«Θέατρο και ποίηση: δύο συγκοινωνούντα δοχεία που έχουν αποκοπεί στις μέρες μας. Μουσική και ποίηση: δύο ξένοι στην ίδια τέχνη. Ποίηση και χορός: το ανήκουστο διαζύγιο».
Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Το κοινό στοιχείο του θεατρικού και ποιητικού κώδικα είναι η αν-οικείωση, η ξεχωριστή κι ασυνήθιστη, υπερβατική και μη καθημερινή χρήση των σημείων έτσι ώστε να παραχθούν καινούργια σημαίνοντα.
Ακόμα κι αν είναι δύσκολο ακόμα να ορίσουμε επακριβώς τι είναι θεατρικότητα και τι είναι ποιητικότητα, αφού κινητοποιούνται στη συνδημιουργική παραγωγή του αισθητικού προϊόντος άδηλες περιοχές του ανθρωπίνου εγκεφάλου και δη του δεξιού ημισφαιρίου του (για τους δεξιόχειρες) κι η ψυχοσωματική ολότητα εκ-στασιάζεται με τρόπους που παράγεται μια ηδονή πρωτόγνωρη κάθε φορά και οπωσδήποτε διακριτή από τις συνήθεις υλικές απολαύσεις. Εξ ου και το επίθετο «υψηλή» για την ποίηση (δραματική ή μη).
Βεβαίως υπάρχει μη δραματική ποίηση, η λυρική, η στοχαστική-φιλοσοφική, η ελεγειακή, η στρατευμένη-πολεμική, η προπαγανδιστική και πολλά άλλα υπό-είδη. Όμως η δραματική ποίηση είναι η υψηλοτέρα και δυσχερεστέρα, πολυπλοκοτέρα και τεχνικοτέρα μορφή της, αφού εκεί συναίρονται, συνδυάζονται και συναντώνται πολλοί επί μέρους κώδικας συνθέτοντας ένα τέχνημα που μήτε με το υφαντό της Πηνελόπης δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε διαπλεξιμότητα. [επίτηδες χρησιμοποιώ νεολογισμούς προκειμένου να αρθρώσω έναν ποιητικό-δοκιμιακό λόγο].
Υπάρχει όμως θέατρο δίχως ποίηση; Φυσικά. Το «θέατρο της εικόνας», η παντομίμα, η ψυχαγωγική τέχνη μίμων και μιμάδων, joculatores και σαλτιμπάγκων, ζογκλέρ και τσιρκολάνων… ατταβιστικοί τρόποι προσελκύσεως του ενδιαφέροντος του κοινού δια της διεγέρσεως των τριών κατωτέρων ενεργειακών του κέντρων (κοινώς «τσάκρα»). Όμως όταν πρόκειται να ανέβουμε πάνω από το «ηλιακό πλέγμα» και να κινητοποιήσουμε τα συναισθήματα του κοινού αποδέκτη μας, τότε χρειάζεται κάτι παραπάνω από ατταβισμό. Απαιτούντα τουλάχιστον τα μελοδραματικά ή υψιπετή «κινήματα της ψυχής» για να θυμηθούμε τον μεγάλο μυσταγωγό Διονύσιο Σολωμό. Εκεί τα πράγματα γίνονται δυσχερέστερα κι απαιτητικότερα από μια απλή αναπαράσταση πράξεως ατελούς και αληθοφανούς (;). Εκεί πρέπει – σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» – να επιτευχθεί δια νομίμων ή καινοφανών εκφραστικών μέσων «μίμησις πράξεως μεγάλης και τελείας». Ακόμα και στην περίφημη «αποστασιοποίηση» του Μπρεχτ, υπάρχει η εξ αντιθέτου απαίτηση μιας κάποιας αναλογίας με πραγματικά-ιστορικά ή φαντασιακά-παραβολικά γεγονότα με πυκνούς συμβολισμούς και (ευθείες ή πλάγιες) παραπομπές σε στοιχεία της καθημερινότητας (πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής)…
Ο Σαίξπηρ στον «Άμλετ» διδάσκοντας τους πλανόδιους θεατρίνους την αυτοσχέδια «Ποντικοπαγίδα» που στήνει εις βάρος του φιλόδοξου και σκοτεινού θείου και της ορκοπάτισσας μητέρας του, ο μέγιστος ελισαβετιανός δραματουργός και ποιητής μας δίνει ένα σημαντικό μάθημα τεχνουργικής και ποιητικής. Εκεί είναι σαφές πως ο άντρας μιμείται την γυναίκα που ξεπατικώνει την ζωντανή βασίλισσα. Θέατρο εν θεάτρω. Διπλό κάτοπτρο. Ενισχυμένη θεατρική σύμβαση επί το μαθηματικώς περιπλοκότερον. Εκεί όμως φαίνεται και η δομή, η «συνταγή», το μυστικό μιας πλήρους θεατρικής δράσεως ενώπιον επαρκών θεατών. Εκεί θεατρικότητα και ποιητικότητα είναι αλληλένδετες κι αδιαίρετες. Όπως είναι στο αρχαίο ελληνικό δράμα (τραγωδία και κωμωδία), στον Μολιέρο, στον Λόπε ντε Βέγκα…
Γιατί όμως σήμερα τα χωρίσαμε; Στη μετανεωτερική εποχή μας έχουμε χάσει τον μπούσουλα. Η αποδόμηση μας χτύπησε κατακέφαλα έτσι ώστε να θεωρούμε δραματικό υλικό το ο,τιδήποτε, να «στήνουμε θέατρα και να τα χαλούμε» ανερμάτιστα κι αθεμελίωτα, να χτίζουμε πάνω στην άμμο, να χρησιμοποιούμε λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά κείμενα ως «λιμπρέτο» ή «σενάριο» ή «προφάσεις εν αμαρτίαις».
Μα τι συνέβη ακριβώς; Χάσαμε το γούστο μας; Το κέφι της; Την ορθοκρισία μας; Βυθιστήκαμε στον παραλογισμό; Μας ρούφηξε το χάος της μαύρης πολιτισμικής τρύπας; Η παγκοσμιοποίηση ισοπέδωσε τα πάντα δημιουργώντας μία αλλόκοτη σούπα που όλα έχουν θέση και τίποτα δεν χωράει τελικά; Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα;
Το αρχαίο θέατρο είχε και χορό και μουσική και σκηνικά και κοστούμια και ζωγραφισμένα σκηνικά και γλυπτό διάκοσμο κι αρχιτεκτονημένο σκηνικό οικοδόμημα και υποκριτική και μελωδία και… και… υψηλή ποίηση εν τέλει, που διαβάζεται αυτοτελώς και διασώθηκε μέσα στους αιώνες.
Από μια λανθασμένη (;) ή μήπως ορθή παρ-ανάγνωση του βιβλίου του Βιτρούβιου «Περί Αρχιτεκτονικής» (“De Architectura”) δημιουργήθηκε το καινοφανές (;) λυρικό θέατρο (κοινώς «όπερα») στο Teatro Olympico της Vicenza. Σε αυτό το είδος οι καλλιτέχνες τραγουδούν, χορεύουν, συνομιλούν (recitativi – στιχομυθίες) κι αναπαριστάνουν ένα ολόκληρο κάθε φορά μυθικό σύμπαν χωρίς καμία απαίτηση αληθοφάνειας (vraisemblance), ρεαλισμού, νατουραλισμού ή ηθογραφίας. Σε αυτό το παρωχημένο είδος έδωσε στα μέσα του εικοστού αιώνα η Ελληνίδα καλλιτέχνις Μαρία Καλογεροπούλου το δραματικό, τελετουργικό, ποιητικό και θεατρικό στοιχείο που είχε απολεσθεί στην παρηκμασμένη στατική χρήση της όπερας ως σκηνικής υλοποιήσεως.
Μα τι ακριβώς έκανε η Κάλλας; Εκτός από τις φωνητικές της επιδόσεις, κινήθηκε, εκφράστηκε με το σώμα της, υποκρίθηκε τις ηρωίδες που εκλήθη να ερμηνεύσει και χωρίς να ξέρει ή να έχει διδαχτεί το σύστημα του Στανισλάβσκι, χωρίς να υπακούει στο «παράδοξο του Diderot» ζούσε επί σκηνής, υπήρχε, δρούσε, ταυτιζόταν, έπασχε, σταυρωνόταν κι ανασταινόταν κάθε φορά, υπερέβαινε τα όριά της σα να ήταν πράξη ζωής και θανάτου η σκηνική της παρουσίας, σα να τραγουδούσε για πρώτη και τελευταία φορά στο απέραντο θέατρο του Κόσμου, πέρα από τον συνήθη χωροχρόνο, με ακροατές υλοποιημένους ανθρώπους κι αόρατα πνεύματα… Εξ ου κι η μεγαλοσύνη της, το απαράμιλλο μεγαλείο της. Καμία δεν θα τραγουδήσει μετά από αυτήν έτσι, καμία δεν θα παίξει, δεν θα υποδυθεί, δεν θα υπάρξει επί σκηνής με ολάκερη, ατόφια ψυχοσωματική της ενότητα. Αυτό είναι αγαπητοί μου θέατρο. Με όλη τη σημασία του όρου. Όχι ένα φτωχό είδωλο της ζωής, όχι μια διαθλασμένη, παραθλασμένη, παραμορφωμένη ή παραμορφωτική, ψευδαισθητική ή παραισθητική «πραγματικότητα». Το θέατρο, το αληθινό θέατρο δεν είναι παρακμιακό πολιτισμικό είδος. Δεν θα λήξει ποτέ. Δεν θα πεθάνει. Περνάει βεβαίως κρίση. Ειδικά σήμερα. Αν και όχι τη μεγαλύτερη από καταβολής κόσμου. Από τον φόβο των κυρίαρχων μηχανών γυρίσαμε πάλι στον πρωτογονισμό, στην εσωστρεφή αυτοκαταστροφική μανία. Δεν υπάρχουν σήμερα μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς; Ή μήπως υπάρχουν και τους αγνοούμε; Μήπως λανθάνουν; Κι αν ναι, τις πταίει; Γιατί αναγκαζόμαστε να δραματοποιούμε πεζογραφικά ή άλλα κείμενα που δεν γράφτηκαν για το θέατρο; Τι είναι ετούτο το κενό; «Αμηχανία ψάλτου βηξ»; Μακριά από κάθε υπόνοια συνωμοσιολογικού σεναρίου, πήξαμε στις κινηματογραφικές (κυρίως) και τηλεοπτικές αναπαραστάσεις «κατά συρροήν δολοφόνων» (“serial killers” ελληνιστί). Βία κι αίμα υπήρχε ως απαίτηση του κοινού και …του ταμείου και στην ελισαβετιανή και στη ρωμαϊκή αλλά όχι και στην αρχαία ελληνική εποχή. Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα; Ο θεός Σίβα, ο καταστροφέας της ινδουϊστικής θείας Τριάδος, έχει – ως φαίνεται αναλάβει εργολαβικά τη δουλειά να κατεδαφίσει το γνωστό σύμπαν προκειμένου ο έτερος θεός-αναδημιουργός να το ανά-στήσει εκ βάθρων. Ωραία. Έχουμε λοιπόν το προνόμιο – όπως λέει ρητά η αρχαία κινέζικη παροιμία – «να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς». Μα τότε τι ακριβώς κάνουμε; Ποιος ο ρόλος μας; Να επικροτούμε και να θεωρητικοποιούμε πάσης φύσεως αμηχανίες, αδυναμίες, αναπηρίες, ανημπόριες και παθολογίες; Ποιος είναι ο ρόλος μας ως πνευματικών ανθρώπων; Απορία.
Και για να γυρίσω στο θέμα μου: «Θέατρο και ποίηση: δύο συγκοινωνούντα δοχεία που έχουν αποκοπεί στις μέρες μας. Μουσική και ποίηση: δύο ξένοι στην ίδια τέχνη. Ποίηση και χορός: το ανήκουστο διαζύγιο». Πώς είναι δυνατόν να ξεχωρίζουμε τα αδιαίρετα και να διακρίνουμε τα αδιευκρίνιστα; Φτάσαμε τόσο πολύ βαθιά λοιπόν στην αυτοψυχανάλυσή μας ως είδος που το μόνο που απομένει είναι να αυτοκαταστραφούμε; Κι αν δεν θέλουμε; Αν κάποιοι από εμάς αντιστέκονται; Τίνι τρόπω θα βγούμε από τη στενωπό; Πώς θα ξαναδούμε φως στο βάθος της σκοτεινής και μουχλιασμένης σήραγγος, όπου ούτε τα άγρια θηρία δεν θα έμπαιναν ποτέ και κανείς δεν θα μπορούσε να τα ξεγελάσει;
Δια της ποιήσεως. Με την ποίηση, για την ποίηση, από την ποίηση, παρά τη ποιήσει, περί την ποίησιν… Όταν, με όλες τις αγαθές προθέσεις, η Ποίηση είναι για εμάς – πάλι – κάτι το υψηλόν κι έχει δικαιωματική, κληρονομική θέση – εξ ορισμού – στην θεατρική μας πρακτική, όποια κι αν είναι.
Χωρίς την ποίηση, η σκηνική πράξη τείνει προς τη βαρβαρότητα. Τα ρωμαϊκά ήθη και έθιμα, οι παροχές των κρατούντων σε «άρτον και θεάματα» οδήγησαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία σε παρακμή, διαφθορά, σήψη και κατάρρευση εν τέλει.
Όμως «ουκ επ’ άρτον ζήσεται (μόνον) άνθρωπος». Η Ποίηση, η ποίηση θα μας σώσει. Όταν είναι συνώνυμη της Αλήθειας, του Κάλλους και της Αρμονίας, της συμπαντικής, της παγκόσμιας, της αρχετυπικής, της προαιωνίου… Κι υπάρχουν οι μαθηματικές σταθερές στα «στερεά» του Πλάτωνα-Πυθαγόρα, όπως τα διδάχτηκαν και τα άκουσαν από τους Αιγύπτιους-ατλάντιους ιερείς στο Λούξορ. Μόνο που πρέπει να ψάξεις πολύ βαθιά για να τα βρεις, μέσα στο ανθρώπινο σώμα και να στήσεις «ευήκοον ους» στους ήχους που φτάνουν από μακριά, στη «μουσική των σφαιρών» που κατονομάζει ο Σαίξπηρ… την μυστική εκείνη μελωδία που μόνον οι τρελοί, οι ερωτευμένοι και ποιητές ψυχανεμίζονται. Όλοι οι άλλοι, χρειαζόμαστε πυθίες, προφήτες και σωτήρες.
Το θέατρο είναι μια καλή αρχή για να ξαναγεννηθούμε ως αυτοτελή κι αυτάρκη, ελεύθερα και υγιή, δημοκρατικά και ψυχοπονιάρικα, αλληλέγγυα και δίκαια ανθρώπινα όντα. Το θέατρο όταν ξανασμίξει με την ποίηση, τη μουσική, το χορό, το ρυθμό εν τέλει. Τον ρυθμό τον συμπαντικό κι ανθρώπινο. Τον ρυθμό τον γήινο και ηλιακό. Τον ρυθμό τον γαλαξιακό και… ακόμα πέρα. Εκεί που δεν πάει, δεν φτάνει και δεν αντέχει η ανθρώπινη λογική.
Αυτό το μυστήριο είναι η βάση και το κοινό στοιχείο μεταξύ Θεάτρου και Ποιήσεως (όταν γράφονται και εκφέρονται με δέος, με άκρα ευλάβεια κι ανείπωτο σεβασμό – πάντα με Θήτα και με Πι κεφαλαίο)…
Διατελώ ταπεινός,
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
info:
KΕΝΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Υπό τη διεύθυνση της κ. Μαρίκας Θωμαδάκη,
Καθηγήτριας Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου,
τ. Κοσμήτορος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019
θα πραγματοποιηθεί διάλεξη με καλεσμένο ομιλητή
τον κ. Κωνσταντίνο Μπούρα,
συγγραφέα, ποιητή και κριτικό θεάτρου,
με θέμα:
«Θέατρο και ποίηση: δύο συγκοινωνούντα δοχεία που έχουν αποκοπεί στις μέρες μας. Μουσική και ποίηση: δύο ξένοι στην ίδια τέχνη. Ποίηση και χορός: το ανήκουστο διαζύγιο».
Διεύθυνση: Ναυαρίνου 13Α,
Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών,
1ος όροφος
ώρα: 18.00-21.00
Είσοδος ελεύθερη