Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γεννήθηκε το 1962. Διπλ. μηχανολόγος μηχανικός του Ε.Μ.Π. (1985), αριστούχος διπλωματούχος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1994), μεταπτυχιακά θεατρολογίας στη Νέα Σορβόννη (D.E.A. Paris III La nouvelle Sorbonne, 1997). Συγγραφέας 31 βιβλίων, κριτικός Λογοτεχνίας και Θεάτρου, παραγωγικότατος δημοσιογράφος…
Η Αθήνα της Κρίσης, πρόσφορο έδαφος για πειραματισμούς, για επιστροφή στην παράδοση, για εισαγόμενες ληγμένες πρωτοπορίες προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και για μια ζέουσα πρωτότυπη δραματική παραγωγή εκατοντάδων έργων που άλλα τυπώνονται κι ελάχιστα βρίσκουν το δρόμο τους προς τη σκηνή. Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί ανθούν, και γίνεται συχνά λόγος για το θέατρο που δεν χρειάζεται το γραπτό κείμενο ή για την πρωτοκαθεδρία του σώματος στο τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα. Το θέαμα αναλαμβάνει συχνά τα ηνία εις βάρος του κοινωνούμενου νοήματος, όσο κι αν σπανίζουν πια οι ιδέες και τα «μηνύματα» που αξίζει να διαδοθούν ή να μετά-δοθούν. Επιστροφή στο παρακμιακό μεσαιωνικό ευρείας λαϊκής κατανάλωσης θέατρο που βασίζεται στη μιμική και παντομιμική. Εν τούτοις παρατηρούμε και την ακριβώς αντίθετη ροπή ή τάση: παραδοσιακά κείμενα όπως η ποιητική «Βοσκοπούλα» να ανεβαίνει με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Σαν βγαλμένο από τη μακραίωνη περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, αυτό το λογοτεχνικό μνημείο που καταγράφηκε στην Κρήτη του 16ου αιώνα, μου θυμίζει τα δημοτικά τραγούδια και τις παραλογές, που είναι τόσο στρογγυλεμένα και τόσο συνεπή από ρυθμολογικής πλευράς που καμία «ποιητικά άδεια» δεν χρειάζεται για γλωσσικές ή μετρικές παραβάσεις. Έντεχνος λόγος όπως οι γνωστές μυθιστορίες «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη»… αγγίζει τον ερωτικό πόνο με λαϊκό αυθορμητισμό που μόνον οι άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο και κοντά στη Φύση μπορούν να επιδείξουν με τόση άδολη αγνότητα.
Αλλά κι ο έμπειρος σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης δουλεύει πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα που έχουν γράψει ιστορία και καταδεικνύει την διαχρονική σημασία τους δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προσωδία της κοινής νεοελληνικής γλώσσας που απειλείται από τα παρά-μορφωμένα νέα παιδιά που μιλούν τόσες πολλές γλώσσες έτσι ώστε να τις μπερδεύουν και να απαλείφουν κάθε τονικό ή άλλο χαρακτηριστικό τους χωρίς όμως και να σχηματίζουν μία «εσπεράντο» του εικοστού πρώτου αιώνα. «Ο Επιτάφιος» του Περικλή, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Βιζυηνού ήταν δύο μόνον από τα πρόσφατα θαύματα αυτού του σύγχρονου δασκάλου θεατρικού ήθους και σκηνικής αποτελεσματικότητας.
Όμως η παράσταση της χρονιάς, η αρτιότερη ίσως των δύο τελευταίων ετών κατά την ταπεινή μου άποψη, ήταν η Έντα Γκάμπλερ στο αναστημένο ξενοδοχείον Μπάγκειον της πλατείας Ομονοίας, όπου η Άντζελα Μπρούσκου έστησε ένα αριστούργημα με πρωταγωνίστρια την Παρθενόπη Μπουζούρη στον επώνυμο τιτάνιο ρόλο.
Η παραγωγή αυτή διαθέτει τρία σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, αξιοποίηση ενός παρατημένου ξενοδοχείο στο κέντρο του αστικού ιστού της πρωτεύουσας, δεύτερον, προϋποθέτει γενναιότητα εκ μέρους των συντελεστών και του κοινού και, τρίτον, αποτελεί επιτέλους μία πλήρη πρόταση (αισθητική, υφολογική, ρυθμολογική, γλωσσική) για ένα συνολικό θεατρικό καλλιτέχνημα που ξεφεύγει από τον σύγχρονο μεταμοντέρνο χυλό των θολών ληγμένων πρωτοποριών του περασμένου αιώνα κι αρθρώνει λόγο εικαστικό, ηχητικό, οπτικό ΚΑΙ γλωσσικό σε ισότιμους όρους. Κουραστήκαμε πια με παγκοσμιοποιημένες παντομίμες που βασίζονται στον αυτισμό και στα ζωώδη ορμέφυτα του ανθρώπινου είδους, σε αταβιστικές κινήσεις και ήχους. Βαρεθήκαμε με τις ατέλειωτες παρωχημένες διαμάχες των ξενοσπουδαγμένων θεωρητικών εισαγωγέων παρωχημένων πειραματισμών…διαμάχες για το εάν το θέατρο είναι πρωτίστως εικόνα ή λόγος… ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ, αγαπητά μου παιδιά. Ας θυμηθούμε τις «τερατείες» του Αισχύλου. Όμως πρέπει να υπάρχει και λόγος, ποίηση, αποχρών λόγος, δράση, ιστορία, μύθος, παραμύθι, δόλωμα για να διατηρήσεις την προσοχή του θεατή. Δεν φτάνουν εικόνες και ήχοι ατάκτως ερριμμένοι. Όσο κι αν έχει εξελιχθεί ο παραζαλισμένος αφιονισμένος εγκέφαλος του συγχρόνου Homo Interneticus, δεν έχουμε – δυστυχώς – ακόμα περάσει στο επόμενο είδος νοημόνων όντων που θα κατακυριεύσουν την ταλαίπωρη γη. Ακόμα ζούμε στη χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα και παίζουμε έργα από τη χαραυγή του προηγούμενου εικοστού αιώνα, χωρίς να έχουμε προοδεύσει καθόλου, αφού η φύση μας μοιάζει κολλημένη στα σπήλαια κι αναμασάμε όλο τα ίδια και τα ίδια πρότυπα, παίζουμε ανύποπτοι (;) κι ανυποψίαστοι τους ίδιους ρόλους, γελάμε και συγκινούμαστε στις ίδιες ατάκες, προβληματιζόμαστε πάνω σε μονοπάτια που έχουν διατρέξει φωτισμένοι νόες εδώ κι αιώνες. Όσο προτιμούμε να ανεβάζουμε Ίψεν κι Ευριπίδη και Σαίξπηρ και Μπέκετ και Στρίντμπεργκ και Μολιέρο, όσο δεν αναπτύσσουμε τη δική μας σύγχρονη πρωτοποριακή δραματουργία που βασίζεται στον έναρθρο Λόγο (προφορικό ή και γραπτό, αυτοσχεδιαστικό ή και διαδραστικό), τότε δεν μπορούμε να μιλούμε για χαοτικές καταστάσεις που απευθύνονται και προέρχονται από συγχυσμένα όντα, που όχι μόνον δεν διαθέτουν το «γνώθι σαυτόν», αλλά δεν ξέρουν ούτε πού πατούν ούτε πού πηγαίνουν.
Όμως αυτή δεν είναι η περίπτωση της Άντζελας Μπρούσκου που διαθέτει και γνώση κι άποψη και θυμό αρκετό για να είναι και σύγχρονη και δοκιμασμένη από το χρόνο, χωρίς να φοβάται να υποκύψει σε νοσταλγίες του «παλιού καλού καιρού», κάτι που συμβολίζει εξάλλου και το ερειπωμένο σήμερα και ρημαγμένο «Ξενοδοχείον Μπάγκειον», σωστά φωτισμένο και σκηνογραφημένο για τις ανάγκες αυτού του ιψενικού αριστουργήματος, που λιθοβολήθηκε στην εποχή του γιατί χτυπάει την κοινωνική υποκρισία τών «δήθεν». Ακριβώς όπως αυτή η παράσταση είναι γροθιά στο υπογάστριο όλων αυτών των δοκησίσοφων και αλαζονικών καθυστερημένων «νεωτεριστών» που μας κουράζουν συχνά-πυκνά με τις κενές, ναρκισσιστικές, ομφαλοσκοπικές κι ανούσιες νοητικές κατασκευές τους.
Κωνσταντίνος Μπούρας