H Αγλαία ( Αίγλη ) Σιούτη, διδάσκουσα από το 1989 τη Γαλλική Γλώσσα και Ορολογία στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,μετά την εξαιρετικής διεισδυτικότητας διδακτορική της διατριβή με τίτλο ” Η Μιλησιακή παράδοση και το Επταήμερο της Marguerite de Navarre : Eπιβίωση και μετασχηματισμός ενός αρχαίου λογοτεχνικού είδους ”,μας προσφέρει,σε μια καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων ”Γρηγόρη ”, το βιβλίο ”Νουβέλες από το Επταήμερο ‘’ σε δική της εισαγωγή και μετάφραση.Η έκδοση έγινε με την υποστήριξη της Υπηρεσίας Συνεργασίας και Μορφωτικής Δράσης της Γαλλικής Πρεσβείας στην Ελλάδα.Σήμερα, αναρτούμε το πολύ ενδιαφέρον ‘’ Σημείωμα της μεταφράστριας ‘’με το οποίο η ερευνήτρια-μεταφράστρια προλογίζει τον σχετικό τόμο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
O τόμος αυτός προσφέρει, στον αναγνώστη και ερευνητή δώδεκα νουβέλες, σε ελληνική απόδοση, από το σχεδόν άγνωστο στη χώρα μας Επταήμερο της βασίλισσας Μαργαρίτας της Ναβάρρας, με τη δέσμευση, από την πλευρά μας, να υπάρξει στο άμεσο μέλλον και, δεύτερος τόμος με άλλες νουβέλες του αριστουργήματος, της σημαντικής αυτής Γαλ- λίδας συγγραφέως του 16ου αιώνα.
Η Μαργαρίτα της Ναβάρρας (1492-1549), πριγκίπισσα της Γαλλίας, είναι γνωστή και ως Μαργαρίτα του Βαλουά ή Μαργαρίτα της Ανγκουλέμ ή Μαργαρίτα του Αλενσό, και κυρίως ως βασίλισσα της Ναβάρρας, από τον δεύτερο γάμο της με τον Ερρίκο Β’ της Ναβάρρας. Ήταν μια γνήσια εκπρόσωπος του ουμανισμού της Αναγέννησης, με πολυσχιδή δραστηριότητα, που αναζήτησε ένα ιδεώδες στο πνεύμα της ελ- ληνορρωμαϊκής αρχαιότητας. Στις φλέβες της έρρεε αίμα πριγκιπικό. Εγγονή του Καρόλου της Ανγκουλέμ και της Βα- λεντίνης Βισκόντι, κόρη του Καρόλου της Ανγκουλέμ και της Λουίζας του Σαβουά, οι οποίοι της ενέπνευσαν την ιδιαίτερη αγάπη για τα γράμματα και την ποίηση. Αδερφή του βασιλιά Φραγκίσκου Α’, μητέρα της βασίλισσας Ιωάννας του Αλμπρέ και γιαγιά του επίσης βασιλιά Ερρίκου Δ’. Η ιδιαίτερα μορφωμένη μητέρα της, που είχε ως σύνθημά της το “libris et liberis”, είχε δημιουργήσει μια εξαιρετικά πλούσια βιβλιοθήκη, όπου η πριγκίπισσα τροφοδοτούσε τη σκέψη της και εύρισκε καταφύγιο στα όνειρά της. Διακεκριμέ-
vol δάσκαλοι την μύησαν στη φιλοσοφία και τη θεολογία και, γενικότερα, στην κλασική λογοτεχνία. Έμαθε την ελληνική γλώσσα, χωρίς την οποία, σύμφωνα με τον σύγχρονό της Φρανσουά Ραμπελαί, δεν μπορούσε κάποιος να θεωρηθεί σοφός. Η γνώση της ελληνικής, αν και αντιμετωπιζόταν εκείνη την εποχή από τη δυτική καθολική εκκλησία με καχυποψία, γιατί τη θεωρούσαν «γλώσσα αιρετικών», έδινε στον γνώστη πρόσβαση στο πρωτότυπο κείμενο της Καινής Διαθήκης και στα πρωτότυπα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Διδάχτηκε επίσης λατινικά, ισπανικά, και εβραϊκά.
Φίλη και προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, η βασίλισσα της Ναβάρρας βοήθησε, κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα, τους διανοούμενους, που διώκονταν ως αιρετικοί από το πνεύμα της εποχής. Συγκέντρωσε μάλιστα στην αυλή της αρκετούς από αυτούς τους λόγιους, όπως, μεταξύ άλλων, τον Φρανσουά Ραμπελαί, τον Κλεμάν Μαρό και τον Ρομπέρ Ετιέν, συντελώντας έτσι στην αναγέννηση του ελληνορρωμαΐκού πολιτισμού. Αρκετοί όπως ο Μπουρ- μπόν, ο Σαλμόν, ο Παραντίς, ο Ντολέ, ο Σαλέλ, ο Μαρτέλι, ο Μπαντέλλο, ο Αρετίνο, ο Ραμπελαί, και ο Αλαμάνι, της αφιέρωσαν έργα τους. Ο Κλεμάν Μαρό είπε για την ίδια: «Γυναικείο κορμί με ανδρική καρδιά και αγγελικό πρόσωπο» και ο Σάμουελ Πούτναμ την αποκάλεσε ως την «πρώτη σύγχρονη γυναίκα». Θεωρήθηκε επίσης, μετά τη Χριστίνα της Πιζάν και τη Μαρία της Γαλλίας, ως μία από τις πρώτες γυναίκες των γαλλικών γραμμάτων, επονομαζόμενη ως η δέκατη των Μουσών.
Η βασίλισσα Μαργαρίτα της Ναβάρρας έγραψε ποίηση και θεατρικά έργα. Παραμένει, ωστόσο, γνωστή χάρη στο αριστούργημα της γαλλικής λογοτεχνίας, το Επταήμερο. Το έργο μπορεί να θεωρηθεί, όπως σημειώνει ο Κλώντ Μετρά σε μία έκδοση του Επταημέρου στα 1964, «το πρώτο
ρεαλιστικό μυθιστόρημα της γαλλικής λογοτεχνίας». Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, στο βιβλίο της Το Δεύτερο Φύλο, αναφέρει ότι «η Μαργαρίτα της Ναβάρρας είναι η συγγραφέας, που στο Επταήμερο, ενσαρκώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ουσία του φύλου της».
Το Επταήμερο, που είναι το πιο γνωστό της έργο, φαίνεται ότι γράφτηκε από τη βασίλισσα στα τελευταία χρόνια της ζωής της, από το 1540 έως το 1549. Ο τίτλος Επταήμερο -από τα ελληνικά, επτά ημέρες- δόθηκε από τον Κλωντ Γκρυζέ κατά την έκδοση του έργου στα 1559, δέκα χρόνια περίπου από το θάνατό της, και θυμίζει το ιταλικό Δεκαήμερο, τις δέκα ημέρες στις οποίες ο Βοκκάκιος συμπεριέ- λαβε τις εκατό ιστορίες του, δέκα κάθε ημέρα. Είχε σκοπό και η βασίλισσα ν’ αφηγηθεί εκατό ιστορίες σε δέκα ημέρες, αλλά τη στιγμή του θανάτου της είχαν συμπληρωθεί μόνο οι επτά ημέρες και είχαν γραφεί μόνο δύο ιστορίες από την όγδοη. Το Δεκαήμερο είχε μόλις μεταφραστεί, κατά παραγγελία της Μαργαρίτας της Ναβάρρας στη γαλλική γλώσσα από τον Αντουάν ντε Μασόν και είχε δημοσιευτεί στα 1545, αφιερωμένο στην ίδια. Το Δεκαήμερο αποτέλεσε την έμπνευση, το κίνητρο για να συνθέσει το δικό της Επταήμερο, ορ- γανώνοντάς το σε ένα σύνολο-πλαίσιο όμοιο με αυτό που είχε συγκροτήσει δύο αιώνες νωρίτερα ο Βοκκάκιος, δεκαέξι με δεκαπέντε αντίστοιχα ο Πετρώνιος και ο Απουλήιος και δεκαοχτώ αιώνες πριν ο Αριστείδης ο Μιλήσιος (περί το 100 π.Χ.), με το έργο του Μιλησιακά, στον οποίο και αποδίδεται το πρώτο τέτοιο δείγμα αφηγημάτων.
Τα Μιλησιακά του Αριστείδη του Μιλήσιου, κατά τον 2° π.Χ. αι., είναι από τα πιο σημαντικά έργα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, τα οποία μετεξελίχτηκαν, λόγω της μεγάλης διάδοσής τους (προφορικής και γραπτής) και ως προς το περιεχόμενο και ως προς το ύφος, και δημιούργησαν μια ισχυρή λογοτεχνική παράδοση, τη Μιλησίακή. Όμως άγνω
στη παραμένει, η αρχαία Μιλησιακή παράδοση με τις αυθεντικές μιλησιακές της ιστορίες. Ό,τι διαθέτουμε από την παράδοση αυτή ανήκει σε ένα δεύτερο στάδιο μετεξέλιξής της. Φιλοξενείται κατά κανόνα σε έντεχνα κείμενα και έχει υπο- στεί αναγκαστικά το λογοτεχνικό φιλτράρισμα των συγγραφέων τους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την περίπτωση του Σατυρικού του Πετρώνιου και των Μεταμορφώσεων του Απουλήιου. Η παράδοση αυτή, όπως δείξαμε στην διδακτορική μας διατριβή “Η Μιλησιακή παράδοση και το Επταήμερο της Μαργαρίτας της Ναβάρρας. Επιβίωση και μετασχηματισμοί ενός αρχαίου λογοτεχνικού είδους”, με- τουσιώνεται λογοτεχνικά μέσω των ιστοριών της και αποκαλύπτεται πίσω από το παλίμψηστο των αφηγήσεων του Επταημέρου, καθιστώντας έτσι δυνατή τη διαχρονική και διαπολιτισμική της επικοινωνιακή διαδικασία, με το εύρος της ποικιλίας των θεμάτων της και το λαϊκό της χαρακτήρα. Πράγματι, το Επταήμερο εγγράφεται στην ίδια προφορική λαϊκή παράδοση των έργων της Μιλησιακής παράδοσης και θεωρείται σταθμός για την εξέλιξη της νουβέλας επηρεάζοντας μεταγενέστερους συγγραφείς.
Με την ονομασία Μιλησιακά ή Milesiae ή Μιλησιακές ιστορίες, οι αρχαίοι εννοούσαν τις “ανατολίτικες μυθιστορίες”, με το έντονο χρώμα, τη λαϊκή προέλευση και τον συνειδητά κωμικοτραγικό χαρακτήρα, που θυμίζουν τους γαλλικούς μεσαιωνικούς “μύθους” (fabliaux) και μοιάζουν με τις ελληνικές, ιταλικές, ή γαλλικές νουβέλες, οι οποίες εμπεριέχονται σε γνωστά λογοτεχνικά είδη. Εικάζουμε ότι τα Μι- λησιακά πρέπει να ήταν αφηγήματα με πολύ χαλαρή ενιαία “μυθιστορηματική” δομή, με αφηγήσεις τολμηρού ως σκαν- δαλιστικού χαρακτήρα και χιουμοριστικής διάθεσης, με ρεαλιστικό βασικά χαρακτήρα, κι επιπλέον ακατέργαστη και ωμή γλώσσα, άκομψη και λαϊκή αισθητική, όπου ανακατεύονταν χωρίς ενδοιασμούς όλοι οι “τόνοι”: μύθοι, τολμηρά ανέκδοτα, θηριώδη εγκλήματα, ιστορίες ληστών, γοητευτικές ιστορίες αγάπης και έρωτα, φλογεροί έρωτες και μοιχείες, απογοητεύσεις, αυτοκτονίες, απαγωγές, βιασμοί, αιμομιξίες, ωμοί εκβιασμοί, δολοφονίες, επικίνδυνα ειδύλλια με αιματηρή κατάληξη, απάνθρωπες τιμωρίες και σαδιστικοί τρόποι εκδίκησης, χοντρά αστεία, κοινότοποι καβγάδες, ταπεινά παράπονα. Εν ολίγοις ήταν ένα είδος pot-pourri, που ως ένα σημείο αποδίδεται με τον λατινικό όρο Satura και που εξελίχτηκε σε λογοτεχνικό είδος, με πιο γνωστά δείγματα το Σατυρικό του Πετρώνιου και τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Τα πεζογραφήματα αυτά είναι ενταγμένα σ’ ένα εξωτερικό “ψευδοαυτοβιογραφικό” αφηγηματικό πλαίσιο και διανθισμένα σε εσωτερικά επιμέρους αφηγηματικά πλαίσια, με πολλές μικρές, εγκιβωτισμένες συνήθως, ιστορίες και νουβέλες σύμφωνα με ανατολίτικα πρότυπα, όπως οι Χίλιες και μια νύχτες ή Τα παραμύθια της Χαλιμάς, οι Ιστορίες του Κα- ντέρμπουρι του Σώσερ, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου και μάλιστα κατά την περίοδο της Αναγέννησης το Επταήμερο της Μαργαρίτας της Ναβάρρας.
Στο Επταήμερο, τα ποικίλα θέματα, με έντονο αρκετές φορές το ερωτικό στοιχείο, αναπτύσσονται από τους αφη- γητές-ακροατές, πέντε άντρες (Ιρκάν, Νταγκουσάν, Σιμο- ντώ, Σαφρεντέν, Γκεμπουρόν) και πέντε γυναίκες (Παρλα- μάντ, Ουαζίγ, Νομερφίντ, Λονγκαρίν, Ερμασουίτ), με ένα άνετο και ελεύθερο ύφος, που ταιριάζει απόλυτα με το ρεαλισμό και την αμεσότητα της αφήγησης του έργου, και παραπέμπει στις αρχαίες ελληνικές μιλησιακές ιστορίες. Θέματα καθημερινά, από την ίδια τη ζωή, που τα έζησαν ή τα άκουσαν, λαϊκής προέλευσης, γεμάτα από τη βιωμένη εμπειρία, με τις χαρές και τις λύπες της καρδιάς, τα οποία η συγγραφέας μεταστοιχειώνει σε λογοτεχνία. Παρά τη διαφορετικότητα της εποχής, της κοινωνίας, του πολιτισμού και της θρησκείας, οι ιστορίες του Επταημέρου συνδέονται στενά, με τρόπο εκπληκτικό, όχι μονάχα με την ανάλογη συνύπαρξη του σοβαρού και του αστείου, αλλά με το ίδιο λογοτεχνικό είδος των μιλησιακών ιστοριών και τον χαρακτήρα του μηνύματος που εκπέμπουν.
Μολονότι ruo Επταήμερο περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τη γαλλική γλώσσα του 16ου αιώνα, που είναι μια γλώσσα αρκετά διαφορετική από τη σημερινή γαλλική και παρόλο που προσφέρει σε κάθε μελετητή της Αναγέννησης μια ανεκτίμητη εικόνα της βασιλικής ζωής με τη δύναμη των ψυχολογικών περιγραφών και το πετυχημένο σκιτσάρισμα των χαρακτήρων των ηρώων του, οι μελέτες που είχαν γίνει μέχρι τον 19° αιώνα, γύρω από το έργο, είναι συγκριτικά ελάχιστες σε σχέση με την πληθώρα των μελετών του τελευταίου αιώνα, που μας παρουσιάζουν τη βασίλισσα ως μία από τις πιο σημαντικές γαλλικές λογοτεχνικές φωνές. Αλλά και στην κοινωνία της εποχής της δημιουργού του Επταημέρου, η επίσημη πνευματική αριστοκρατία, αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό το έργο το οποίο δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτά της επίσημης λογοτεχνίας, αλλά στα έργα της ευτελούς, λαϊκής λογοτεχνίας. Αντίστοιχη αντιμετώπιση αδιαφορίας και περιφρόνησης είχαν και. οι αρχαίες μιλησιακές ιστορίες, γιατί τα θέματά τους, όπως και του Επταημέρου, είχαν σχέση με τα πολύ λαϊκά θέματα, τα οποία βεβαίως περιφρονούσαν και καταδίκαζαν οι ηθικολόγοι. Θέματα που παρουσιάζουν με ειλικρίνεια και φυσικότητα τις πράξεις των ανθρώπων, που αποκαλύπτουν, συνήθως, τις άσχημες πλευρές της ζωής, με γλώσσα ωμή και ρεαλιστική και αναφέρονται συχνά στον ευτελισμό της ίδιας της ζωής και το απρόβλεπτο των καταστάσεων μιας και στο βάθος τους κρύβουν μια ωμή εικόνα διαφθοράς. Αυτή η περιφρονητική στάση βρίσκει το παράλληλό της, από την εποχή ακόμη του Ομήρου, στη στάση των Αρχαίων βασιλέων και πολέμαρχων απέναντι στο λόγο του
Θερσίτη και παραπέμπει στην άσχημη εξωτερική εικόνα των 5υο εκπροσώπων της λαϊκής θυμοσοφίας, του αρχαιότερου Αίσωπου και του νεότερου Καραγκιόζη.
Έτσι, η αρχαία Μιλησιακή παράδοση, που χαρακτηρίζεται για τον έντονα λαϊκό της χαρακτήρα, με κύριο γνώρισμα το άμεσο και ωμό ύφος, εν γένει την αισθητική χαμηλού επιπέδου ή καλύτερα την ανυπαρξία οποιουδήποτε εκλεπτυσμένου περιτυλίγματος, αναβιώνει με το Επταήμερο της Μάργαρος της Ναβάρρας. Η αφηγήτρια Παρλαμάντ (το φερέφωνο της Μαργαρίτας της Ναβάρρας), δηλώνει, από τις πρώτες κιόλας γραμμές του Επταημέρου, ότι απομακρύνει από τον κύκλο των αφηγητών «όλους τους μορφωμένους», από φόβο μήπως και ο λόγος τους αλλοιώσει την αλήθεια της αφηγούμενης ιστορίας και διαφοροποιείται, με αυτόν τον τρόπο, ως προς τον Βοκκάκιο. Στόχος των αφηγητών ήταν να περιγράφουν με ρεαλιστική απλότητα τις συμπεριφορές των ανθρώπων και την κοινωνία στην οποία ζούσαν. Η φωνή των αφηγητών που συμμετέχουν στη συζήτηση – διάλογο που ακολουθεί την κάθε νουβέλα, διατηρεί στο έπακρο την αρμονία ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, σε ένα κείμενο όπου παρατηρείται ταύτιση του συγγραφέα με τον αφηγητή-ήρωα-ακροατή. Ο κύριος αφηγητής, είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, ιστορίες που του έτυχαν «παλιά», επιμένοντας στην αξιοπιστία των μαρτυριών και την προσωπική εμπειρία των γεγονότων. Στο Επταήμερο, η προφορικότητα των αφηγήσεων επιβεβαιώνεται από την αφηγήτρια Ουαζίγ, η οποία αναφέρει ότι έχουν ορκιστεί να μην αναφέρουν τίποτα από όσα έχουν γραφεί. Οι ιστορίες αυτές είναι όλες «αληθινές» και εγκιβωτίζονται στο εξωτερικό αφηγηματικό πλαίσιο της ψευδοαυτοβιογραφίας του Επταημέρου. Εδώ, εντάσσονται επίσης τα αφηγηματικά πλαίσια της αφήγησης ιστοριών κατά την αναγκαστική παραμονή των δέκα αφηγητών-ακροατών του έργου στο μοναστήρι της Παναγίας της Σεράνς. Η βασίλισσα αξιοποιεί στο Επταήμερο το θέμα της αληθοφάνειας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα έργα της Μιλησιακής παράδοσης. Υπάρχει όντως πολλή «αλήθεια» στις αφηγήσεις, που περιέχονται στο βιβλίο, όπως επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία η συγγραφέας του, η οποία δηλώνει ότι ο καθένας με τη σειρά του θα διηγηθεί μια αληθινή ιστορία, που είχε ζήσει ο ίδιος ή την είχε ακούσει από κάποιον έμπιστό του. Ο υπερβολικός τρόπος, με τον οποίο πε- ριγράφεται ο πρωταγωνιστής, αποσκοπεί στην προετοιμασία του ακροατή ή του αναγνώστη για τα εξαιρετικά ή και θαυμαστά κατορθώματά του, τα οποία ανατρέπουν την αρχική κατάσταση και τονίζουν το άστατο και ευμετάβλητο των ανθρώπινων πραγμάτων. Η συνεχής εναλλαγή από τον ένα αφηγητή στον άλλο, από τη μια ιστορία στην άλλη, η ποικιλία υλικού και αφηγητών και η συγκινησιακή γοητεία του ακροατηρίου, που προ καλούν οι νουβέλες αυτές με τις συζητήσεις – διαλόγους, αποτελούν βασικά αφηγηματικά χαρακτηριστικά του Επταημέρου της Μαργαρίτας της Ναβάρρας.
Από το Επταήμερο, το οποίο είναι μια συλλογή εβδομήντα δύο αφηγήσεων προσφέρουμε εδώ, στο ελληνικό αναγνωστικό και ερευνητικό κοινό, δώδεκα νουβέλες μαζί με τις συζητήσεις που ακολουθούν την κάθε νουβέλα. Οι νουβέλες είναι αυθεντικές. Οι ιστορίες και οι συζητήσεις – διάλογοι, είναι επίσης αυθεντικοί, όπως και τα πρόσωπα είναι επίσης αληθινά, αν και με διαφορετικά προφανώς ονόματα. Ο χώρος, το μοναστήρι της Παναγίας, στην άκρη του ποταμού Γκέιβ, ησυχαστικός, ερημικός, χώρος προσευχής, περισυλλογής.
Ως ευφυής συγγραφέας, η Μαργαρίτα της Ναβάρρας εμπλουτίζει τη Μιλησιακή παράδοση στην οποία εγγράφε- ται το έργο, με τις νουβέλες και τις συζητήσεις – διαλόγους που έχουν ως επίκεντρο τις ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες αποτελούν ένα μυστήριο γεμάτο γοητεία, πάθος, ωμή βία, σύγκρουση, απογοήτευση, σκληρότητα, απιστία και που καταλήγουν, εν τέλει, σε μια γενικότερη διάψευση και ανατροπή. Καταγγέλλοντας την κάθε μορφή βίας, διεισδύει στο εσωτερικό της ψυχής και θίγει θέματα που δεν τολμούν να θίξουν, τα οποία όμως είναι εκεί και διαλύουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι, η συντροφιά, των πέντε αντρών και πέντε γυναικών, χαίρεται, πικραίνεται, γελάει, κλαίει, συζητά, σχολιάζει, επιχειρηματολογεί ή φιλονικεί, μετατρέποντας ουσιαστικά το Επταήμερο σε μια πολυφωνική αφήγηση.
Στην πρώτη νουβέλα, γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός από τους σταβλίτες της Βασίλισσας της Ναβάρρας, που βρήκε οικτρό θάνατο, διατηρώντας την αγνότητά της, παρόλη τη σκληρότητα και την απανθρωπιά που έζησε. Στη δεύτερη, περιγράφεται η θρασεία απόπειρα ενός ευγενή ενάντια σε μια πριγκίπισσα της Φλάνδρας, η οποία, παρά τη φρίκη που βίωσε, συνέχισε το δρόμο της αρετής, ενώ αυτός της λύπης και της ντροπής που του άξιζε. Στην επομένη, γίνεται λόγος για μια καπετάνισσα στο λιμάνι της Κουλόν, η οποία ξέφυγε από δύο καλόγερους, που ήθελαν να τη βιάσουν, αντιδρώντας μάλιστα τόσο σοφά, που η αμαρτία τους αποκαλύφθηκε σε όλον τον κόσμο. Στην τέταρτη νουβέλα, περιγράφεται η απιστία της γυναίκας ενός γερο-καμαριέρη του δούκα της Αλενσόν και μάλιστα αναφέρεται ο δόλιος τρόπος με τον οποίο έδωσε τη δυνατότητα στον εραστή της να δραπετεύσει τη στιγμή που ο άντρας της, που ήταν μονόφθαλμος, πίστευε ότι θα τους πιάσει στα πράσα. Στην πέμπτη, γίνεται λόγος για τον τρόπο με τον οποίο ένας έμπορος από το Παρίσι ξεγελάει τη μητέρα της ερωμένης του, προκειμένου να καλύψει τη δική τους συνεύρεση, ενώ η έκτη περιγράφει πώς μια κυρία από το Μιλάνο, εκτίμησε τη γενναιότητα και τη μεγαλοψυχία του φίλου της και τον αγάπησε με όλη της την καρδιά. Ακολουθεί μια νουβέλα, στην οποία η πιο όμορφη κυρία του γαλλικού βασιλείου δοκιμάζει την πίστη ενός ευγενή, που είχε όλες τις αρετές του κόσμου, πριν του δώσει τη χαρά να είναι μαζί. Στην όγδοη, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο ένας πλούσιος γεωργός, ο Ζανέν, του οποίου η γυναίκα είχε ερωτικές σχέσεις με τον ιερέα της ενορίας, έπεσε θύμα εύκολης απάτης. Ακολουθεί μια άλλη νουβέλα, στην οποία εξετάζεται το πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη φύση, με την αφήγηση της ιστορίας μιας πλούσιας χήρας, η οποία, στην προσπάθεια της να προστατεύσει το μοναχογιό της, έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. Στην επομένη, εμφανίζεται μια νεαρή κυρία με εξαιρετικό χαρακτήρα, η οποία, βλέποντας τον άντρα της να φιλά τη θεραπαινίδα της, ξεσπά σε γέλια και, για να μην αναφέρει κουβέντα για το συμβάν, λέει ότι γελούσε με τη σκιά της. Στην ενδέκατη, παρουσιάζεται μια αφελής και ανόητη χήρα η οποία γελοιοποιείται προσπαθώντας να στηρίξει το αναμμένο της κερί στο πρόσωπο ενός στρατιώτη στον πέτρινο τάφο, μέσα σε ένα πολύ σκοτεινό παρεκκλήσι. Τέλος, στη δωδέκατη νουβέλα, σκιαγραφείται η περίπτωση μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας, η οποία εκνευρίστηκε τόσο πολύ βλέποντας τον άντρα της να ερωτοτροπεί με την θεραπαινίδα της, που ανέκαμψε βρίσκοντας την υγειά της.
Η κάθε μία από τις παραπάνω νουβέλες ακολουθεί όλους τους κανόνες της παραδοσιακής τεχνικής μιας εγκιβωτισμέ- νης ιστορίας, τους ίδιους ακριβώς που ακολουθούν και οι μι- λησιακές ιστορίες. Οι νουβέλες παρεμβάλλονται στην περιγραφή ενός συμποσίου που είναι, ως γνωστόν, ένα’ από τα καλύτερα αφηγηματικά πλαίσια για τέτοιες αφηγήσεις. Προέρχονται από το στόμα ενός ευχάριστου αφηγητή, ο οποίος επιθυμεί να τέρψει την παρέα του με μια αφήγηση που του είχε συμβεί. Απευθύνονται σε ένα κοινό που τον ακούει προσεκτικά. Επίσης, η επιμονή του αφηγητή να προσφέρει το γνωστό κέφι σ’ όλη την παρέα, καθώς και ol δισταγμοί πριν την έναρξη της αφήγησης, συνιστούν συνηθισμένο μοτίβο ει
σαγωγής μιας εγκιβωτισμένης μιλησιακής fabula. Και στο θέμα της δομής ακόμη, η κάθε μία νουβέλα ακολουθεί επιφανειακά το γενικό αφηγηματικό σχήμα που χαρακτηρίζει όλο το Επταήμερο, όπως και τα μιλησιακά αφηγήματα. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό σχήμα με “τριγωνική διάταξη”, για μια ιστορία με τρεις “παράγοντες”, έτσι που να υπάρξει σε κάθε περίπτωση, ανάμεσά τους, μια σχέση “διάψευσης” και “εξαπάτησης”.
Η Μαργαρίτα της Ναβάρρας ακολουθεί την παράδοση του Δεκαημέρου του Βοκκάκιου, όπου μια συντροφιά για ν’ αποφύγει τον “Μαύρο θάνατο” φεύγει στην εξοχή όπου λυτρώνεται, γελώντας, χάρη στην αφήγηση ιστοριών. Έτσι και η βασίλισσα συγκεντρώνει «με θαυμαστό τρόπο», τους δέκα αφηγητές του Επταημέρου στο μοναστήρι της Παναγίας. Οι περιπέτειές τους αμέτρητες, εξαιτίας μιας ξαφνικής καταιγίδας, που προκάλεσε καταστροφικές πλημμύρες στην περιοχή του Κολντερέ στα Πηρυναία και απείλησε την ίδια τους τη ζωή. Προκειμένου να μη νιώσουν πλήξη και αρρω- στήσουν, επέλεξαν την αφήγηση ιστοριών που θα προκαλού- σε γέλιο, χαρά και αγαλλίαση. Το γέλιο στο Επταήμερο είναι ευεργετικό, συμφιλιωτικό, επικοινωνιακό. Είναι το γέλιο από την αφήγηση ιστοριών που «αξίζει να τις θυμούνται» και που παραπέμπουν στο γκροτέσκο κωμικό του Θερσίτη και του αφηγητή των μιλησιακών ιστοριών. Είναι το γέλιο του Μπερξόν που ξεκίνησε ως συλλογική, κοινωνική αντίδραση ενάντια στα αδέξια, διαφορετικά ή παρεκκλίνοντα μέλη της ομάδας. Είναι το γέλιο, μεταξύ άλλων, της Λονγκα- ρίν, αφηγήτριας της όγδοης νουβέλας του έργου, που περιγελά ειρωνικά τις γυναίκες: «Ξέρω καλά σε ποιον μιλώ, γιατί οι γυναίκες σας είναι τόσο ενάρετες, που ακόμη και όταν βάζετε σ’ αυτές τόσο μεγάλα κέρατα, όπως αυτά του ζαρκαδιού, θέλουν να πείσουν τον εαυτό τους και όλον τον κόσμο, πως πρόκειται για καπέλλα από τριαντάφυλλα!»
Πράγματι, το γέλιο του Επταημέρου είναι το θεράπευ- | τικό γέλιο με έντονο αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Είναι ~ο | γέλιο ως απόλαυση, που φέρνει το υποκείμενο σε επαφή με | τα όριά του. Είναι το γέλιο που προκαλείται από αυτό το γκροτέσκο κωμικό, το οποίο ο Μποντλαίρ αποκαλεί “από- I λυτο κωμικό”, όντας μέσα στη δίνη μιας “απόλυτης χαράς” : και μιας “απόλυτης αθλιότητας”. “Αλήθεια, λέει ο Γκεμπου- ρόν στην Λονγκαρίν, είστε μια γυναίκα που αντί να κάνετε * όλους εμάς να γελάσουμε, όπως εξάλλου μας το υποσχεθή- κατε, προκαλείτε τόσο θυμό σ’ αυτούς τους δυο ανθρωπά- κους». «Αυτό ακριβώς θέλω, απαντά εκείνη, γιατί ο θυμός τους θα διπλασιάσει το γέλιο μας». Το γέλιο αυτό είναι το αμφίσημο και καρναβαλικό γέλιο των μιλησιακών ιστοριών, που σύμφωνα με τον Μπαχτίν διαλύει το φόβο και γεννιέται απ’ το συναίσθημα μιας κρίσης, συνδυάζοντας ταυτόχρονα διαφορετικά συναισθήματα, τα οποία προκαλούν ευθυμία και χαρά. Οι κωμικές και ευχάριστες ιστορίες του έργου, προκαλούν γέλιο που έχει ως στόχο «να δείξει την ανθρώπινη αλήθεια, όχι την αλήθεια του αντικειμένου διακω- μώδησης και περίγελου, αλλά μια εσωτερική αλήθεια που ανακαλύπτεται μέσα από τον τρόπο που ζούμε και συμπε- ριφερόμαστε». Η Παρλαμάντ, που ουσιαστικά είναι η ίδια η βασίλισσα της Ναβάρρας, επιβεβαιώνει πως «δε γελάμε όταν ακούμε ωραία και σοφά λόγια, αλλά όταν βλέπουμε κάποιον να παρεκκλίνει ή όταν λέει κάτι εντελώς άσχετο». Επισημαίνει ακόμη, με αφορμή την γυναίκα της πεντηκοστής τέταρτης νουβέλας που γελούσε με τη σκιά της, το γεγονός ότι “έπαιρνε κατάκαρδα όσα μπορούσαν να είναι σε βάρος της συνείδησής της και της υγείας της και μάλιστα δεν της άρεσε καθόλου να στέκεται σε μικροπράγματα”.
Οι παραπάνω ιστορίες από το Επταήμερο, που θεωρείται πολύτιμο για τη γλώσσα και την ιστορία του πολιτισμού της εποχής του, αναδεικνύουν τη δυσκολία που έχουν
τα πρόσωπα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Διαβάζουμε, ανάμεσα στις γραμμές του έργου, πως αρκετές φορές «η αρχή τ’Ίζ σχέσης τους είναι ευχάριστη, αλλά το τέλος ολέθριο και αιματηρό». Εφόσον, αναφέρει η αφηγήτρια Ουα- ζίγ. «έχουμε ορκιστεί να πούμε την αλήθεια οφείλουμε και να την ακούσουμε… Γι’ αυτό μιλείστε ελεύθερα, γιατί τα άσχημα πράγματα που λέμε για τους άντρες και τις γυναίκες με αφορμή τις ιστορίες τους, δείχνοντας τη δυστυχία στην οποία έχουν περιέλθει, δεν αναφέρονται καθόλου στην ντροπή που πρέπει να νιώθουν αυτά τα συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά στην επιθυμία μας να δείξουμε πως η ελπίδα μας πρέπει να σταματά και να στηρίζεται σε Εκείνον μόνο που είναι τέλειος και που χωρίς Αυτόν ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά μια ατέλεια».
Συμπερασματικά, η Μαργαρίτα της Ναβάρρας απεικονίζει στο Επταήμερο τα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα, σε έναν άγριο και αδίστακτο κόσμο, γελώντας. Δεν σοκάρει τον ακροατή-αναγνώστη, γιατί το γέλιο της είναι αυθόρμητο και λυτρωτικό. Είναι χαρά που πηγάζει από τη συνεννόηση και τη συμφιλίωση, την ανθρώπινη συνάφεια, συλλο- γικότητα, συντροφικότητα. Η ίδια άλλωστε επισημαίνει «πως οι ατομικές αδυναμίες των πρωταγωνιστών της είναι παγκόσμιες αδυναμίες» και θέλει με τη λεπτότητα του γέλιου της να βοηθήσει τον άνθρωπο, να τον ελευθερώσει με το να τον μυήσει στην πραγματική ζωή και όχι να τον αποπροσανατολίσει. Γι’ αυτό καταφεύγει εδώ, με τις τολμηρές ιστορίες του Επταημέρου, σε μια κωδικοποιημένη γραφή με αμφίσημες λεκτικές διατυπώσεις, που απευθύνεται σε μυη- μένους. Σκηνοθετεί διαλόγους που ταιριάζουν απόλυτα στο περιβάλλον και στα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σε αυτούς και κατορθώνει, με τα γραφόμενά της, να μορφώνει τους αναγνώστες διαχρονικά καθιστώντας το έργο της επίκαιρο σε κάθε εποχή. Σκιαγραφώντας τα πάθη, που είναι κοινά στους άντρες και στις γυναίκες με μια σχέση “εκλε- κτικής συγγένειας” όπως θα την ονόμαζε ο Γκαίτε, φανερώνει, με το περιεχόμενο του Επταημέρου, την ανθρώπινη ατέλεια υποδηλώνοτας πως η ελπίδα μας πρέπει να έχει ως μοναδικό στήριγμα, «Αυτόν που είναι ο μόνος τέλειος». Πράγματι, μέσα από αυτές τις ιστορίες φανερώνεται αυθεντικά η ανθρώπινη φύση που αγωνίζεται να προσεγγίσει την τελειότητα. «Και τί θέλετε να πείτε, λέει η Ουαζίγ στον Ιρ- κάν, ότι έχουμε την τάση να γελάμε με μια τρέλα και όχι με μια ενάρετη πράξη;». Αυτό ακριβώς απαντά ο Ιρκάν, «γιατί μας είναι πολύ πιο ευχάριστο και επιπλέον ταιριάζει τόσο πολύ στην ανθρώπινη φύση μας, η οποία δεν είναι σε καμιά περίπτωση από μόνη της αγνή». Έτσι, στο Επταήμερο της βασίλισσας Μαργαρίτας της Ναβάρρας, η κάθε νουβέλα, που αναγγέλλεται ως ένα ψυχαγωγικό παράδειγμα, αντανακλά την πραγματικότητα της ζωής με την απαράβατη και σκληρή νομοτέλειά της και εμπεριέχει έναν συμβολισμό αναγέννησης και ένα μήνυμα ζωής.