«Η Φόνισσα»

Το εξαιρετικό διήγημα « Η Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελεί ένα από τα κορυφαία κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1903 στο τότε καλλιτεχνικό περιοδικό «Παναθήναια» σε 17 επεισόδια και είναι εξ’ ολοκλήρου γραμμένο σε γλώσσα καθαρεύουσα.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο νησί της Σκιάθου, την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Κεντρικό πρόσωπο αυτής, είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη από τη φτώχεια και την ανέχεια 60άχρονη, καλοκαμωμένη χήρα, με «ήθος ανδρικόν..», η οποία καλείται να μεγαλώσει και να προικίσει τις κόρες της, όπως πρόσταζε η εποχή. Από μικρή ηλικία, μοναχοκόρη ούσα, έμαθε ότι δουλειά της μέσα στην οικογένεια ήταν να υπηρετεί και να φροντίζει τους πάντες. Τους γονείς της, τον άντρα της, τα παιδιά της και πλέον, τα εγγόνια της. Μέσα από την πορεία της λοιπόν και τις τότε κοινωνικές προσταγές, αντιλαμβάνεται ότι «γυναίκα» σημαίνει βάσανα και κακουχίες, αλλά και ότι η γέννηση κοριτσιών φέρνει δυστυχία στα ίδια και στις οικογένειές τους.

Ένα βράδυ, σκεφτόμενη τα δεινά της ζωής της και καθώς ξενυχτάει δίπλα στο άρρωστο, νεογέννητο εγγόνι της (κορίτσι), η κρίση της θολώνει και σκοτώνει το βρέφος πνίγοντάς το. Λόγω της φιλάσθενης φύσης του νεογνού, ο θάνατός του θεωρείται φυσιολογικός. Η Φραγκογιαννού, αισθάνεται κάποιες ενοχές αρχικά για την πράξη της, όμως πολύ σύντομα παραλογιζόμενη, θεωρεί ότι έπραξε ορθά και ότι η μοίρα τελικά την όρισε να «γλιτώνει» τις οικογένειες από την απόκτηση θυγατέρων, αλλά και τα ίδια τα μικρά θήλeα από μια ζωή βασάνων. Στη συνέχεια, ως πιστή ακόλουθος της «αποστολής της», διαπράττει άλλους τρείς φόνους μικρών κοριτσιών στο χωριό, χωρίς πλέον να αντιλαμβάνεται τις πράξεις της ως κακουργήματα. Η αστυνομία την υποψιάζεται και την καταδιώκει για τον πνιγμό ενός τέταρτου κοριτσιού σε ένα πηγάδι, του οποίου δεν ήταν αυτουργός. Η «Φόνισσα» παλεύει να ξεφύγει και κατευθύνεται σε ένα μοναστήρι για να εξομολογηθεί τα ανομήματά της. Δέκα βήματα από τη μονή, σε ένα δύσβατο μονοπάτι του αιγιαλού, τα νερά της παλίρροιας φουσκώνουν, υποχωρεί η άμμος και πνίγεται, «…μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».

Η απόδοση ενός λογοτεχνικού αναγνώσματος στη θεατρική σκηνή ενέχει δυσκολίες, αφού δεν αποτελεί δημιούργημα εν τη γενέσει του για την επιτέλεση αυτού του σκοπού. Η γλώσσα του κειμένου, το μεγάλο αφηγηματικό του μέρος, η μεταφορά του ψυχισμού της ηρωδας και τα στοιχεία της φύσης που λαμβάνουν χώρα, συχνά με αλληγορικό τρόπο στο συγκεκριμένο κείμενο, επίσης αποτελούν μερικές από αυτές τις δυσκολίες.

Η θεατρική ομάδα Angelus Novus, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, προβαίνει σε μια διόλου ευκαταφρόνητη προσπάθεια. Σε ένα εξ ορισμού δυνατό κείμενο, ο Δ. Κωνσταντινίδης δημιουργεί συνθήκες τέτοιες, όπου η κατανόηση του από το θεατή να συμβαίνει πίσω από τις λέξεις, ακολουθώντας πιστά τη γλώσσα του συγγραφέα. Ο ήχος και η μουσική από τύμπανα, η σκοτεινή ατμόσφαιρα, το νερό και τα σώματα των ηθοποιών, χρησιμοποιήθηκαν εύστοχα σαν αγωγοί μεταφοράς συναισθημάτων προς το κοινό.

Ο σκηνοθέτης μοίρασε όλους τους ρόλους του έργου σε τρείς άντρες ηθοποιούς, ακόμα και αυτόν του αφηγητή. Οι ρόλοι έρρεαν μεταξύ των ηθοποιών σχεδόν ισότιμα. Το ρόλο της «Φόνισσας» είχε ώς επί τω πλείστον ο εξαιρετικός Σωτήρης Ταχτσόγλου, ο οποίος εξετέλεσε άψογα την ερμηνεία του, όπως αρμόζει σε έναν άριστα εκπαιδευμένο και με αποδεδειγμένο ταλέντο ηθοποιό. Ο Μάριος Μεβουλιώτης, επιμελής και αξιοπρεπής στην απόδοση των ρόλων του και ο Μιχάλης Φωτόπουλος, ένας νέος ηθοποιός, με μικρότερη επαγγελματική εμπειρία, ή απλά σε άσχημη μέρα, όμως σεβαστά ανταποκρινόμενος στο δύσκολο κείμενο. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι οι ηθοποιοί είχαν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο να επιτελέσουν. Η ταχύτητα εναλλαγής των ρόλων αποτέλεσε μια έξυπνη και ξεχωριστή σκηνοθετική παρέμβαση, όμως ο στόχος του πολυτάλαντου Δ. Κωνσταντινίδη θα μπορούσε να είχε ισάξια επιτυχή έκβαση, αν την αφήγηση εκτελούσε μια τέταρτη παρουσία στο έργο. Ίσως τότε, την παράσταση θα μπορούσε να την παρακολουθήσει με άνεση ένα λιγότερο φιλοθεάμον κοινό.

Ισχυρό όπλο της παράστασης επίσης, αποτελεί η ευφυής τοποθέτηση μιας τετράγωνης στέρνας από τσιμέντο, στο κέντρο της σκηνής μέσα στην οποία υπήρχε νερό. Μέσα και γύρω από αυτή, εκτυλίχθηκε όλο το έργο, σε σκοτεινή ατμόσφαιρα, σε ένα απέριττο σκηνικό, ενώ το ίδιο το νερό αποτέλεσε το βασικό στοιχείο όλης της παράστασης. Το ύδωρ εξάγνιζε τις σκέψεις της «Φραγκογιαννούς», ταξίδευε τα σώματα των θυμάτων της και έδινε την αίσθηση των υδάτων της ζωής και του θανάτου, του Ιορδάνη και του Αχέρωντα ταυτόχρονα. Στην επάνω πλευρά της στέρνας, καθώς και στα δύο πλαϊνά της, ήταν τοποθετημένα κεριά, τα οποία καθώς άναβαν ή έσβηναν, έδιναν φως ή επανέφεραν το σκοτάδι στο ήδη σκοτεινό σκηνικό και δημιουργούσαν την αίσθηση της μέρας ή της νύχτας, της αρχής ή του τέλους, του επικείμενου κινδύνου ή της ηρεμίας, της σωτηρίας ή της απελπισίας. Τα κοστούμια του Απόστολου Αποστολίδη, απλά και σε γκρίζες αποχρώσεις, συμβάλουν επιτυχώς στη μεταφορά του θεατή σε μια εποχή ανέχειας, στη μεταμόρφωση των ηθοποιών ταχέως μεταξύ των φύλων (άνδρα – γυναίκα) και στην εικονοποίηση των συναισθημάτων της απογύμνωσης ή της ντροπής. Η όψις της παράστασης ολοκληρώνεται με κυρίαρχο τον ήχο τυμπάνων, μια μουσική δυνατή και πρωτόγονη, υπό την επιμέλεια του Γιώργου Βασικαρίδη, η οποία ακολουθεί τα δρώμενα της ιστορίας και συνδράμει στα αισθήματα φόβου, αγωνίας και φρίκης που προκαλούνται και μεταφέρονται στον θεατή καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου.

Θα πρότεινα ανεπιφύλακτα λοιπόν, στους λάτρεις της λογοτεχνίας και του θεάτρου να δούν αυτή τη σημαντική προσέγγιση του κορυφαίου αφηγήματος της «Φόνισσας» από την ομάδα Angelus Novus του Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Ένα δύσκολο έργο, σε δύσκολη σκηνοθεσία, εξαιρετικές ερμηνείες, εμπνευσμένη και λιτή σκηνογραφία, μουσική και φωτισμό, για ένα πιστό, θεατρόφιλο και με υψηλό επίπεδο κουλτούρας κοινό.

https://parallaximag.gr/life/15-ellinikes-theatrikes-parastaseis-na-deis-tora-online-sto-youtube

Τσιμουλάκη Ευαγγελία