από την Δρα Αγγελική Γ. Κομποχόλη

 Image

Πάντοτε οι φόβοι μάς κατέτρεχαν, πάντοτε οι φόβοι μάς κατατρέχουν. Αυτή είναι η κοινή παραδοχή. Αυθόρμητοι διαρκείς φόβοι που πάντοτε εμφωλεύουν, διατρέχουν την ανθρώπινη ιστορία μας και καιροφυλακτούν να «εκτονωθούν» απειλητικοί πάνω μας, ο φόβος του άγνωστου, ο φόβος του σκοταδιού, ο φόβος της θάλασσας ή του δάσους, ο φόβος του φαντάσματος και περισσότερο απ’ όλους, κυρίως αυτός,  ο φόβος του Άλλου. Ο φόβος του «Εξωτερικού» Άλλου ή του «Εσωτερικού», ιδίως του τελευταίου, αυτού που ελλοχεύει μέσα μας, ακόμα κι όταν προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει,  και με τη δύναμή του μας κατακλύζει έντεχνα, ύπουλα, διαβρωτικά, περιγελώντας μας όσο τον αποκρύπτουμε «ακρωτηριάζοντας» μας όσο τον αρνούμαστε… μέχρι να αποκαλυφθεί. Πάνω σε αυτούς ακριβώς τους  άξονες κινείται  θεματικά η παράσταση Έλα να παίξουμε, που παρουσιάζεται για τρίτη συνεχή χρονιά στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, σε σκηνοθεσία Κερασίας Σαμαρά, μία σύγχρονη αλληγορία του φόβου κι ένα σχόλιο πάνω στην  υποβλητική, αδιαπραγμάτευτη ισχύ που αυτός ασκεί επάνω μας.

Το έργο ξεκινά ειδυλλιακά, με μία οικογενειακή ατμόσφαιρα θαλπωρής, σε ένα σπίτι χαρούμενα στολισμένο για τις επικείμενες χριστουγεννιάτικες γιορτές-ανθρωπολογικά κατ’ εξοχήν εστιακές γιορτές, γιορτές του Οίκου και της προστασίας που αυτός παρέχει-που το μόνο που δεν προοιωνίζονται είναι η αυθαίρετη, αναπάντεχη, αδικαιολόγητη  σε αυτές εισβολή του Τρόμου (μία εισβολή που γίνεται ακόμη πιο απωθητική στην αντίθεσή της  με το ζεστό, γιορτινό περιβάλλον). Οι άσπρες, απαστράπτουσες,  οι ολοφώτεινες στολές των απροσδόκητων επισκεπτών, που εισβάλλουν, ξαφνικά στο σκηνικό, βουβά κι αναίτια, αλλόκοτοι μαντατοφόροι ακατανόητων  ειδήσεων,  δεν είναι οι στολές πάναγνων, μεγαλόκαρδων Αγγέλων του Καλού, όπως αισθητικά υπονοούνται, αλλά ο ίδιος ο Φόβος στην μασκαράτα του, στον εμπαιγμό του, στην κοροϊδία του για τους όμορφους, ειρηνικούς, μακάριους, ευτυχισμένους κόσμους, που κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ονειρεύεται. Το έργο θυμίζει την ταινία Funny games του Π. Χάνεκε, η ίδια η συγγραφέας άλλωστε αφήνει να εννοηθεί πως εδώ υπήρξε το πρώτο «κέντρισμα», η δραματική του όμως εξέλιξή του είναι τελείως διαφορετική, καθώς γίνεται, στην ουσία, μία επί σκηνής φιλοσοφική θεώρηση του Φόβου και των αναπόφευκτων συνεπειών που αυτός εγείρει.

Κι αυτήν ακριβώς την θεώρηση υπηρετεί  η σκηνοθεσία της Κερασίας Σαμαρά αξιοποιώντας κάθε σκηνοθετικό εύρημα, όπως και η σκηνογραφία, λιτή στην παρουσίασή της, με την εικόνα όμως του Φόβου πανταχού παρούσα να υφέρπει  μέσα στο εορταστικό αστικό περιβάλλον,  έτοιμη κάθε στιγμή να αναδυθεί, σε ένα σκηνικό που φέρνει τους θεατές σε απόσταση αναπνοής από τους ηθοποιούς και …από  τον ίδιο τον Φόβο. Τον Φόβο και τη συνακόλουθη Σιωπή του, με την οποία καθηλώνει τις ενοχές που στην αρχή αποκρύπτει και στη συνέχεια εκθέτει.  Μία Σιωπή  που οι πρωταγωνιστές του έργου, Τζένη Σκαρλάτου και Χρήστος Τακτικός, αναδεικνύουν έντεχνα στην εσωτερικότητά της, με πολλές (συχνά απρόσμενες για τον θεατή) υποκριτικές εναλλαγές, σε ένα ούτως ή άλλως δύσκολο ερμηνευτικά έργο, που τους υποχρεώνει να κινούνται σε μία μεγάλη γκάμα συναισθημάτων, με ιδιαίτερες, λεπτοφυείς εκφάνσεις. Συναισθήματα που πρέπει με καθαρότητα  να δηλώνονται και όχι  να αποκρύπτονται ή να περιθωριοποιούνται κάτω από την καθηλωτική κυριαρχία του Φόβου, που κι αυτός με τη σειρά πρέπει να χρωματίζεται στις ψυχικές παραλλαγές του. Κι αυτό επιτυγχάνεται από τους δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι , πολύ φυσικοί στο παίξιμό τους,  με μία άριστη μεταξύ τους χημεία,  διεισδύουν βαθιά στον ρόλο τους και γίνονται σπαρακτικοί στην συνάντησή τους με την… απόγνωση.

Από κοντά τους, πλαισιωτικοί, σωστά υποστηρικτικοί,  οι «Εισβολείς», ο Αλέξανδρος Νταβρής, ένας νέος ηθοποιός, ο οποίος μας δίνει πολύ όμορφα δείγματα του ταλέντου του και τού τι μπορεί να κάνει στο μέλλον κι η ίδια η συγγραφέας του έργου, η Κερασία Σαμαρά, σε μία ήρεμη, υπόκωφα «φοβιστική», όπως απαιτεί ο ρόλος της, εμφάνιση. Ελπιδοφόρα, γλυκιά παρουσία παιδικότητας, ανεμελιάς και ξενοιασιάς στο έργο, που κάνει όμως συνταρακτικότερη την ανατροπή στο φινάλε, ο μικρός Παντελής Πολυζωίδης, που μας εκπλήσσει με την θεατρική του άνεση.  Μία πολύ ωραία στο σύνολό της παράσταση, που προτείνεται ανεπιφύλακτα.