“Τρία ΆΛΦΑ, μία ΉΤΤΑ κι ένα ΩΜΕΓΑ”σε γαλλική μετάφραση της Παρασκευής Β. Μόλαρη, Εκπαιδευτικού, Μεταφράστριας, ΜΑ LLCER Université Paul Valéry Mοntpellier 3.
Ηλιοβασίλεμα
Πεθαίνουμε κάθε δειλινό
Με τον ήλιο.
Αγωνιούμε για τη λειψυδρία
Κάθε γΙούλιο.
Ανασταινόμαστε κάθε αυγή
Και γιορτάζουμε την πρώτη
Σταγόνα στο κούτελό μας.
Αυτή η εξορία
Τελειώνει ευτυχώς
Κάθε εβδομήντα χρόνια
Για να επανέλθουμε
Τρία ή τριάντα τρία
Χρόνια μετά…
Coucher de soleil
Nous mourons à chaque crépuscule
Avec le soleil.
Nous nous inquiétons du manque d ’eau
A chaque mois de juillet.
Nous ressuscitons à chaque aube
Et célébrons la première goutte
Sur notre front.
Cet exil
Finit heureusement
Tous les soixante-dix ans
Pour revenir
Trois
Ou trente trois ans plus tard…..
******
Η πρώτη φορά που πέθανα
Κι έπειτα, έπεφτα…
Οργίλος και θεός
Σαν αμαρτωλός
Χωρίς έλεος για τον
Εαυτό του.
Με τα χρόνια έγινα πιο επιεικής.
Έτσι έχω πεθάνει μόνο τέσσερις
Φορές μέχρι τώρα.
Απομένουν άλλες τρεις.
Επτάψυχος γαλή.
Γάτος εφτάψυχος.
Ma première mort
Et puis, je tombais
Furieux et dieu
Comme un pêcheur
Sans merci
Pour soi-même.
Au fur et à mesure des années
Je devins plus indulgent.
Ainsi, je ne suis mort que quatre fois
Jusqu’à présent.
Chatte aux sept vies.
Chat aux sept vies.
******
Η σπασμένη φτερούγα
Γιατί υπάρχουν και ζωές
Χωρίς σπασμένη φτερούγα,
Πτηνά που τα βρίσκει
Ο χάρος στο λαιμό
Όταν τσιμπολογάνε
Τους σπόρους ενός δέντρου
Χωρίς να γνωρίζουν
Ότι αυτό θα είναι το έσχατο
Μιας ζωής βυθισμένης
Στην ασυδοσία
Της κατανάλωσης
Ενός ουρανού
Πιο γαλάζιου
Κι από τον πυθμένα
Του πηγαδιού
Τη μυστική εκείνη ώρα
Που το σκοτάδι φωτίζει
Από μέσα
Κι είναι πιο εύκολο ν’ αφεθείς
Να πέσεις
Παρά να σκαρφαλώσεις
Με νύχια και με δόντια
Τα μουχλιασμένα τειχιά
Μέχρι να βγεις ο μισός έξω:
Πρώτα το κεφάλι,
Μετά τα δύο χέρια
Στο φιλιατρό,[1]
Ο κορμός
Κι έπειτα βουτάς
Έξω
Στην έναστρη νύχτα
Που λάμπει
Πιο εκτυφλωτικά
Κι από ντάλα μεσημέρι
Ενώ στην κορυφή
Της χλωρής καρυδιάς
Ένα αηδόνι ψάλλει
Τα λάθη μιας ζωής
Χωρίς σπασμένη φτερούγα.
L’aile brisée
Pourquoi des vies
Sans aile brisée,
Des oiseaux
Blessés au cou par la mort
Au moment où ils picotent
Les grains d’un arbre
Sans savoir
Que ceci sera le dernier moment
D’une vie
Plongée dans la débauche
De la consommation
D’un ciel
Plus bleu
Que le fond du puits
En ce moment mystique
Où l’obscurité
Ilumine de l’intérieur
Rendant ainsi plus facile
De se laisser tomber
Au lieu de grimper
Coûte que coûte
Les murs noisis
Jusqu’à la moitié du corps
Apparaissent déhors :
D ’ abord la tête
Puis les deux mains
Sur l’orifice, *
Le tronc
Puis plonger dehors
Dans la nuit étoilée
Brillant fort
A te rendre aveugle
Et de plein midi
Jusqu’au sommet
Du noyer vert
Un rossignol gazouille
Les erreurs d’une vie
Sans aile brisée.
………………………………………………………………
- “Les doigts sur l’ orifice” (Georges Seferis, tiré du “Roman”).
******
Νοσταλγία κεραυνού
Θα ᾽θελα να ᾽μαι κεραυνός
Κι όχι πέτρα που αφήνει ξωπίσω του.
Ούτε καν ο γλύπτης άνεμος
Που απαλλάσσει τα δέντρα
Από τα παράσιτα
Και το περιττό φύλλωμά τους.
Μήτε καν ο Χρόνος
Που σμιλεύει τα βουνά
Στο μέγεθος της πίστης μας.
Ο Έρωτας θα ήθελα να είμαι
Με την αμεσότητα του κεραυνού
Την ανεπανάληπτη.
Μόνον έτσι αξίζει να ζει κανείς
Κι όχι σκυμμένος
Μηρυκάζοντας
Τις ίδιες ιδεοληψίες.
Όσο για τις μνησικακίες,
Ρήμαξαν το συκώτι μας,
Τόσο που κι έναν λειμώνα
Γαϊδουράγκαθα
Αν βοσκήσεις
Να μην το αναπλάσεις
Στη μορφή εκείνη που είχε κάποτε,
την ένδοξη…
Nostalgie de foudre
Je voudrais être foudre
Et non pas pierre laissée derrière par elle.
Même pas le vent sculpteur
Qui débarasse les arbres
Des parasites
Et de leur feuillage superflu.
Même pas le Temps
Qui cisèle les montagnes
A la dimension de notre foi.
Je voudrais être l’Eros
Avec l’immmédiateté époustouflante
De la foudre.
Ce n’est qu’ainsi que la vie prend valeur
Et non pas tête baissée
Ruminant
Les mêmes obsessions.
Quant à la rancune,
C’ est elle qui a saccagé notre foie,
A tel point que
Même si tu patures
Dans une prairie pleine de chardons,
Tu ne sauras le reformer
A l’image glorieuse
Qu’il avait jadis…
******
Αναπολήσεων μεταμέλειες
«Όλα ήταν καλά
Κι έγιναν στη σωστή ώρα»,
Λέω κάθε φορά
Που τών αναπολήσεων μεταμέλειες
Με καταβάλλουν.
Ως άνθρωπος, ακολούθησες
Την αρχή τής ηδονής
Κι απέφυγες τις σκιές.
Αυτές πήραν όμως
Μορφήν αγαπησιάρικη,
Οικογενειακή
Και εισέβαλαν στις ρωγμές
Ενός κόσμου αφηρημένου
Καθημαγμένου
Από τις οιμωγές
Τών φιλάθλων
Και τους εορτασμούς
Για μια νίκη αναμενόμενη
Πλην όμως ουδέποτε
Επιτευχθείσα.
Τελικώς, είμαστε όλοι χαμένοι,
Αποτυχημένοι
Κι η θεά Τύχη, κοπέλλα
Με πλούσια μαλλιά
Αλλά φαλακρή από πίσω,
Γιατί όλοι την τραβολογούν
Αφού τους έχει ήδη προ πολλού
Προσπεράσει.
Όμως δεν ταιριάζουν μεταμέλειες
Στους πνευματικούς. Όλα έγιναν άριστα
Και στη σωστή ώρα. Εμπειρίες και μαθήματα.
Φτάνει να είσαι ζωντανός μετά. Τότε…
«Βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι»
Που έλεγε η γιαγιά Ευφημία
Πίνοντας ήσυχα ήσυχα το συνηθισμένο
Αφέψημά τους
Με την γειτόνισσα κυρία Ευανθία
Κάθε απόγευμα στις πέντε
Ανάμεσα στις ορτανσίες
Που δεν μοσχοβολούσαν
Αλλά πλήγωναν το βλέμμα
Με την ανώφελη μεταμέλειά τους.
Se repentir des réminiscences
“Tout était correct
Tout s’est fait au bon moment”
Dis-je à chaque fois
Que le repentir des réminiscences
M’abat.
En tant qu’homme,
Tu as suivi le principe da la volupté
Evitant les ombres.
Celles-ci ont neanmoins pris
Une figure chère
Familiale
Et ont envahi par les fissures
D’un monde abstrait
En sang
Par les cris de lamentation
Des supporteurs
Et les célébrations
Pour une victoire attendue
Pourtant jamais remportée.
En fin de compte, on est tous perdus,
Ratés
Et la déesse Chance,
Jeune femme aux cheveux opulentes
Mais chauve à la nuque
Car tous la tiraillent
Les ayant, elle, depuis longtemps doublés.
Pourtant, se repentir
Ne convient pas aux hommes d’esprit.
Tout fut correct.
Au bon moment. Expériences et leçons.
Pourvu d’en sortir vivant. Alors…
“Mettre mes deux mains devant et me soulever”
Comme disait mamie Eftimia
En buvant en calme
Leur tisane habituelle
Avec Evanthia, une femme voisine
Tous les après –midis à cinq heures
Parmi les hortensias
Qui ne sentent pas bon
Mais blessent le regard
Par leur repentir inutile.
[1] «τα δάχτυλα στο φιλιατρό», Γιώργος Σεφέρης (από το «Μυθιστόρημα»)