ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΜΟΛΑΡΗ

Tης  Παρασκευής  Μόλαρη , εκπαιδευτικού, ερευνήτριας, μεταφράστριας

 

Υπάρχουν, τελικά, βιβλία που, δίχως να το θέλουμε, τα αδικούμε; Αναφέρομαι όχι σε όσα δεν εκτιμήσαμε επαρκώς  αποκρυπτογραφώντας  την ουσία, τα νοήματα και τα  μηνύματά  τους αλλά σε αυτά που είχαν την ατυχία να παραμείνουν αρκετό καιρό (μερικές φορές για χρόνια) στη βιβλιοθήκη μας μέχρι κάποιο απρόβλεπτο έναυσμα να μας οδηγήσει να  ανασύρουμε κάποιο από αυτά από το ράφι. Σκέφτομαι ότι, όταν πραγματοποιούνται,αυτές οι απρογραμμάτιστες και ετεροχρονισμένες αναγνώσεις, αποτελούν πνευματικές οφειλές και ότι συμβαίνει, μερικές φορές, να αισθάνεσαι κάποιες τύψεις που δεν είχες νωρίτερα τολμήσει να γίνει συνδημιουργός μέσα από την ανάγνωση βιβλίων την αξία των οποίων ανακάλυψες αργά…

Όταν τον Μάρτιο του 2015 ανακοινώθηκε ο θάνατος του Φρανσουά Μασπερό, συνειδητοποίησα  ότι περίμενε καρτερικά από χρόνια στην βιβλιοθήκη μου το βιβλίο του “Οι μέλισσες και η σφήκα”, έργο του 2002,μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Καθηγητή Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημήτρη Φίλια (εκδόσεις Σοκόλη, 2005).

φρανσουάμασπερόφωτό

Ο Μασπερό γεννήθηκε στο Παρίσι το 1932. Εγγονός του αιγυπτιολόγου Γκαστόν Μασπερό κα γιος του σινολόγου Ανρί Μασπερό, καθηγητή στο College de France,ο δωδεκάχρονος το 1944 Φρανσουά,θα χάσει τον πατέρα του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλτ ενώ, τον ίδιο χρόνο,ο μεγάλος του αδελφός, μέλος της αντίστασης, θα σκοτωθεί στη Γαλλία από τους Γερμανούς. Η μητέρα του,με στρατοπεδική επίσης  παραμονή στο Ράβεσμπρουκ, επέζησε και επέστρεψε. Με την εμπειρία του πολέμου και τα μάτια πάντα ανοιχτά στις μεταπολεμικές γαλλικές αλλά και παγκόσμιες εξελίξεις, ο Φρανσουά Μασπερό θα γίνει βιβλιοπώλης στο Καρτιέ Λατέν της γαλλικής πρωτεύουσας το 1955 εκδίδοντας κείμενα για τον πόλεμο στην Αλγερία, την αμφισβήτηση του σταλινισμού,την υπο-ανάπτυξη και την νεοαποικιοκρατία, επιλογές που είχαν για τίμημα συχνές δικαστικές διώξεις και καταδίκες, καταβολή υψηλών προστίμων και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Έλεγε, μιλώντας με τρόπο άκρως προφητικό για τις ημέρες  μας: «Τρέφω τα εξαιρετικά απλά συναισθήματα της εξέγερσης και της αγανάκτησης. Η φιλελεύθερη παρεκτροπή είναι η τρομερότερη από τις ουτοπίες. Είναι ακόμη πιο τρομακτική από άλλες διότι δεν βλέπουμε το τέλος. Κατά συνέπεια, πιστεύω στον αγώνα, διαφορετικά δεν υπάρχει Ιστορία και ίσως ούτε πια Ανθρωπότητα».
Αν και ο Μάης του ’68 ευνοεί την εκδοτική του δραστηριότητα, το 1974 , οικονομικοί λόγοι που οφείλονται στην πίεση της δικαιοσύνης, τον οδηγούν στην πώληση του βιβλιοπωλείου του ενώ, το 1982, εξαντλημένος, θα οδηγηθεί στην παραχώρηση του μεριδίου του και την εγκατάλειψη του εκδοτικού του οίκου. Θα επιδοθεί τότε στη συγγραφή βιβλίων με πρώτο “Το χαμόγελο του γάτου” (1982, ελληνική μετάφραση από την Ρεγγίνα Ζερβού-Κωτσοπούλου, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1994) . Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ‘’Επιβάτης του Ρουασύ –Εξπρές (1990), “Το Βαλκανικό πέρασμα” (1997, ελληνική μετάφραση από την Σύλβια Κιούση, εκδ. Καστανιώτης, 1998), “Οι μέλισσες και η σφήκα” (2002, ελληνική μετάφραση από τον Δημήτρη Φίλια, εκδ. Σοκόλης, 2005) και “Εποχές στην άκρη της θάλλασσας” (2009). Μετέφρασε επίσης στα γαλλικά πενήντα περίπου βιβλία από τα ισπανικά,τα ιταλικά και τα αγγλικά. Ανάμεσα στα ονόματα που μετέφρασε, ήταν συγγραφείς όπως ο Τζον Ριντ, ο Αλβάρο Μούτις, ο Κάρλος Ρουίς Θαφόν και ο Τζόζεφ Κόνραντ.

****

Στο βιβλίο του “Οι μέλισσες και η σφήκα”, ο συγγραφέας μάς προσκαλεί σε ένα πραγματικό ταξίδι στα ανθρώπινα τοπία μέσα από ένα ζωντανό διάλογο με παρόν και παρελθόν, σε μια διήγηση που υφαίνεται με το σταθερό νήμα αυτού του πηγαινέλα της μνήμης. Στη διήγηση συνυπάρχουν αντίσταση και στράτευση,επανάσταση κι αγώνας, όπως ο αγώνας του πατέρα του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλτ αλλά και η αντίσταση του αδερφού του στις όχθες του ποταμού Μοζέλα. Δίπλα στους αγώνες αυτούς, ο Μασπερό προεκτείνει την “οικογενειακή  μυθιστορία” εισάγοντας και τις προσωπικές του κοινωνικοπολιτικές σκέψεις και θέσεις (για την μεταπολεμική γαλλική αριστερά για παράδειγμα ή σχετικά με την αναγνώριση  από τη Γαλλία των αντιστασιακών) ενώ, παράλληλα, σκιαγραφεί τις προσωπικές του “μάχες” στη Γαλλία αλλά και σε άλλα μέρη, όπως στην Αλγερία, στη Λατινική Αμερική (Κούβα) αλλά και στα Βαλκάνια (Βοσνία). Πρόκειται  για μια μοναδική στο είδος της  αυτοβιογραφικής απόχρωσης  κατάθεση που επιχειρείται  στην ωριμότητα της ηλικίας και της συγγραφικής πορείας του, με φόντο  τις  μεγάλες μεταπολεμικές στιγμές του ανθρώπου του εικοστού αιώνα μέσα από την αψεγάδιαστη τολμηρή κριτική ματιά  ενός έμπειρου μαχόμενου άντρα, ματιά  που θα τολμούσαμε να αποκαλέσουμε πάντρεμα ταξιδευτή-δημοσιογράφου-ιστορικού με λογοτεχνίζον ύφος. Ενός δημιουργού  με δίψα για το απόλυτο, ασυμβίβαστου, οι σελίδες του  οποίου αποτελούν  μαρτυρία ενός ανθρώπου του αιώνα του που δεν έζησε στο περιθώριο της ιστορίας παρακολουθώντας την από απόσταση ως θεατής  αλλά επέλεξε συνειδητά  να έχει βιωματική επαφή και εμπειρία με τις μεγάλες στιγμές της εποχής του. “Οι μέλισσες και η σφήκα” αποτελεί  επίσης ένα συγγραφικό σταθμό  που καταγράφει τον αγώνα και την αντίσταση φίλων σταθερών και αγαπημένων που είναι, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μασπερό, “ενταγμένοι στην πλευρά της ζωής”. Δίπλα σε όλα αυτά,παραμένει ακόμα και σήμερα η διαρκής αναζήτηση όλων αυτών των “τσιμπημάτων της μέλισσας”. Γράφει : “Eν ολίγοις, ας χρησιμοποιήσουμε μια  μεταφορά: από όλες αυτές τα μέλισσες που προηγήθηκαν από μένα,δεν κράτησα τίποτα από το μέλι τους . Μονάχα το κεντρί. Είχα γίνει σφήκα .”

Και ο Φρανσουά Μασπερό κλείνει γράφοντας :

“Tελικά δεν επιχείρησα κάτι διαφορετικό απ΄αυτό που έκανε ο δον Πέδρο δ’ Αλφαρουμπέιρα,ο οποίος, με τις τέσσερις δρομάδες του, γύρισε και θαύμασε όλο τον κόσμο. Επιτρέπεται ακόμα να ονειρεύεσαι ένα κόσμο που τον διατρέχουν αμέτρητες δρομάδες, τις οποίες οδηγούν άνθρωποι που, για όσο καιρό βρίσκονται στη γη, ασχολούνται περισσότερο με το να τη θαυμάζουν παρά να την καταστρέφουν. Αν δεν τα κατάφερα πραγματικά, είναι  ίσως επειδή, απλώς, η εποχή των πλουσίων αργόσχολων, που είχαν τις  δρομάδες  τους, είναι πια μακριά. Αισθάνομαι έτσι πιο κοντά, πολύ πιο κοντά, στο ανθρωπάκι που είχε σχεδιάσει ο Μπρούνο Σουλτζ, και δεν περνάει μέρα χωρίς να το κοιτάξω, στη μεγάλη αφίσα που έχει φτιάξει μ’αυτό ο Ρομάν  Τσίσλεβιτς. Ένα μικρό ανθρωπάκι που μου αρέσει, γιατί περπατάει μόνο του, με το ραβδί στο ένα χέρι και το βαλιτσάκι του στο άλλο. Δεν ξέρουμε από πού έρχεται, δεν ξέρουμε πού πάει. Το ανθρωπάκι όμως, απόλυτα συγκεντρωμένο, μοιάζει να το ξέρει, από μια γνώση πάρα πολύ παλιά. Σου δίνει την  αίσθηση ότι δεν κατάγεται από πουθενά, κι ότι γι’ αυτό θα πρέπει να αισθάνεται σαν στο σπίτι του παντού. Δεν είναι όμως τόσο απλό, και το ανθρωπάκι το ξέρει, και άλλοι, πάρα πολλοί άλλοι, έχουν αναλάβει να του το θυμίζουν. Στο βαλιτσάκι του μάλλον δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα-ένα δεύτερο πουκάμισο, μια οδοντόβουρτσα-γιατί το βήμα του είναι επιφυλακτικό και ανάλαφρο. Κουβαλά οπωσδήποτε πιο πολλές αόρατες αναμνήσεις παρά χρηστικά αντικείμενα. Και πιο πολλά όνειρα. Ναι,αυτό είναι: δεν έχει σημασία πού πάει,μεταφέρει όμως τα όνειρά του,και,είμαι βέβαιος, και τα όνειρα πολλών άλλων.Τα δικά μας όνειρα, όλα τα όνειρα που έχουμε σπείρει στο δρόμο.Πρέπει να τα μάζεψε ένα προς ένα. Τεράστια ευθύνη. Γι αυτό και έχει τόσο σοβαρό ύφος.Αλλά και λίγο ειρωνικό συγχρόνως. Έχει δει πολλά.Και θα δει ακόμα περισσότερα. Δεν κοιτάζει ούτε πίσω ,σαν αυτόν τον ανόητο άγγελο της προόδου με τον οποίο μας τριβελίζουν τ’ αυτιά, ούτε μπροστά του,όπως εκείνοι που τρέχουν,σαν να έχουν καθυστερήσει,για να προλάβουν τον ορίζοντα. Ρίχνει μια ματιά δίπλα του : όχι καχύποπτη, νομίζω, αλλά προσεκτική. Για να καταλάβει πού βρίσκεται.Με ποιον βρίσκεται.Ποιος θα του πετάξει πέτρες,ποιος θα γίνει συνοδοιπόρος του.Δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει να του κλέψουν τα όνειρα.Αν συναντήσει κάποιον φίλο,και πρέπει ακόμα να συναντάει, και πιστεύω ακράδαντα ότι θα εξακολουθήσει να συναντά φίλους, θα του ανοίξει το βαλιτσάκι. Ενα ανθρωπάκι παλιομοδίτικο, με τη μακριά ρεντιγκότα και το ψηλό καπέλο,που φαίνεται όμως να μην έχει ξεχάσει τίποτε από την παιδική του ηλικία. Δεν έχει ξεχάσει ότι είναι άνθρωπος ακριβώς επειδή υπήρξε παιδί. Και σε όλους εκείνους που, όπως ο ίδιος,δεν έχουν ξεχάσει πώς να ονειρεύονται, αναγνωρίζει έναν αδελφό”.