- Το δραματικό στοιχείο στην σύγχρονη νεοελληνική ποίηση.
Η λεγομένη «νεωτερικότητα» εισήγαγε μαζί με την απελευθέρωση του στίχου από τα παραδοσιακά μέτρα και σταθμά μια υβριδική θα έλεγα μορφή «πεζοτράγουδου» ή «πεζοποιήματος» μοντερνιστικού ή μη. Ο λεγόμενος «ελεύθερος στίχος» σε συνδυασμό με την παράλληλη ιλιγγιώδη ανάπτυξη της ανάγκης μας για Ψυχανάλυση οδήγησαν σε έναν αυτοαναφορικό, εγωκεντρικό, εγωπαθή, ατομικιστικό, ε-αυτιστικό λόγο που δεν διακρίνεται πλέον από την μεσαιωνική εξομολόγηση, μόνο που εκείνη διεξήγετο και διεπράττετο ενίοτε «εν κρυπτώ και παραβύστω» ο σύγχρονος όμως ποιητικός λόγος (από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα μέχρι και την ταραγμένη, μεταβατική, μεταιχμιακή μετανεωτερική εποχή μας) είναι αυτόχρημα αυτοψυχαναλυτικός, εξομολογητικός, μονολογικός, παραληρηματικός, απολογητικός ή καταγγελτικός, ενοχοποιητικός ή αυτομαστιγωτικός, σε κάθε περίπτωση όμως τείνει περισσότερο προς το δραματικό είδος ενόσω απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την «λυρική» ποίηση. Η μουσικότητα διαχωρίστηκε από την όποια (διευρυμένη έστω) έννοια της ρυθμολογίας και η έννοια «Αρμονία» εξοβελίστηκε όπως άλλες ωραίες αρχαίες λέξεις «έμπνευσις», «ταλέντο», ποιητής-προφήτης (poeta vates, κατά του Λατίνους θεωρητικούς). Σήμερα κυριαρχεί ο ποιητής-τεχνίτης (poeta faber), όχι μόνον στην Λογοτεχνία αλλά και στις Τέχνες γενικότερα. Ο αυθαίρετος αυτοσχεδιασμός, η μονολογική εγωκεντρική «παράβασις», η από-τελετουργοποίηση τού ποιητικού λόγου οδήγησαν και οδηγούν νομοτελειακά στην απόλυτη από-κοινωνικοποίηση, ιδιωτικοποίηση, οίηση, απομόνωση, μινυρισμό, μυκτηρισμό, γελοιοποίηση εν τέλει. Ακόμα και στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ, στα διηγήματα και μονολογικά μονόπρακτα τού Τσέχωφ υπερισχύει το «εμείς» έναντι τού «εγώ». Σε μεταβατικές, μεταιχμιακές περιόδους παρακμής τού ισχύοντος/τρέχοντος/κατεστημένου Πολιτισμού, τα διάφορα εγώ οδηγούνται, όπως ο Ίκαρος, στην απόλυτη σύγκρουσή τους με την συλλογική κοινωνικότητα, ακριβώς όπως τα επιταχυνόμενα υποατομικά σωματίδια στο πείραμα Cern οδηγούν στην αποδέσμευση κολοσσιαίων δυνάμεων, που λειτουργούν κατ’ αρχήν ως φυγόκεντροι και πολύ μετά ως κεντρομόλοι. Με όλα αυτά θέλω να πω πως μέσα από την πλήρη απαξίωση της σύγχρονης μετανεωτερικής ποίησης, μετά την αποδόμηση, διαφαίνεται όχι μια στείρα επιστροφή στις ρίζες και δουλική συνέχιση τής όποιας παράδοσης, αλλά ένας αισθητικός/ιδεολογικός/θεματολογικός μετασχηματισμός με ρυθμολογικές συνέπειες ανυπολόγιστες και καινοφανείς ούτως ή άλλως.
Η σύγχρονη ποίηση είναι δραματική, η σύγχρονη δραματική παραγωγή όμως δεν είναι (ακόμη) ποιητική. Κυριαρχεί η βία, η αποξένωση, η απόσχιση, ο διαχωρισμός, η πυρηνική έκρηξη. Πολύ πριν επιτευχθεί η πυρηνική σύντηξη θα υποστούμε ακόμα μερικές δεκαετίες ίσως απόλυτης ποιητικής παρακμής, που άρχισε από την λεγομένη «γενιά του ιδιωτικού οράματος – γενιά του 1980» και συνεχίζεται ακάθεκτη έως σήμερα.
Η μόνη μας ελπίδα είναι το ενυπάρχον και διαρκώς διαστελλόμενο, μονολογικό ή ψευδο-διαλογικό δραματικό στοιχείο που οδηγεί την ποιητική διαδικασία στις αρχικές της σκηνικές-κοινωνικές λειτουργικότητες.
Μπορεί κάποτε η Ποίηση, αν θέλει να επιβιώσει, να συμπτυχθεί με τις λεγόμενες «παραστατικές τέχνες» και τότε θα γίνει κάτι άλλο, μετά-Ποίηση ίσως.
Δυστυχώς, είμαστε πλέον πολύ μακριά από το «Περί ύψους» του Λογγίνου και από κάθε έννοια «ύψους» γενικότερα. Τείνουμε μάλλον προς το βάθος τού Πανανθρώπινου Ασυνείδητου, εκεί όπου εμφιλοχωρούν οι ομηρικοί (και καβαφικοί) Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες.
Κι αν οι αρχαίοι, οι μεγάλοι δραματικοί ποιητές «τρέφονταν με ψίχουλα από το τραπέζι τού Ομήρου» εμείς τι έχουμε να πούμε;
- «Θέατρο και ποίηση: δύο συγκοινωνούντα δοχεία που έχουν αποκοπεί στις μέρες μας. Μουσική και ποίηση: δύο ξένοι στην ίδια τέχνη. Ποίηση και χορός: το ανήκουστο διαζύγιο».
Το κοινό στοιχείο του θεατρικού και ποιητικού κώδικα είναι η αν-οικείωση, η ξεχωριστή κι ασυνήθιστη, υπερβατική και μη καθημερινή χρήση των σημείων έτσι ώστε να παραχθούν καινούργια σημαίνοντα.
Ακόμα κι αν είναι δύσκολο ακόμα να ορίσουμε επακριβώς τι είναι θεατρικότητα και τι είναι ποιητικότητα, αφού κινητοποιούνται στη συνδημιουργική παραγωγή του αισθητικού προϊόντος άδηλες περιοχές του ανθρωπίνου εγκεφάλου και δη του δεξιού ημισφαιρίου του (για τους δεξιόχειρες) κι η ψυχοσωματική ολότητα εκ-στασιάζεται με τρόπους που παράγεται μια ηδονή πρωτόγνωρη κάθε φορά και οπωσδήποτε διακριτή από τις συνήθεις υλικές απολαύσεις. Εξ ου και το επίθετο «υψηλή» για την ποίηση (δραματική ή μη).
Βεβαίως υπάρχει μη δραματική ποίηση, η λυρική, η στοχαστική-φιλοσοφική, η ελεγειακή, η στρατευμένη-πολεμική, η προπαγανδιστική και πολλά άλλα υπό-είδη. Όμως η δραματική ποίηση είναι η υψηλοτέρα και δυσχερεστέρα, πολυπλοκοτέρα και τεχνικοτέρα μορφή της, αφού εκεί συναίρονται, συνδυάζονται και συναντώνται πολλοί επί μέρους κώδικας συνθέτοντας ένα τέχνημα που μήτε με το υφαντό της Πηνελόπης δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε διαπλεξιμότητα [επίτηδες χρησιμοποιώ νεολογισμούς προκειμένου να αρθρώσω έναν ποιητικό-δοκιμιακό λόγο].
Υπάρχει όμως θέατρο δίχως ποίηση; Φυσικά. Το «θέατρο της εικόνας», η παντομίμα, η ψυχαγωγική τέχνη μίμων και μιμάδων, joculatores και σαλτιμπάγκων, ζογκλέρ και τσιρκολάνων… ατταβιστικοί τρόποι προσελκύσεως του ενδιαφέροντος του κοινού δια της διεγέρσεως των τριών κατωτέρων ενεργειακών του κέντρων (κοινώς «τσάκρα»). Όμως όταν πρόκειται να ανέβουμε πάνω από το «ηλιακό πλέγμα» και να κινητοποιήσουμε τα συναισθήματα του κοινού αποδέκτη μας, τότε χρειάζεται κάτι παραπάνω από ατταβισμό. Απαιτούντα τουλάχιστον τα μελοδραματικά ή υψιπετή «κινήματα της ψυχής» για να θυμηθούμε τον μεγάλο μυσταγωγό Διονύσιο Σολωμό. Εκεί τα πράγματα γίνονται δυσχερέστερα κι απαιτητικότερα από μια απλή αναπαράσταση πράξεως ατελούς και αληθοφανούς (;). Εκεί πρέπει – σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» – να επιτευχθεί δια νομίμων ή καινοφανών εκφραστικών μέσων «μίμησις πράξεως μεγάλης και τελείας». Ακόμα και στην περίφημη «αποστασιοποίηση» του Μπρεχτ, υπάρχει η εξ αντιθέτου απαίτηση μιας κάποιας αναλογίας με πραγματικά-ιστορικά ή φαντασιακά-παραβολικά γεγονότα με πυκνούς συμβολισμούς και (ευθείες ή πλάγιες) παραπομπές σε στοιχεία της καθημερινότητας (πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής)…
Ο Σαίξπηρ στον «Άμλετ» διδάσκοντας τους πλανόδιους θεατρίνους την αυτοσχέδια «Ποντικοπαγίδα» που στήνει εις βάρος του φιλόδοξου και σκοτεινού θείου και της ορκοπάτισσας μητέρας του, ο μέγιστος ελισαβετιανός δραματουργός και ποιητής μας δίνει ένα σημαντικό μάθημα τεχνουργικής και ποιητικής. Εκεί είναι σαφές πως ο άντρας μιμείται την γυναίκα που ξεπατικώνει την ζωντανή βασίλισσα. Θέατρο εν θεάτρω. Διπλό κάτοπτρο. Ενισχυμένη θεατρική σύμβαση επί το μαθηματικώς περιπλοκότερον. Εκεί όμως φαίνεται και η δομή, η «συνταγή», το μυστικό μιας πλήρους θεατρικής δράσεως ενώπιον επαρκών θεατών. Εκεί θεατρικότητα και ποιητικότητα είναι αλληλένδετες κι αδιαίρετες. Όπως είναι στο αρχαίο ελληνικό δράμα (τραγωδία και κωμωδία), στον Μολιέρο, στον Λόπε ντε Βέγκα…
Γιατί όμως σήμερα τα χωρίσαμε; Στη μετανεωτερική εποχή μας έχουμε χάσει τον μπούσουλα. Η αποδόμηση μας χτύπησε κατακέφαλα έτσι ώστε να θεωρούμε δραματικό υλικό το ο,τιδήποτε, να «στήνουμε θέατρα και να τα χαλούμε» ανερμάτιστα κι αθεμελίωτα, να χτίζουμε πάνω στην άμμο, να χρησιμοποιούμε λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά κείμενα ως «λιμπρέτο» ή «σενάριο» ή «προφάσεις εν αμαρτίαις».
Μα τι συνέβη ακριβώς; Χάσαμε το γούστο μας; Το κέφι της; Την ορθοκρισία μας; Βυθιστήκαμε στον παραλογισμό; Μας ρούφηξε το χάος της μαύρης πολιτισμικής τρύπας; Η παγκοσμιοποίηση ισοπέδωσε τα πάντα δημιουργώντας μία αλλόκοτη σούπα που όλα έχουν θέση και τίποτα δεν χωράει τελικά; Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα;
Το αρχαίο θέατρο είχε και χορό και μουσική και σκηνικά και κοστούμια και ζωγραφισμένα σκηνικά και γλυπτό διάκοσμο κι αρχιτεκτονημένο σκηνικό οικοδόμημα και υποκριτική και μελωδία και… και… υψηλή ποίηση εν τέλει, που διαβάζεται αυτοτελώς και διασώθηκε μέσα στους αιώνες.
Από μια λανθασμένη (;) ή μήπως ορθή παρ-ανάγνωση του βιβλίου του Βιτρούβιου «Περί Αρχιτεκτονικής» (“De Architectura”) δημιουργήθηκε το καινοφανές (;) λυρικό θέατρο (κοινώς «όπερα») στο Teatro Olympico της Vicenza. Σε αυτό το είδος οι καλλιτέχνες τραγουδούν, χορεύουν, συνομιλούν (recitativi – στιχομυθίες) κι αναπαριστάνουν ένα ολόκληρο κάθε φορά μυθικό σύμπαν χωρίς καμία απαίτηση αληθοφάνειας (vraisemblance), ρεαλισμού, νατουραλισμού ή ηθογραφίας. Σε αυτό το παρωχημένο είδος έδωσε στα μέσα του εικοστού αιώνα η Ελληνίδα καλλιτέχνις Μαρία Καλογεροπούλου το δραματικό, τελετουργικό, ποιητικό και θεατρικό στοιχείο που είχε απολεσθεί στην παρηκμασμένη στατική χρήση της όπερας ως σκηνικής υλοποιήσεως.
Μα τι ακριβώς έκανε η Κάλλας; Εκτός από τις φωνητικές της επιδόσεις, κινήθηκε, εκφράστηκε με το σώμα της, υποκρίθηκε τις ηρωίδες που εκλήθη να ερμηνεύσει και χωρίς να ξέρει ή να έχει διδαχτεί το σύστημα του Στανισλάβσκι, χωρίς να υπακούει στο «παράδοξο τού Diderot» ζούσε επί σκηνής, υπήρχε, δρούσε, ταυτιζόταν, έπασχε, σταυρωνόταν κι ανασταινόταν κάθε φορά, υπερέβαινε τα όριά της σα να ήταν πράξη ζωής και θανάτου η σκηνική της παρουσία, σα να τραγουδούσε για πρώτη και τελευταία φορά στο απέραντο θέατρο του Κόσμου, πέρα από τον συνήθη χωροχρόνο, με ακροατές υλοποιημένους ανθρώπους κι αόρατα πνεύματα… Εξ ου κι η μεγαλοσύνη της, το απαράμιλλο μεγαλείο της. Καμία δεν θα τραγουδήσει μετά από αυτήν έτσι, καμία δεν θα παίξει, δεν θα υποδυθεί, δεν θα υπάρξει επί σκηνής με ολάκερη, ατόφια ψυχοσωματική της ενότητα. Αυτό είναι αγαπητοί μου θέατρο. Με όλη τη σημασία του όρου. Όχι ένα φτωχό είδωλο της ζωής, όχι μια διαθλασμένη, παραθλασμένη, παραμορφωμένη ή παραμορφωτική, ψευδαισθητική ή παραισθητική «πραγματικότητα». Το θέατρο, το αληθινό θέατρο δεν είναι παρακμιακό πολιτισμικό είδος. Δεν θα λήξει ποτέ. Δεν θα πεθάνει. Περνάει βεβαίως κρίση. Ειδικά σήμερα. Αν και όχι τη μεγαλύτερη από καταβολής κόσμου. Από τον φόβο των κυρίαρχων μηχανών γυρίσαμε πάλι στον πρωτογονισμό, στην εσωστρεφή αυτοκαταστροφική μανία. Δεν υπάρχουν σήμερα μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς; Ή μήπως υπάρχουν και τους αγνοούμε; Μήπως λανθάνουν; Κι αν ναι, τις πταίει; Γιατί αναγκαζόμαστε να δραματοποιούμε πεζογραφικά ή άλλα κείμενα που δεν γράφτηκαν για το θέατρο; Τι είναι ετούτο το κενό; «Αμηχανία ψάλτου βηξ»; Μακριά από κάθε υπόνοια συνωμοσιολογικού σεναρίου, πήξαμε στις κινηματογραφικές (κυρίως) και τηλεοπτικές αναπαραστάσεις «κατά συρροήν δολοφόνων» (“serial killers” ελληνιστί). Βία κι αίμα υπήρχε ως απαίτηση του κοινού και …του ταμείου και στην ελισαβετιανή και στη ρωμαϊκή αλλά όχι και στην αρχαία ελληνική εποχή. Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα; Ο θεός Σίβα, ο καταστροφέας της ινδουϊστικής θείας Τριάδος, έχει – ως φαίνεται αναλάβει εργολαβικά τη δουλειά να κατεδαφίσει το γνωστό σύμπαν προκειμένου ο έτερος θεός-αναδημιουργός να το ανά-στήσει εκ βάθρων. Ωραία. Έχουμε λοιπόν το προνόμιο – όπως λέει ρητά η αρχαία κινέζικη παροιμία – «να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς». Μα τότε τι ακριβώς κάνουμε; Ποιος ο ρόλος μας; Να επικροτούμε και να θεωρητικοποιούμε πάσης φύσεως αμηχανίες, αδυναμίες, αναπηρίες, ανημπόριες και παθολογίες; Ποιος είναι ο ρόλος μας ως πνευματικών ανθρώπων; Απορία.
Και για να γυρίσω στο θέμα μου: «Θέατρο και ποίηση: δύο συγκοινωνούντα δοχεία που έχουν αποκοπεί στις μέρες μας. Μουσική και ποίηση: δύο ξένοι στην ίδια τέχνη. Ποίηση και χορός: το ανήκουστο διαζύγιο». Πώς είναι δυνατόν να ξεχωρίζουμε τα αδιαίρετα και να διακρίνουμε τα αδιευκρίνιστα; Φτάσαμε τόσο πολύ βαθιά λοιπόν στην αυτοψυχανάλυσή μας ως είδος που το μόνο που απομένει είναι να αυτοκαταστραφούμε; Κι αν δεν θέλουμε; Αν κάποιοι από εμάς αντιστέκονται; Τίνι τρόπω θα βγούμε από τη στενωπό; Πώς θα ξαναδούμε φως στο βάθος της σκοτεινής και μουχλιασμένης σήραγγος, όπου ούτε τα άγρια θηρία δεν θα έμπαιναν ποτέ και κανείς δεν θα μπορούσε να τα ξεγελάσει;
Δια της ποιήσεως. Με την ποίηση, για την ποίηση, από την ποίηση, παρά τη ποιήσει, περί την ποίησιν… Όταν, με όλες τις αγαθές προθέσεις, η Ποίηση είναι για εμάς – πάλι – κάτι το υψηλόν κι έχει δικαιωματική, κληρονομική θέση – εξ ορισμού – στην θεατρική μας πρακτική, όποια κι αν είναι.
Χωρίς την ποίηση, η σκηνική πράξη τείνει προς τη βαρβαρότητα. Τα ρωμαϊκά ήθη και έθιμα, οι παροχές των κρατούντων σε «άρτον και θεάματα» οδήγησαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία σε παρακμή, διαφθορά, σήψη και κατάρρευση εν τέλει.
Όμως «ουκ επ’ άρτον ζήσεται (μόνον) άνθρωπος». Η Ποίηση, η ποίηση θα μας σώσει. Όταν είναι συνώνυμη της Αλήθειας, του Κάλλους και της Αρμονίας, της συμπαντικής, της παγκόσμιας, της αρχετυπικής, της προαιωνίου… Κι υπάρχουν οι μαθηματικές σταθερές στα «στερεά» του Πλάτωνα-Πυθαγόρα, όπως τα διδάχτηκαν και τα άκουσαν από τους Αιγύπτιους-ατλάντιους ιερείς στο Λούξορ. Μόνο που πρέπει να ψάξεις πολύ βαθιά για να τα βρεις, μέσα στο ανθρώπινο σώμα και να στήσεις «ευήκοον ους» στους ήχους που φτάνουν από μακριά, στη «μουσική των σφαιρών» που κατονομάζει ο Σαίξπηρ… την μυστική εκείνη μελωδία που μόνον οι τρελοί, οι ερωτευμένοι και ποιητές ψυχανεμίζονται. Όλοι οι άλλοι, χρειαζόμαστε πυθίες, προφήτες και σωτήρες.
Το θέατρο είναι μια καλή αρχή για να ξαναγεννηθούμε ως αυτοτελή κι αυτάρκη, ελεύθερα και υγιή, δημοκρατικά και ψυχοπονιάρικα, αλληλέγγυα και δίκαια ανθρώπινα όντα. Το θέατρο όταν ξανασμίξει με την ποίηση, τη μουσική, το χορό, το ρυθμό εν τέλει. Τον ρυθμό τον συμπαντικό κι ανθρώπινο. Τον ρυθμό τον γήινο και ηλιακό. Τον ρυθμό τον γαλαξιακό και… ακόμα πέρα. Εκεί που δεν πάει, δεν φτάνει και δεν αντέχει η ανθρώπινη λογική.
Αυτό το μυστήριο είναι η βάση και το κοινό στοιχείο μεταξύ Θεάτρου και Ποιήσεως (όταν γράφονται και εκφέρονται με δέος, με άκρα ευλάβεια κι ανείπωτο σεβασμό – πάντα με Θήτα και με Πι κεφαλαίο)…
- Εισαγωγή στον τόμο: Τα ποιήματα της Κρίσης (2008-2018) – 136 ποιητές (ποιήματα γραμμένα στα δύσκολα και μεταβατικά χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης). Ανθολόγηση-εισαγωγή-επιμέλεια: Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας, Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 2019.
Αυτή η ανθολογία δεν έχει αξιολογικό αλλά θεματολογικό, υφολογικό και ρυθμολογικό χαρακτήρα. Μακράν πολύ από αισθητισμούς κι αποκλεισμούς, επιχειρήσαμε να αποτυπώσουμε (όσο γίνεται εξπρεσσιονιστικά) το πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης στα προκλητικά χρόνια της μεταβατικής δεκαετίας 2008-2018. Ζήτησα από τους ποιητές που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Κωνσταντίνου Ι. Κορίδη των εκδόσεων Ιωλκός να καταθέσουν εκτός από τα ποιήματα και τα βιογραφικά τους και μερικές σκέψεις τους (off-the-record) για το τι σήμαινε γι’ αυτούς η Κρίση και πώς επέδρασε ή επηρέασε (αν επηρέασε) την ποιητική ή την θεματολογία τους. Αυτό το «ερωτηματολόγιο» θα αποτελέσει τη βάση για μια επιστημονική μεταδιδακτορική μου έρευνα για αυτή την «ποίηση της Κρίσης»(ας την πούμε έτσι) που δεν ταυτίζεται με την «γενιά της Κρίσης», αφού συνεχίζουν να δημιουργούν και να εκφράζονται ποιητές που «ανήκουν» σε προγενέστερες γενιές (είτε στην περίφημη τη «γενιά του ‘70» που ακόμα μεγαλουργεί είτε στην παραγνωρισμένη κι ανεξερεύνητη ακόμα «γενιά του ‘80» ή «γενιά του ιδιωτικού οράματος» – αλλά και παλαιότερες γενιές εκπροσωπούνται δειγματοληπτικώς – αν όχι κι επαρκώς – εδώ).
Σε αυτό το ψηφιδωτό με τις 136 εκφάνσεις του ποιητικού αποτυπώνεται ένας αντιπροσωπευτικός κατά το μάλλον ή ήττον συσχετισμός δυνάμεων, τάσεων, προτάσεων, υπεκφυγών ή μεταβάσεων. Υπάρχει και η λεγομένη «ποίηση φυγής» που εκπροσωπείται ελάχιστα σε αυτή την ανθολογία, αφού μας ενδιαφέρει εξαρχής το θετικό κοινωνικό πρόσημο κι η μετάβαση από το «αυτιστικό» εγώ στο συνειδητοποιημένος «εμείς» μιας συλλογικότητας ενεργών κι εναργών πολιτών που με τον οίστρο της Κρίσης αφυπνίζονται κι αποφασίζουν να αλλάξουν τον κόσμο (μέσα τους κι έξω τους) έτσι ώστε να ταιριάζει περισσότερο με τα οράματα και τα ιδεώδη του Διαφωτισμού.
Αυτός είναι κι ο ιδεολογικός άξονας μιας περιδιάβασης στον τυπωμένο ή και ηλεκτρονικό λόγο που διεκδικεί το δικαίωμά του (πανάρχαιο κι απαράγραπτο) να εκφράζει το συλλογικό ασυνείδητο και να αποτυπώνει έστω και αποσπασματικώς την δι-υποκειμενική συλλογική συνειδητότητα.
Φυσικά, δεν ήταν κι εύκολο να διαλέξεις, αφού ταξιδέψεις μέσα σε τόσες εναγώνιες εκφάνσεις του Άρρητου, μόλις το δέκα τοις εκατό της τυπωμένης ή άϋλης βιβλιοπαραγωγής λόγου που προσπαθεί να μην είναι «πεζός». Το κατά πόσον κι εάν το καταφέρνει θα κριθεί από την Ιστορία κι από το αλάθητο ένστικτο του συνδημιουργικού «επαρκούς αναγνώστη».
Δεν είμαστε θεοί, δεν διατυπώνονται «θέσφατα», δεν αφορίζουμε και δεν περιορίζουμε. Σκύβουμε με άπειρη προσοχή, σεβασμό, εκτίμηση, προσοχή και φιλότητα πάνω στα ίχνη της εκπεφρασμένης αγωνίας ανθρώπων που ζουν στο «τώρα» μαζί μας, που όσο κι αν δεν τους αναγνωρίζουμε πάντα ως «πλησίον μας» μπορούμε όμως να τους δούμε με συμπάθεια ως ομότεχνους και συνοδοιπόρους μας σε αυτή την πνευματική περιπέτεια που όσο κι αν είναι ατομική, μοναχική ή και «ιδιωτική» ακόμα, πάντα ενέχει το στοιχείο το συλλογικό, αφού όπως είπε ο σύγχρονος Ευριπίδης και μεγάλος σκανδιναβός δραματουργός του εικοστού αιώνα Αύγουστος Στρίντμπεργκ: «δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό». Κι ετούτα ήταν τα τελευταία του λόγια πριν αποτετανωθεί η νεκρική του μάσκα.
Εδώ αρχίζει και το ουσιαστικό ερώτημα: το κατά πόσον η Κρίση επηρέασε τους ζώντες και αγωνιώντες νεοέλληνες ποιητές και ποιήτριες οδηγώντας τους προς εσωτερικά τοπία μείζονος ή ήσσονος κοινωνικοποιήσεως κι ενασχολήσεως με τα κοινά. Ακόμα κι αυτά που δηλώνουν (αμέσως ή εμμέσως – δια του έργου τους) πως δεν επηρεάστηκαν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την οικονομική κρίση, ακόμα κι εκείνοι / εκείνες δεν μπορούν να αρνηθούν την μακραίωνη πολιτισμική εξέλιξη που περνάει αναγκαστικά μέσα από υφέσεις κι εξάρσεις (όπως η «καμπύλη του Gauss» που αποτυπώνει με εύσχημο τρόπο τη διπολική διακύμανση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων – και όχι μόνο). «Τα πάντα ‘ρει», σύμφωνα με τον παππού Ηράκλειτο που κάποιοι σκοτισμένοι (οι «τα φαιά φορούντες» ίσως) τον είπαν «σκοτεινό» για να ταιριάζει έτσι περισσότερο με τη θολούρα της.
Όμως η μεγάλη Τέχνη (κι η Λογοτεχνία) είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – πάντα «λαϊκή» κι απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, χωρίς αποκλεισμούς, αφορισμούς, διαιρέσεις, αφαιρέσεις κι εξαιρέσεις. Αν δεν ανταποκρίνεται στο συναίσθημα του φυσικού της αποδέκτη, η ποίηση είναι οίηση, ένα στυγνό κι αποστειρωμένο εγκεφαλικό γύμνασμα, που δεν αφορά – ενδεχομένως – μήτε τον πονητή της. Όπως λέει ο αθάνατος Μολιέρος στον «Μισάνθρωπό» του (δια στόματος Αλσέστ) είναι προτιμότερο να ακούσεις ένα αυθεντικό λαϊκό τραγουδάκι για τον ερωτικό πόνο κάποιου προδομένου παρά τους περίπλοκους αλεξανδρινούς στίχους αυλοκολάκων και οσφυοκαμπτών, «τραπεζιτών» της ποίησης όπως τους αποκαλεί ο ψυχίατρος και δοκιμασμένος τεχνίτης του Λόγου Σωτήρης Παστάκας στο επεξηγηματικό σημείωμα που μου απέστειλε.
Η συλλογική ενοχή γίνεται ατομική ενοχή, ακόμα κι όταν δεν συνειδητοποιείται από το άτομο. «Είμαστε όλοι ΈΝΑ, σταγόνα στον ωκεανό» όπως λέω στο πρόσφατο ποιητικό μου έργο Είκοσι και πέντε “προσευχές” ταπεινών και αδύναμων όντων (το καθένα προς τον δικό του “θεό”), εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 2018. Αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια που αποτυπώνει η λαϊκή σοφία με το ρητό «Όλοι σε ένα καζάνι βράζουμε» δεν υπόκειται σε παραδοξολογίες και νοητικές ακροβασίες οιωνδήποτε εστέτ ανά τον κόσμο.
Ως είδος, το ανθρώπινο, είμαστε σαν τα αποδημητικά πούλια. Στα ποιήματα αυτή της ανθολογίας θα δείτε δύο καημούς: την μετανάστευση των κατατρεγμένων και κυνηγημένων αναξιοπαθούντων προσφύγων προς την ηλιόλουστη χώρα μας, αλλά και την αλλόκοτη, αλλά όχι πρωτόφαντη προσφυγιά των νεαρών επιστημόνων, των «δικών μας παιδιών», που αναζητούν μια καλύτερη μοίρα κι έναν καλύτερο μισθό στις ευημερούσες χώρες της Εσπερίας, εκεί όπου επικρατεί ευνομία και καθαριότητα και το αίσθημα ασφαλείας είναι περισσότερο τονωμένο (στον χώρου του φαντασιακού, τουλάχιστον – όπως ενισχύεται από την έβδομη Τέχνη και τα προϊόντα ή υποπροϊόντα της ευπώλητης λογοτεχνίας που διαμορφώνει την Κοινή Γνώμη κι επηρεάζει τις μάζες. Όλοι ένα όνειρο κυνηγάμε προκειμένου να αποφύγουμε την αδήριτη υπαρξιακή αγωνία του προδεδιαγραμμένου και προ-οικονομημένου θανάτου μας. Και δεν είναι τόσο η Οικονομία που μας ταράζει με τα σκαμπανεβάσματά της, αλλά αυτή η φρικτή αίσθηση της ανημπόριας, της αδυναμίας, της α-σθένειας, που από ατομική γίνεται συλλογική (και τανάπαλιν).
Συμπεριέλαβα και ποιήματα που δεν θα τα έλεγες «πολιτικά» ή «κοινωνικά» που πόρρω απέχουν από την λεγομένη «στρατευμένη ποίηση» (ενώ άλλα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία, έστω και με διασταλτική ερμηνεία των όρων). Ο λόγος είναι πως ακόμα κι έτσι, η σιωπή, η άρνηση, η μη παραδοχή μιας κατάστασης είναι απολύτως νόμιμη και θεμιτή στο βαθμό που η ύπαρξη βομβαρδίζεται με απειλητικά σήματα και δυσοίωνους κώδικες που δεν μπορεί ή δεν δύναται [δεν είναι το ίδιο] να αποκρυπτογραφήσει. Τότε, ο ποιητής, ως κατ’ εξοχήν ον «του θυμικού» δικαιούται να διολισθαίνει και να υπεκφεύγει, αφού το λεκτικό παιχνίδι έχει ούτως ή άλλως το στοιχείο της Τύχης και της Αναγκαιότητας.
Πολλοί από τους συμμετέχοντες ποιητές παρατηρούν στα εμπιστευτικά σημειώματά τους πως αδυνατούν να κατανοήσουν επαρκώς την πραγματικότητα γύρω τους και στέκονται ενάντια στο παγκόσμιο ρεύμα σαν δέντρα που αντιστέκονται στις ανεμικές και τις θύελλες. Ελάχιστοι μιμούνται τις πέστροφες που κολυμπούν αντίθετα στο ορμητικό ρεύμα του χειμάρρου. Αυτές οι δύο στάσεις ζωής δημιουργούν άπειρες ενδιάμεσες τάσεις, ηχοχρώματα κι αποχρώσεις. Η εκφραστική γκάμα αυτών των παραλλήλως ασκουμένων συν-δημιουργών κινείται και στο μη Ορατό, στο Άρρητο, στο Ανέκφραστο. Αυτή είναι κι η μαγεία της. Αυτό διαφοροποιεί την Ποίηση από τον πεζό λόγο κι όχι η μορφή ή το μέτρο, που δεν σημαίνει πια τίποτα στη σύγχρονη κοσμοπολίτικη αλαλίας μας ενός Πύργου της Βαβέλ, ο οποίος μπορεί να γέρνει αλλά δεν λέει και να πέσει. Το αντίθετο. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα.
Περνώντας από σελίδα σε σελίδα κι ακούγοντας κάθε φορά μιαν άλλη φωνή ποιητή ή ποιήτριας (72 άντρες και 64 γυναίκες), ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει να δημιουργήσει την δική του μετά-ανθολογία, να προσθέσει ή να αφαιρέσει τα δικά του ποιήματα, να γράψει στο περιθώριο, να συνθέσει και ν’ ανασυνθέσει κι αυτή θα είναι μια επιτυχία επιθυμητή. Φιλοδοξούμε να αφήσουμε ένα στίγμα στον αέναο προβληματισμό για την περίφημη «Κρίση της Ποίησης», ένα «σημάδι στην πέτρα» (για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη). «Καθένας κερδίζει τον δικό του θάνατο και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή».
Η ζωή όμως εκτός από το φέρειν κι εκφέρειν, το υποφέρειν και διαφέρειν είναι το συνεισφέρειν… Προς ένα καλύτερο αύριο κινούνται οι αθώες, οι καλοπροαίρετες ποιητικές ψυχές μας. Προς το Φως εκείνο που δεν δύει, προς τη Γνώση, την Αλήθεια και τη χαρά που τρυπάει σαν κεραυνός τις κόρες των γήινων ματιών μου, των οφθαλμών που εξόρυξε μόνος του ο Οιδίποδας για να επιτύχει τη σοφία, να γίνει κι αυτός μάντης Τειρεσίας με τη σειρά του….
Με τη χάρη της Μούσας Ερατώς και του «θεού της Ποίησης» ας αναζητήσουμε μέσα από την ελληνική γλώσσα την διαχρονική κι υπερεθνική «ελληνικότητα» και τότε… ίσως, λέγω, να μην πήγαινε στράφι τα όσα υποφέραμε όλοι εμείς (εκόντες-άκοντες) μέσα σε μια οικονομική Κρίση που – ας μη γελιόμαστε – δεν τέλειωσε αλλά θα ξαναέρθει, με μεγαλύτερη ενδεχομένως δριμύτητα.
Όσο για την συλλογική κι ατομική ενοχή, «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», όπως έλεγε η γιαγιά μου η Αγγελική. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο αγκάθι στα γραπτά όλων αυτών των φωτεινών αστεριών που απαρτίζουν ετούτο το αμάλγαμα: «είμαστε ένοχοι, αλλά πού φταίξαμε, πότε, πώς;». Και «πώς μπορούμε να επανορθώσουμε;». Ας μπορούσε να ξαναγινόταν ο κόσμος ξανά ένας Κήπος της Εδέμ. Να περιμένετε τα πάντα από τους ποιητές. Γιατί κι ο Δημιουργός Ποιητής ήταν… των πάντων.
- ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Από την άνθηση του αρχαίου δράματος στον καταστροφικό για την τότε Ελλάδα Πελοποννησιακό Πόλεμο, καθίσταται φανερόν πως κάθε Κρίση έχει και την ζωογόνο ανανεωτική της πλευρά. «Ξυπνάνε τα αίματα» κοινώς και η νωθρότητα της χαρμολύπης δίνει τη θέση της στην ανεπισκεύαστη ορμητικότητα της δημιουργίας. Εξ άλλου και το Σύμπαν από έναν απλό παλμό πλάστηκε, από τη στιγμιαία διακύμανση της Νύκτας, από ένα πετραδάκι στη γαλήνια λίμνη, από μία έκλαμψη στα σκοτάδια, σαν κεραυνός…
Ας μην είμαστε λοιπόν απόλυτοι και μονομερείς. Ας μην μοιρολογούμε και μοιρολογούμε. Αρκετά πια με τους οικτιρμούς και τις απογοητεύσεις. Η Ελλάδα της Κρίσης σφύζει από πολιτιστική ζωή όσο ποτέ. Τα θέατρα ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, οι εκδότες δεν προλαβαίνουν να τυπώνουν ποιητικές συλλογές, όλοι μελετούν την ελληνική γλώσσα, οι φιλόλογοι είναι περισσότεροι κι από τις καρποφόρες ελιές. Και διδακτορικά, διδακτορικά παντού. Διατριβές, όχι μόνον προκειμένου να εξασφαλιστεί ο άρτος ο επιούσιος, αλλά στις ανθρωπιστικές επιστήμες, στις Τέχνες και στα Γράμματα, όλοι, απαξάπαντες θέλουν να αριστεύσουν, όπως κάθε φορά που νιώθουμε πως σώνεται ο Χρόνος και μια αλλαγή ανυπολόγιστη θα μας βρει και θα μας καθηλώσει ή θα μας εξυψώσει σαν κύμα βαθύ…
Το θέατρο ήταν πάντοτε αλληλένδετο με την Ποίηση. Μόνον με την τυπογραφία και το …τάμπλετ επετεύχθη η γρήγορη, βιαστική, «διαγώνια» ανάγνωση. Προηγουμένως οι άνθρωποι ακολουθούσαν τον ρυθμό, τον σηματοδοτούσαν με τα σώματά τους, τον απάγγελναν στους άλλους συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου, παρίσταναν τα «κινήματα της ψυχής» τους (για να θυμηθούμε τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό).
Θέατρο χωρίς ποίηση δεν υπάρχει. Το ίδιο δεν νοείται και Ποίησις άνευ αποδέκτου, θεατού, αναγνώστου. Κι όποιος ισχυρίζεται ή πράττει το αντίθετο πλανάται πλάνην οικτράν.
Και η επική και η χορική και η λυρική και η σατιρική και η δραματική ποίηση είναι μορφές της επικοινωνίας ενός ανθρώπου με το συλλογικό ασυνείδητο κι επηρεάζει αναπόφευκτα την Συλλογική Συνειδητότητα. Δεν νοείται ποίηση χαραγμένη με άγνωστα ιερογλυφικά σε ανήλιαγη σπηλιά όπου δεν θα πατήσουν ποτέ απόγονοι ανθρώπου.
Κι όσο για το στοίχημα πολλών με την «Αιωνιότητα» είναι κι αυτό ένα μύθευμα, μία φενάκη τού Ρομαντισμού… ή απλώς, «προφάσεις εν αμαρτίαις». Γράφουμε για το τώρα. Και για – τουλάχιστον – έναν άλλον άνθρωπο. Ακόμα κι όταν είναι η μαμά μας ή η κουφή και θεότυφλη γιαγιά μας. Γράφουμε για το εμείς ακόμα κι όταν νομίζουμε ότι μιλάμε για το εγώ, με το εγώ, από το εγώ… Γιατί, απλούστατα, «δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό» όπως ξεστόμισε ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ στο νεκροκρέβατό του.
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στο Σαράγιεβο για να παραστώ στο εκεί Χειμερινό Φεστιβάλ παρακολουθώντας τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων ξεναγήθηκα στο παιδικό νεκροταφείο όπου κάθε χρόνο οι γονείς των λιμοκτονημένων επισκέπτονται τους τάφους των σπλάχνων τους, των ξεραμένων πια βλασταριών τους και παίζουν τραγούδια που τους άρεσαν όταν ήταν ζωντανά και χαρούμενα, όταν πατούσαν τη γη με την ελπίδα να μακροημερεύσουν.
Νόμισα ότι έβλεπα τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Ήταν τα ίδια κυνηγημένα βλέφαρα. Ήταν εκείνος ο ίδιος ο ανείπωτος πόνος. Όταν βρέθηκα στο Δημαρχείο του Σαράγιεβο κατά την διάρκεια της επίσημης τελετής ενάρξεως του Φεστιβάλ επέλεξα να μιλήσω μόνον στα ελληνικά απαγγέλλοντας μερικά ποιήματα από μια συλλογή με τον συμβολικό τίτλο «Φώτιση». Και είπα:
Σε κάμαρες δυσήλιες αυτοπυρπολήθηκα
Και πριν να φέξει η Χαραυγή
Στολήν Αυγερινού εντύθηκα
Κι εχάθηκα μες τη βροχή…
Για κάθε νησίδα αυξανομένης Εντροπίας στο Σύμπαν
Υπάρχει κι η αντίθετή της, όπου το Χάος υποχωρεί
Κι ο Λόγος επανευρίσκεται. Ισορροπία.
Αυτό που μάς φαίνεται δίχως νόημα
Είναι απλώς ένας ρυθμός
Που ο φτωχός ανθρώπινος εγκέφαλός μας
Δεν προλαβαίνει και δεν δύναται
Να παρακολουθήσει,
Ν’ αντιληφθεί εν τέλει πως υπάρχει κάτι
Εκεί έξω
Πλατύτερο από την ανασφαλή
Αλαζονεία μας.
*
Με λιακάδες και συννεφιές
Μέτρησα τη ζωή
Μου βγήκε σωστή.
*
Από τις μαύρες τρύπες μένεις
μήτε μακριά μήτε κοντά:
Σε απαλλάσσουν από περιττά
υλικά σκουπίδια
Και σού χαρίζουν υψίσυχνες ακτινοβολίες
Από εκείνες που και τα λιθάρια
Διαμάντια γίνονται.
*
Μη φοβείσθε το Σκότος.
Αδέλφι είναι τού Φωτός
Και μάνα του ακριβή,
Λεβεντογεννήτρα.
*
Ας τετραγωνίσουμε τον θεμέλιο λίθο τής ύπαρξής μας.
Ας ορθογωνίσουμε την απόσταση μεταξύ καρδιάς και μυαλού.
Το μεγαλύτερο διάνυσμα στη Φύση.
*
Ήλιος αχινός Ελευθερίας
Να μάς κάψει!!!
*
Εις το πυρ ορμούμε νουνεχείς
Μόνον απελπισμένοι!!!
*
Μην βουλιάζετε στο Σκοτάδι
Από ναυτία τού Φωτός.
*
Βουλιάζουμε στο Φως
Από ναυτία τού Σκότους.
*
Τελικά όλα είναι Ένα,
Φανός στον Ουρανό.
*
Κάθε πρωί ξύνω το μολύβι
Κι ακονίζω τα σπαθιά…
Τα μαχαίρια
Τα φυλάω για σένα
Βιωμένη λύπη μας…
*
Όταν έστω κι ένας
Είναι σκλάβος
Κανείς πάνω στον πλανήτη
Δεν είναι ελεύθερος.
*
Λείπεις κάθε φορά
Που σε χρειάζομαι
Για να μπαλώσω
Το Κενό με στίχους,
Ήχους αδέξια
Σκορπισμένους
Στον καμβά μιας ζήσης
Μακροσκελούς…
*
Μέσα στην πόλη τη ζεστή
Καυτή η σάρκα
Εξαφάνισε
Δύο περιστέρια
Εξάτμισε δύο σιντριβάνια
Στέρεψε πηγές.
*
Ποθώ να ζω
Χωρίς πόνο
Και να ξανοίγομαι
Στα βαθιά τής γλώσσας
Άφοβα…
Χειροκρότησαν όλοι ενθουσιασμένοι. Γιατί μέσα από τη δική μου έκσταση ακούστηκε και μεταφράστηκε ο εγγενής ρυθμός σε έναν άλλον κώδικα. Σε άλλον χώρο, δύο μέρες μετά, στο ξύλινο περίπτερο όπου ο πρίγκιπας της Αυστροουγγαρίας Φερδινάνδος άκουγε μουσική, είχα την ευκαιρία να κινηθώ περισσότερο ανεπίσημα, στροβιλίστηκα σαν ηλιολάτρης δερβίσης, κίνησα χέρια, πόδια και κορμί σε μια «βυζαντινή» παντομίμα, κατάφερα να τους συγκινήσω, να τους συναρπάσω, να τους κερδίσω, ενόσω μία κοπέλλα από τη Βοσνία διάβαζε το κείμενο στα αγγλικά και η μεταφράστριά μου της ιταλικής Κυρία Γεωργία Καρβουνάκη το ίδιο κείμενο στα ιταλικά. Τώρα δεν χρειαζόταν να μιλήσω και ελληνικά. Τον ρόλο του εκφωνητή είχε αναλάβει το μεσογειακό στεατοπυγικό κορμί. Και το αποτέλεσμα δραστικότερο.
Γι’ αυτό σας λέω, το διαλαλώ και το κηρύττω: δεν υπάρχει ποίηση δίχως θέατρο και δεν υφίσταται θέατρο χωρίς ποίηση. Ό,τι και να σημαίνει αυτό.
Οι ασώματες ομιλούσες κεφαλές μπορούν μόνον να παραπέμψουν σε εφιαλτικά ρομπότ του μέλλοντος, σε ηλεκτρονικές μηχανές που θα μιμούνται τα ανθρώπινα συναισθήματα αλλά δεν θα μπορούν και να τα νιώσουν.
Και ναι μεν ο άνθρωπος είναι μιμητικόν ον, όμως απέχει από τον πίθηκο τόσο τουλάχιστον απέχει από τον άγγελο. Μέχρι τότε, μέχρι να επιτευχθεί η απόλυτη ταύτισις με τον Ανώτερο Εαυτό μας κι η απόλυτη θέωση του ανθρώπου, μέχρι τότε θα χρειάζονται και η Τέχνη του Λόγου και η σκηνική Τέχνη της μιμήσεως πράξεως, μέχρι τότε θα χρειάζεται ο ηθο-ποιός (όστις ήθος ποιεί)… Αλλιώς θα κυλίσουμε όλοι πίσω στη βαρβαρότητα και θα καταντήσουμε «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον», όπως λέει ο θεόπνευστος Σαούλ-Παύλος. Κι επειδή έχουμε δει ήδη πολλά κύμβαλα αλαλάζοντα (και θα δούμε ίσως απείρως περισσότερα) παρακαλώ να αντισταθούμε στην ύστατη Εξαθλίωση κι εξανδραπόδιση του ανθρωπίνου είδους με τον μόνον τρόπο που μας είναι δυνατό: με την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, έτσι όπως έφτασε έως εμάς τέσσερις χιλιάδες χρόνια μετά, ΜΕ ΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ. Αλλιώς θα κολυμπήσουμε σε μια αποβουτυρωμένη σούπα αποστεωμένων ιδανικών κι ο γλωσσικός μας κώδικας δεν θα χωράει τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Σας ευχαριστώ. Σας ακούω.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας