Μιλώντας για ένα τόσο ακανθώδες κι επίκαιρο θέμα με τόσο λεπτές πτυχές που συναγωνίζονται τα επτά πέπλα της Σαλώμης ή Ίσιδος, κινδυνεύει κανείς να χαθεί σε άσκοπες πολιτικολογίες, αστικούς μύθους και συνομωσιολογίες γελοίου είδους…
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν διάσημοι γλωσσολόγοι και κοινωνιολόγοι, εικαστικοί και λογοτέχνες διεθνώς επιχειρούν να αναστήσουν «νεκρές γλώσσες», ιδιώματα και διαλέκτους, αφού έχει αποβιώσει ο τελευταίος φυσικός φορέας που τις ομιλούσε ως «μητρική» του λαλιά, εμείς ως Έλληνες κινδυνεύουμε να αφανιστούμε γλωσσικώς, όχι μόνον τώρα καταιγισμένοι από τη λαίλαπα των greeklich και τη σκοπούμενη ηλεκτρονική αγλωσσία/αφασία, αλλά τέσσερις δεκαετίες πριν, όταν αποφασίστηκε ξαφνικά πως οι ελληνιστικοί τόνοι μας περισσεύουν, τα νι είναι τρισκατάρατα, τα διπλά σύμφωνα εξοβελιστέα κι αφαιρέσαμε όχι μόνον τη δασεία και την οξεία από το ύψιλον αλλά και την υπογεγραμμένη κάτω από το ωμέγα, το ήττα (βιώνοντας μία γλωσσική ήττα που μπροστά της η Μικρασιατική Καταστροφή κι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ωχριούν). Ενόσω άλλοι λαοί της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (τότε Ε.Ο.Κ.) υπεραμύνθηκαν της ιστορικής τους ορθογραφίας και της μουσικότητος της καθομιλουμένης τους, εμείς φτάσαμε σε μια εθελοδουλεία πνευματική και πολιτιστική, αφού παραδώσαμε από μόνοι μας «γην και ύδωρ» στους καβαφικούς βαρβάρους που δεν ήρθαν ποτέ στην «πόλη-κράτος» μας και δεν μας ζήτησε ουδέποτε τέτοιες θυσίες. Πρόκειται για ανατολίτικη τεμπελιά, συνωμοσία των αγραμμάτων, αναστάτωση που προκάλεσε μία δραξ ανορθογράφων; Ή απλώς μια σκόπιμη πολιτική πράξη που στόχευε κατευθείαν στην καρδιά της Ελληνικής Σκέψης, που είναι ανθρωποκεντρική, ανθρωπομετρική, δημοκρατική και τείνουσα προς την Ελευθερίαν όλων των νοημόνων όντων επί γης.
Η Ποίηση είναι το τελευταίο μας καταφύγιο απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη «σούπα» που επιχειρείται από μεγάλες πολυεθνικές όπως ονομάζονται εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Πληροφορικής και προσπαθούν να απαλείψουν κάθε δυσχέρεια που προκύπτει κατά την αυτόματη μηχανική «μετάφραση» που θα τελείται από τις ρομποτοειδείς μηχανές του αμέσου μέλλοντος.
Όμως κι η Ποίηση η ίδια, η μόνη διασώζουσα τον ρυθμό της ζωντανής λαλιάς, η μόνη αναρχική μορφή τέχνης του Λόγου που μπορεί να διασχίσει τα σκότη του ρασιοναλισμού και να διαπεράσει τα επτά πέπλα της Ίσιδας προκειμένου να μας ξεναγήσει στο Άρρητο, Άφατο κι Ασύλληπτο Μυστήριο του Σύμπαντος Κόσμου, ακόμα κι αυτή η κατ’ εξοχήν τέχνη της παραπλανήσεως του ορθολογισμού, έγινε λεία κι Ιφιγένεια των πάσης φύσεως μωροφιλόδοξων Αγαμεμνόνων, ιμπεριαλιστών του πνεύματος, οι οποίοι τη μετέτρεψαν σε ένα υβρίδιο, πτωχή συγγενή της δοκιμιογραφίας, υποδεέστερη της διηγηματογραφίας κι εν τέλει παντελώς ανυπόληπτη στη συνείδηση του ευρέος αναγνωστικού κοινού.
Εξηγούμαι: όταν αφαιρέσεις από τον ποιητικό λόγο τον χορευτικό ρυθμό του, όταν τον μετατρέψεις σε μια απλή α-τονική κι άνευρη μηχανή παραγωγής, αναπαραγωγής, αναμασήματος κι αναχαράξεως νοημάτων, πολυχρησιμοποιημένων θεωριών και τσιτάτων, όταν την καταντήσεις φαιδρό ή πεισιθάνατο αυτό-ψυχαναλυτικό εγωκεντρικό αυτοαναφορικό ναρκισσιστικό λόγο, όταν ταυτίζεται με τις μεσαιωνικές εξομολογήσεις έμπροσθεν δικτυωτού που κρύβει τον καθολικό ιερέα, όταν είναι εφάμιλλη και ισότιμη των αμπελοφιλοσοφιών του καφενείου ή τελείως ακατάληπτη, όπως μας έδωσαν το δικαίωμα οι διάφοροι –ισμοί του πολύπαθου εικοστού αιώνα… τότε η Ποίηση μετατρέπεται σε συνταγή, παραλήρημα, άλογη έκφραση του εγγενούς υπαρξιακού τρόμου απέναντι στο κενό και τότε η «λευκή σελίδα» γίνεται ένα πεδίο μάχης για κακομαθημένα νήπια που πριν μάθουν να χτίζουν και να δομούν επιδίδονται αυθορμήτως και με την πατρική νουθέτηση κάποιων δήθεν «κριτικών», πανεπιστημιακών δασκάλων της συμφοράς κι θεσμικών εκπροσώπων της αντιπαροχής και των αντισταθμιστικών οφελών, που θα μπορούσαν να ονομάζονται και Ηρόστρατοι, τότε πια δεν μένει φίλοι μου κι αγαπητοί συνάδελφοι καμία ελπίδα, παρά να συνθηκολογήσουμε αμέσως, να θεσπίσουμε την αγγλική, τη γαλλική και γερμανική γλώσσα ως επίσημες του ελληνικού κράτους, να περιορίσουμε την οποιαδήποτε άλλη γλώσσα σε μικροπολιτικές συναλλαγές με τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και να νιώσουμε πια κι εμείς ως ισάξιοι και ισότιμοι των «ξένων» ομοτέχνων μας, αφού κακά τα ψέματα, ακόμα λειτουργεί ένας μολιερικός «Αρχοντοχωριάτης» κάτω από τα γελοία πιθηκίσια καμώματά μας κι υβρίζουμε την «ψωροκώσταινα» που μας φιλοξενεί και μεμψιμοιρούμε που δεν έχουμε την αγγλικήν ως μητρική μας γλώσσα, οπότε θα ήμασταν, όλοι ανεξαιρέτως, δισεκατομμυριούχοι, τόσο μεγάλη ιδέαν τρέφουμε περί του εαυτού μας και του ανυπέρβλητου ταλέντου μας… όταν μεγάλοι ποιητές, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και τόσοι άλλοι που διαμόρφωσαν κι εμπλούτισαν τη σύγχρονη νεοελληνική γλώσσα έστηναν ευήκοον ους εις τους απλούς, καθημερινούς, αγράμματους ανθρώπους…
Σήμερα, εν έτει 2018, οι μόνοι που ομιλούν ορθώς και χρησιμοποιούν ακόμη την αρχαία ελληνική προσωδία (την διαδοχή μακρών και βραχέων φωνηέντων, τονούμενων ή μη) είναι οι ζητιάνοι και οι μικροπωλητές, οι επαίτες και οι μανάβηδες στις λαϊκές αγορές, οι λιμενεργάτες και οι φορτωτές, οι γέροι και οι γριές σε απάτητα χωριά που ο δρόμος και το ηλεκτρικό φως έφτασαν στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Όλοι οι άλλοι μιλάμε α-τονικά, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοι ηθοποιοί, εκφωνητές ειδήσεων και διάφοροι ταγοί που ευελπιστούν να μετατραπούν εις πρότυπα μιμήσεως των ιθαγενών πιθηκοειδών (τόσο κακή ιδέα έχουν για τους αποδέκτες τους).
Επειδή όμως δεν είμαστε όλοι πρόβατα, μήτε αργυρώνητοι φυσικά κι επειδή πιστεύω ότι ο μιμητισμός είναι χειρότερος εχθρός από τον ύπουλο κατακτητή-παγκοσμιοποιητή μας, εγώ προσωπικά πιστεύω στην ενότητα του ελλόγου ανθρωπίνου είδους, την ένωση όλων των λαών, των εθνών και των μειονοτήτων σε ένα σύνολο, ειρηνικό κι αλληλέγγυο, που θα πρεσβεύει την Ελευθερία, την Ισότητα, τη Δικαιοσύνη και την Αδελφοσύνη όλων, φρονώ και θέτω σήμερα προς συζήτησιν πως μόνον η πολυφωνία, η πολυχρωμία, η πολυμορφία και η ελευθερία εκφράσεως που μας χαρίζει η αληθινή, η γνήσια, η αυθεντική Ποίηση, είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου να μεταβώμεν ομαλώς στην επόμενη Αναγέννηση που υπόσχεται η Τεχνολογία, μέσα από την ελεύθερη διάχυση κι ανταλλαγή της Πληροφορίας.
Η Ποίηση δεν είναι πια μήτε υψηλή μήτε χαμηλή, προκειμένου να μην καταστεί όμως τελείως αναξιοπρεπής κι αναξιόπιστη οφείλει να στραφεί εκ νέου στη μουσική, στο ρυθμό, στις παρηχήσεις και συνηχήσεις της πλούσιας ελληνικής γλώσσας κι έτσι θα αναδείξει και τα νοήματα, που χωρίς τον σωματικό διονυσιακό ρυθμό δεν θα γίνουν ποτέ απολλώνια. Μπορεί οι «ομιλούσες κεφαλές» να είναι καλές για την επιστήμη των Μαθηματικών (αν κι ούτε αυτό πιστεύω), όμως, αγαπητοί συνάδελφοι, ας εγκαταλείψουμε το προληπτικό κατηγορούμενο των προτομών μας κι ας ξαναγίνουμε ζωντανοί άνθρωποι με τις αρμονικές διακυμάνσεις και τις αντιφάσεις μας. Άλλως πως, δεν θα ήθελα να ακούσω ξανά για ποιητές και ποιήματα. Οι δοκιμιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές είναι απείρως προτιμότεροι, γιατί αυτή τουλάχιστον έχουν έναν μπούσουλα, τεχνική και κανόνες και δεν μας φτύνουν κατάμουτρα με νηπιακή αναίδεια τη δοκησισοφία τους.
Η Σουηδική Ακαδημία διάλεξε να βραβεύσει με την υψίστη λογοτεχνική παγκόσμια διάκριση έναν τραγουδοποιό, απόγονοι των παλαιών τροβαδούρων, απλώς και μόνον – κατά τη γνώμη μου – για να μας δώσει ένα ηχηρό μήνυμα: να πάψουμε να μωρολογούμε παραθέτοντας διανοουμενίστικες ανοησίες νομίζοντας πως γράφουμε ποίηση χωρίς καν να στιχουργούμε. Τις τελευταίες δεκαετίες νομίζει ο κόσμος πως η ποίηση είναι ένα εύκολο πράγμα που μπορεί να γράψει ο κάθε εις και η πάσα μία. Ακόμα όμως κι αν ο Ρίτσος στο «Καπνισμένο τσουκάλι» ευαγγελίζεται κάτι τέτοιο, ακόμα δεν έχει επιτευχθεί, γιατί «η γυναίκα που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια στην δροσερήν αυλόπορτα» χρησιμοποιεί ακόμα τα νί και το δίγαμα όταν μιλάει, τσακώνεται, ερωτεύεται, θυμώνει… ειδικά όταν δεν έχει περάσει από πανεπιστημιακά θρανία κι έδρανα, τότε ενδέχεται να πλάθει καθημερινώς μια ποίηση απείρως ανωτέρα των τυπωμένων πονημάτων κάποιων ματαιοκαμάτων. Κι εδώ σταματώ. Ο λόγος σ’ εσάς…
Κωνσταντίνος Μπούρας