Τα τελευταία δέκα χρόνια μεσούσης της Κρίσεως (οικονομικής και πολιτισμικής) ανθούν οι παρουσιάσεις βιβλίων, σε τέτοιο υστεριάζοντα βαθμό που το κοινό αναγκάζεται να παρακολουθήσει δύο τουλάχιστον καθημερινώς (όταν είναι φανατικό και μανιώδες, βεβαίως). Ταυτοχρόνως, η Ποίησις στερήθηκε του βασικού προτερήματος και ειδολογικού χαρακτηριστικού της: του ρυθμού και του μέτρου. Κατήντησε μία τέχνη δια-νοητική και σχολιάζουσα υποκειμενικώς την πραγματικότητα ένδοθεν κι έξωθεν. Κι αν δεν είναι ναρκισσιστική κι αυτιστική, στην καλυτέρα των περιπτώσεων είναι απλώς δι-υποκειμενική, σε πλήρη διάζευξη με την όποια σωματικότητα κι ελάχιστα επηρεάζει σε αξιοσημείωτο βαθμό το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η περίφημη «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» είναι εγωκεντρική, ατομοκεντρική, υπέρ-καταναλωτική (ακόμα και σήμερα, που κατέρρευσαν ένας προς έναν οι Πύργοι της Βαβέλ μιας ψευδαισθητικής «Κοινωνίας της Αφθονίας» που βασίστηκε πάνω στο κακώς εννοούμενο «όνειρο», που δεν πρέπει να συγχέεται με το όποιο όραμα, αλλά με την παροιμία του θυμόσοφου λαού: «με τον νου πλουτίζει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα).
Κι αν εξορίσαμε το σώμα κι ο έρωτας έγινε απλώς μια αφορμή για αυτοψυχαναλυτικούς μινυρισμούς και νευρώσεις παντός είδους, η ομαδική ψύχωση ενός (ακόμα ενός) Νόμπελ Λογοτεχνίας καλά κρατεί μεταξύ των παροικούντων τον πάλαι ποτέ ιερό τόπο των Μουσών (και δη της Ερατούς, Μούσης της Ποιήσεως).
Όμως τότε προς τι όλες αυτές οι παρουσιάσεις και δη ποιητικών συλλογών που δεν πουλάνε ποτέ πάνω από τριακόσια (ναι, 300) αντίτυπα, αν και οι στιχουργοί τους ξεπουλάνε ό,τι έχουν και δεν έχουν προκειμένου να εγγράψουν υποθήκες εις την Αιωνιότητα;
Κι εδώ ερχόμαστε στο εξόχως ενδιαφέρον από θεατρικής απόψεως κοινωνιολογικό φαινόμενο: όσο ο ποιητικός λόγος φθίνει, ΔΕΝ μελοποιείται και δεν φτάνει στα πλατιά δεινοπαθούντα κοινωνικά στρώματα, ξαφνικά οι ποιητές μας ανά-κάλυψαν το δραματικό στοιχείο της πανάρχαιας τέχνης της στιχοπλοκίας και συμπληρώνουν με το σώμα τους (έστω και καθισμένο πίσω από ένα …πάνελ ή μία «στρογγυλή τράπεζα», αν προτιμάτε), συμπληρώνουν με τη φωνή, τις μιμικές, τις παντομιμικές τους εκφράσεις και τα παραγλωσσικά σημεία μιας υπερπαραγωγής παρουσιάσεως βιβλίου (που θυμίζει βαφτίσια), συμπληρώνουν και με τη βοήθεια επαγγελματικών ηθοποιών, μουσικών και εικαστικών καλλιτεχνών τη χαμένη σωματικότητα και τη χαμένη τιμή της ποιητικής τους. Σπανίως, είναι τόσον ικανοί ώστε να κρατήσουν μια «περφόρμανς» μονάχοι τους, ελάχιστοι ταξιδεύουν στο «εξωτερικό» για να επικοινωνήσουν με το διεθνές κοινό σε γλώσσες που κατέχουν ή δεν κατέχουν… Το σίγουρον όμως είναι πως το θράσος πρωτοστατεί, απαραίτητο συστατικό στοιχείο, ικανή και αναγκαία συνθήκη δια την επίτευξιν της όποιας προσκαίρου ή επιδερμικής «επιτυχίας», ενώ το μόνον σίγουρο είναι ότι ο Χρόνος, ο πανδαμάτωρ και αμείλικτος, θα ανακυκλώσει τα φτωχά γρατπά τους, ως λίπασμα για τις μελλοντικές γενιές που θα έρθουν και θα απολαύσουν έναν πραγματικό πνευματικό πολιτισμό, αφού εμείς τώρα πλέουμε σε έναν βάλτο υλισμού και απολαμβάνουμε ποσοτικήν μόνον ευημερίαν, μόνον εις τα …νούμερα (μεταφορικώς και κυριολεκτικώς!!!). Όσο πληθαίνουν οι ποιητικές υπερπαραγωγές, τα φεστιβάλ, οι εορτασμοί για την «Παγκόσμια Ημέρα Ποιήσεως» (ήτις είναι αμιγώς και μόνον …ελληνική, αφού δεν εορτάζεται πουθενά αλλού) τόσο παρακμάζει, εξευτελίζεται και περιθωριοποιείται η καθαυτό ποίηση στη συνείδηση του κόσμου. Η Συλλογική Συνειδητότητα έχει άλλους δαίμονες να αντιπαλέψει, στρέφεται στο διήγημα και στην νουβέλα, στο ιστορικό μυθιστόρημα και στο θεατρικό έργο που μιλάει για το τώρα, έστω κι εμμέσως και δια της πλαγίας οδού, δια της παραβολής ή της αντιπαραβολής «οικείων κακών»… Κι εκεί ακριβώς έρχεται η πανούργα Ποίηση να μιμηθεί τα του Θεάτρου και να διεκδικήσει την πανάρχαια κληρονομιά της στο δραματικό…
Αυτό είναι το θέμα μας: η Ποίηση σήμερα (κι όχι μόνον η νεοελληνική) όταν δεν είναι αμιγώς διαδικτυακή τείνει να εξω-μειωθεί [από το «έξω» και «μειώνομαι»] και να εξομοιωθεί βεβαίως με την δραματική τέχνη δημιουργώντας δια της διαπιδύσεως ένα υβρίδιον, ουχί καινοφανές, αλλά αξιοπερίεργον, όπως και κάθε εκτόπλασμα.
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ: βρέθηκα πολλές φορές σε φιέστες και φεστιβάλ, σε εορταστικές παρουσιάσεις βιβλίων και πανηγυρικές αποθεώσεις εβδομηντάρηδων ποιητών «για το σύνολο του έργου τους» κι ήταν τόσο θλιβερός ο αυτοθαυμασμός και η γλυκανάλητη σιελόρροια εκ μέρους των υποστηρικτών, ακολούθων και ευκαιριακών λυκόφιλων που μόνον αηδία θα μπορούσαν να εμπνεύσουν εις τον υγιώς σκεπτόμενον άνθρωπον (που είναι χαρίεν ον, όταν άνθρωπος είναι και δεν φαίνεται απλώς ως τοιούτος/τοιαύτη).
«Εμετοί και ξεράσματα…», θα έλεγε η γιαγιά μου Αγγελική, αν έβλεπε μέσα από ένα παραβολικό κάτοπτρο όλα αυτά τα υπερβολικά καραγκιοζιλίκια, άτινα ουδεμίαν σχέσιν με την Ποίησιν έχουσιν ή διατηρούσιν, ούτε – φυσικά – και η Ποίηση με αυτά τα παρακμιακά θνησιγενή φαινόμενα.
Η Ποίηση είναι αλλού, στη σιωπή, στη μοναξιά, όχι απαραιτήτως εις τον μονήρην βίον αλλά εις την στοχαστικήν απόσυρσιν εντός του τρελαμένου, μαινομένου πλήθους των Βακχών που στερήθηκαν τις ιερές εορτές τους και ξεγυμνώθηκαν από τις όποιες τελετουργίες τις βοηθούσαν να συνυπάρχουν ομαδικώς με αρμονικό τρόπο.
Η Ποίηση σήμερα δεν είναι για να την κρεμάς στα μανταλάκια, να τη βάζεις σε αφίσες ή σε γιγαντο-οθόνες του μετρό, η ποίηση δεν είναι βραβεία κι επιβραβεύσεις, λιλιά και τρόπαια. Η Ποίηση είναι ο μόνος λόγος που μας κρατάει ζωντανούς και μας κάνει να καταλαβαίνουμε τους άλλους ανθρώπους. Η Ποίηση είναι η μόνη Ελπίδα για την Ανθρωπότητα όταν όλα τα άλλα Φώτα έχουν σβήσει.
Από αυτή την άποψη, ας κάνουν όσες μπορούν περισσότερες ποιητικές βραδιές κι εκδηλώσεις… Κι ας είναι …καρναβάλι. Δεν πειράζει. Ίσα-ίσα, μπορεί έτσι να αναστήσουμε την παλιά τέχνη των ακολούθων του Διονύσου και να έχουμε ξανά μεγάλο θέατρο στη χώρα μας, αντάξιο των προκλήσεων της εποχής μας. Γιατί Θέατρο χωρίς υψηλή ποίηση δεν υφίσταται σε διαχρονικό ορίζοντα. Ίσως τότε – κάποτε – να μακαρίζουμε εκείνους τους άγνωστους, ανώνυμους ποιητές που τώρα ένδοξοι και στεφανοφορεμένοι είναι, πολυβραβευμένοι και πάν-κοινοι… μπορεί κάποτε – λέγω – να μακαρίζουμε τις σημερινές «Χρυσές μετριότητες», τους υπερτιμημένους ποιητίσκους, γιατί απλώς δεν σταμάτησαν να κουβαλάνε νερό στον Μύλο του Χρόνου κι ελίπαναν τις μυλόπετρες με το κορμί τους. Τότε, λέω, τότε, όταν θα έχει αποκατασταθεί πάλι ο Πνευματικός Πολιτισμός στη Γη και θα έχει ανατείλει η Αιώνια Αναγέννηση, τότε και μόνον τότε θα πρέπει ίσως να στήσουν οι προνομιούχοι επερχόμενοι μελλοντικοί άνθρωποι ένα μνημείο «Υπέρ Αγνώστων Ποιητών» που έθρεψαν στα δύσκολα χρόνια της Κρίσης το Δέντρο της Γνώσης όχι τόσο με τα ποιήματα και τη στιχουργική τους δεινότητα όσο με τα σώματα και τα ρημαγμένα κορμιά τους που αυτοθυσιάστηκαν σε μια πυρκαγιά που τους υπερέβαινε. Γιατί είναι τρανή πυρκαγιά η Ποίηση όταν σε καίει εκ των έσω, ακόμα κι όταν δεν βγαίνει προς τα έξω, δεν φουντώνει, δεν συμπαρασύρει κι άλλους, όσο οινόπνευμα και βενζίνη να ψεκάσεις τα ξύλα τα χλωρά. Όταν είναι ανώριμα δεν καίγονται τα καημένα. Κι όσο κι αν διατείνεται η λαϊκή σοφία πως «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», το πρόβλημα είναι πως δεν απέμειναν «ξερά» για προσάναμμα. Είναι όλοι τους τόσο υγροί από την καταιγιστικήν σιελόρροιαν (το λέω καθαρευουσιάνικα για να μην …αριστοφανίσω) που όχι μόνον φωτιά δεν παίρνουν, αλλά μπορούν ακόμα και να …σβήσουν την φωτιά του διπλανού τους.
Εδώ σταματώ για να μην παρεκτραπώ. Ο λόγος σ’ εσάς. Θα χαρώ ιδιαίτερα τον αντίλογο. Είναι η πηγή, η πρόφαση και το αποτέλεσμα της Δημοκρατίας.
Ταπεινώς εισηγούμενος,
Κωνσταντίνος Μπούρας, γραφιάς
https://www.konstantinosbouras.gr