον στο θυμικό του θεατή, αλλά κι από αισθητικής πλευράς.
Στο «Θέατρο Βεάκη» λοιπόν είδα μια τίμια παράσταση για μικροαστούς, δημοφιλή κι ευθύγραμμα. Κατάλληλη διανομή, εκλεκτοί ηθοποιοί, υπέροχες ερμηνείες, τα σκηνικά κι οι φωτισμού υστερούσαν λίγο, λειτουργική μουσική από τον Σταμάτη Κραουνάκη, όλα ωραία κι επαγγελματικά.
Ο Γιάννης Βούρος είναι ένας ιδιαίτερα εργατικός ηθοποιός, τελειομανής σχεδόν, εξελισσόμενος. Δεν είναι τυχαίο που πήγε σε μεγάλη ηλικία να σπουδάσει θεατρολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι ανέλαβε την διεύθυνση κρατικού θεάτρου και τον παραιτήσανε. Η ελληνική πολιτική σκηνή δεν αντέχει εργασιομανείς. Χαλούν την πιάτσα.
Η Χρύσα Παπά έδωσε με ιδιαίτερη δυναμική την οργή της, όχι όμως και την προσαρμογή της στα μικροαστικά καλούπια. Δεν ήταν ιδιαίτερα πειστική στη «μεταστροφή» της προς το «κανονικό».
Ο Ντίνος Καρύδης είναι ένας εξαίρετος ηθοποιός. Καρατερίστας. Βρίσκει πάντα την ισορροπία μεταξύ τραγικού και κωμικού, μεταξύ ανθυπομειδιάματος και δακρύων.
Η Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, περιγραφική και στυλιζαρισμένη έδωσε σωστά με κινήσεις παντομιμικές και με τη μιμική του προσώπου τις διακυμάνσεις του ρόλου της. Ο κάπως υπερβολικός τρόπος της εδικαιολογείτο από τη σκηνογραφική τοποθέτηση του καθιστικού της στο βάθος της σκηνής. Αλλά κι όταν εκινείτο στο προσκήνιο, ακολούθησε λίγο-πολύ τον ίδιο εκφραστικό κώδικα.
Εκπληκτικοί οι Θοδωρής Αντωνιάδης, Τζωρτζίνα Κώνστα, Λουκία Πεσκετζή στους δευτερεύοντες, αλλά απολύτως συγκινητικούς, ρόλους τους. Η διανομή ήταν ιδανική.
Μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς. Νοσταλγική, συγκινητική, ανθρώπινη. Μια απαραίτητη ανάσα δροσιάς στην κατάθλιψη και στη μιζέρια που μας πολιορκεί. Μην τη χάσετε.
Κωνσταντίνος Μπούρας