Ποιητικό δοκίμιο με φιλοσοφικές απολήξεις

 

Αφιερωμένο στην Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Μα κι ο θνητός Οιδίπους

Από τη γενιά τών σπαρμένων

Δοντιών του Δράκοντα

Τί χείριστον έσφαλλεν

Από τον Νεφεληγερέτην Δίαν

Που εσκότωσεν τον πατέραν του

Κρόνον

Κι εκοιμήθη με τη μητέραν του

Γαίαν

Γεννοβολώντας μία σειρά τέκνων

Που αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν

Και κατεκυρίευσαν

Αυτήν την περιοχήν

Τού Γαλαξία;

 

Κι ο Χρόνος από τότε να μετράει ήρχισεν.

 

*

 

Devas: οι γραμμές

Τών βουνών

Και λόφων οι διχάλες

Ίχνη γλυπτικής

Μαρτυρούν

Ουρανίου

 

*

 

Κι οι Θόλοι

επτά

Γιγάντιοι συσσωρευτές

Αιθέρος

ιαματικού

θεραπευτηρίου

θεάτρου…

Επίδαυρος, Δήλος, Δελφοί, Δωδώνη,

Αθήνας αρχαία αγορά,

Σαμοθράκη, Ολυμπία…

 

*

 

Ψηφίδες ενός μωσαϊκού

Χαμένου στα βάθη τής Ιστορίας

Κι ό,τι μυθολογία λέμε σήμερα

Ιχνογραφία ιερογλυφικού αγνώστου…

Τα ψήγματα ποιος θα συνθέσει;

Τα ρανίσματα ποιος θα μαγνητίσει;

Τον αρχέγονο ρυθμό ποιος θ’ αναψηλαφήσει;

Παγκόσμιον ποιος θα τον καταστήσει;

 

Βραχύς ο βίος

Κι ο θάνατος γοργός.

Ξοδέψαμε τη ζωή μας

Σε ασχολίες άχαρες, ανούσιες,

Ατελέσφορες επιχειρήσεις…

Τον Καιρό σκοτώνεις

Αφού τον Χρόνο

Να ιχνηλατήσεις αδυνατείς.

Ας γινότανε η ζωή

Ξανά βίος κι όχι βιός,

Το δε «γέλας»

Σιτηρούν         ανοξείδωτον.

 

*

Κάποτε φτάνεις σ’ ένα τείχος,

Στης Λογικής τα σύνορα προσκρούεις

Και στη Λήθη αφήνεσαι.

Μετ’ ου πολύ

Την Αλήθεια νοσταλγείς.

Μα είναι πλέον αργά.

Ποτέ.               Πότε;

 

*

Κι αν ξαναερχόμουνα

Ποιητής θα γενόμουνα.

Μόνο που ζούμε μια φορά

Μ’ ετούτη τη μορφή

Στο άχαρο μα στεγανό

Καβούκι μιας χελώνας

Στενάχωρης.

*

Κι ο τρισώματος Γηρυόνης

Τρεις φορές λαβώθηκε,

Τρις απέθανεν,

Τρεις φορές εδιπλώθηκε

Στο λασπωμένο σεντόνι

Τής Γης.

ΓΑΙΑ-ΘΕΜΙΣ-ΤΙΤΑΝΙΑ ΦΟΙΒΗ-

ΦΟΙΒΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ

(από τη Δήλο στην Αθήνα κι από

Εκεί βρήκε μόνιμη κατοικία στους

Δελφούς). Ευμενίδες,

Εσείς δεν μου κάνετε

Για να εκδικηθώ

Το αποτρόπαιο

Το προμητορικό το φονικό.

Ερινύες, τέκνα της Νυκτός,

Του Σκότους πυγολαμπίδες,

Εις την αγκάλην υμών

Το ρεύμα του πυρός

Υπερταχεία απελευθέρωσις,

Φρικτός τοκετός.

Δέχομαι. Αποδέχομαι. Υποδέχομαι

Ήλιον ευεργετικόν, νεότευκτον…

Κι ας είναι μόνος. Ορφανός.

Από δύο μανάδες κι από δύο

Πατεράδες                  έρμος,

Έρμος κι ορφανός. Δεν σε χωράει

Η ζωή σου. Το ξέρω. Το νιώθω.

Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ έτσι είμαι.

Νοσταλγώ το Φως, από το Φάος

Μεθυσμένος.

Και το Σκότος ουδόλως με τρομάσσει.

Μόνον όποιος έπλευσε με μαύρα πανιά

Συνειδητώς και σκοπίμως

Στην τριήρη του Θησέα, μόνο εκείνος

Ένιωσεν επ’ ολίγον

Τη γαλήνη του πατροκτόνου Δία,

Του Οιδίποδα, του Θησέα.

Υπάρχουν πολλοί δρόμοι

Να ξεφορτώνεται κανείς

Το άδικο κάθε τυραννίας.

*

Γιατί υπάρχει μία (τουλάχιστον)

Αρμονία

Που μπορούμε να την προσεγγίσουμε,

Να την μεταδώσουμε

Ενσωματώνοντάς την.

Ποιητής,

Τίποτα λιγότερο

Δεν θα γινόμουνα,

Ακόμα κι αν έσκαβα με τα νύχια

Τους ορυζώνες τής Ανατολής,

Τους χρυσοφόρους ποταμούς τής Δύσης,

Τού Αχέροντα τα λασπερά χωράφια,

Ακόμα κι αν αφουγκραζόμουνα

Τα στοιχεία ή τους προγόνους

Στο ερυθρόδερμο ηλιοβασίλεμα…

*

Αισθητική ευωχία

Και το πνεύμα

Χαμηλώνει κάποτε

Να συσσωματωθεί

Καταδέχεται.

*

Είμαι ένα σαλιγκάρι

Που βγήκε από το καβούκι του.

Το άφησε πίσω για να το

Τσακίσουν νυσταγμένες νταλίκες

Κι ορφανά αρπακτικά.

Είμαι ένα μαλάκιο

Που βλέπει το σπίτι του

Να το παρασύρουν οι ανέμοι

Στα βράχια τα θαλασσινά…

Ψαροκόκκαλα πηγμένα

Στην προηγούμενη ηφαιστειακή

Καταστροφή…

Είμαι ένας αβόλευτος,

Ασύμβατος, αχώνευτος…

Αλυσίδας δαχτυλίδι

Δεν άνθεξα.

Τώρα παραπονιέμαι

Για τη βροχή, για τ’ αγιάζι

Και για την ηλιολουσία ακόμα

Δυσανασχετώ. Μα δεν θα ’πρεπε.

Μεγάλη είν’ η ελευθερία

Να περπατάς γυμνός.

Σάλιαγκας όμως ποτέ

Δεν ήμουν.

Αετός

Χορτοφάγος.

Τη χλωροφύλλη εντύθηκα

Να μην μ’ εντοπίσουν

Οι όμοιοί μου

Και στον Καύκασο

Μ’ αλυσοδέσουν

Με τον Προμηθέα

Που ήθελε, λέει, ο σαλός

Τους ανθρώπους με θεούς

Να εξομοιώσει.

 

*

Η μοναξιά τραγουδάει

Ή κι αλυχτάει.

Οι πεσμένοι από τα

Παντελόνια τών περαστικών

Κρεμιώνται

Κι ο πνιγμένος

Από τα μαλλιά του

Πιάνεται.

 

*

Η μόνη θρησκεία:

Τής ειρήνης,

Τής αγάπης,

Τής κατανόησης,

Τής γαλήνης,

Τής συχ-χώρεσης

Τών πάντων.

 

*

Χθες βράδυ λέει

Ονειρεύτηκα

Πως βγήκα σε μιάν

Άλλη διάσταση,

Παράλληλη

Κι έπαιζα ένα παράξενο

Μουσικό όργανο, σαν τη

Λύρα του Απόλλωνα

Μα σε καβούκι θαλάσσιας

Χελώνας κάτι λεπτές

Χορδές από φωτιά

Έκρουα… τα δάχτυλά μου

Έλιωναν κι έφευγαν

Μαζί με τις νότες

Που ήταν υπερβολικά

Οξύτονες γι’ ανθρώπινο αυτί.

Κι έπειτα έγινα, λέει, τζίτζικας

Στον ξύλινο τοίχο του θεάτρου

Κι ενοχλούσα τον κιθαρωδό.

Ααα, ξέχασα να σας πω,

Λησμόνησα πως όλο αυτό

Μέσα σε ένα δέντρο χρυσό

Που μεγάλωνε

Μ’ ιλιγγιώδη ταχύτητα

Εξελισσόταν….

Φαντάστηκα χθες πώς ήμουνα,

Λέει, άνθρωπος, ποιητής

Κι έγραφα κάτι περίεργα

Σημάδια σ’ οθόνες λευκές

Που τις έσβηνε αμέσως

Η πλημμυρίδα του Φωτός

Που και Χρόνος εδώ, εκεί…

Αποκαλείται.

 

 

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr