Αγγελική Σιδηροπούλου, Ερευνήτρια – Μεταφράστρια, υποψήφια διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου :
Προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα γιατί κάποιος ασχολείται με τη μετάφραση της ποίησης, κατέληξα στην εξής απάντηση. Ίσως γιατί θέλουμε να βρούμε ένα αντικλείδι για να μπούμε στων «Ιδεών την Πόλι». Ο μεταφραστής της ποίησης είναι στ’ αλήθεια ένας συμπρωταγωνιστής, ένας συμμέτοχος με τον ποιητή. Από την άλλη, μπορεί και να είναι ένας φοβισμένος ή ένας εκκολαπτόμενος ποιητής, ένας ποιητής που δεν τολμά ακόμη να αρθρώσει την δική του ποιητική φωνή αλλά με εφαλτήριο το κείμενο ενός άλλου, επιζητά ένα μικρό κομμάτι από τη δόξα του πρώτου. Διστάζει δηλαδή να εκθέσει στα μάτια του αναγνωστικού κοινού τον δικό του ποιητικό λόγο και δανείζεται την ποιητική φωνή ενός άλλου. Βεβαίως, ακόμα και αυτή η διεργασία, η μετάφραση της ποίησης, δεν είναι τόσο αθώα και ακίνδυνη. Ακόμα και μέσω αυτής της διεργασίας, ο μεταφραστής της ποίησης διατρέχει τον κίνδυνο να κριθεί αρνητικά. Με τα λόγια του Dryden: «Δούλοι είμαστε, και μοχθούμε στα χωράφια κάποιου άλλου˙ καλλιεργούμε το αμπέλι μα το κρασί είναι του ιδιοκτήτη. Εάν η γη τύχει να’ ναι στέρφα, εμάς θα μαστιγώσουν. Εάν είναι καρπερή και η φροντίδα μας πετύχει, δεν μας ευχαριστούν, γιατί ο αγέρωχος αναγνώστης θα πει μονάχα πως ο κακομοίρης έκανε το καθήκον του.»
Με την ελπίδα να κριθώ με επιείκεια από τον γαλλομαθή αναγνώστη, παραθέτω στο εξής τρία ποιήματα από την πρώτη ποιητική συλλογή του Βαγενά «Πεδίον Άρεως» (1974). Για την ακρίβεια, προέρχονται από την ενότητα που ανοίγει τη συλλογή και έχει ως τίτλο «Θάνατος στα Εξάρχεια». Ήδη από τον τίτλο της ενότητας, διαφαίνεται ο ανατρεπτικός της χαρακτήρας και το αίσθημα κοινωνικής κριτικής που επιχειρεί να μεταφέρει. Επίσης, χαρακτηρίζεται από έναν πεζολογικό τόνο καθώς και από μία πεισιθάνατη διάθεση, που θυμίζει ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μεταξύ των ποιημάτων, ξεχωρίζει το ποίημα «Θα’ ρθει ο θάνατος» το οποίο φέρει εμφανείς επιρροές από το ποίημα «Verrà la morte» του Cesare Pavese.
ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ
Λάθεψα πάλι στις μεταφορές μου.
Οι λέξεις μου ξεφεύγουν. Πέφτουν
σαν αργυρά νομίσματα της προδοσίας.
Οι στίχοι μου μ’ εκθέτουν.
Κάνουν του κεφαλιού τους.
Διαστρεβλώνουν το προσωπικό μου όραμα.
Θυμίζουν ασύστολα ποιητές της παρακμής.
Κι όμως οι πρώτες λέξεις ήταν σωστές.
Ο πρώτος στίχος έξοχος
στην έκφραση των αισθημάτων.
Μα γρήγορα
νοθεύτηκε απ’ τη μνήμη
κάποιων απαίσιων ξένων
ποιημάτων.
LE TOURMENT
Je me suis trompé de nouveau dans mes métaphores.
Les mots m’échappent. Ils tombent
comme pièces d’argent de trahison.
Mes vers m’exposent.
Ils en font à leur tête.
Ils déforment ma vision personnelle.
Ils rappellent effrontément des poètes de la décadence.
Pourtant les premiers mots étaient justes.
Le premier vers sublime
à l’expression des sentiments.
Mais après coup
il a été frelaté par le souvenir
de quelques poèmes étrangers
répugnants.
Ο ΤΥΦΛΟΣ
Σταμάτα να ‘ρχεσαι κάθε πρωί.
Οι πεθαμένοι φεύγουνε πριν ξημερώσει.
Οι πεθαμένοι έρχονται το βράδι.
Πηδούν στον κήπο. Ανεβαίνουν στα παράθυρα.
Κρύβονται μες στα φύλλα. Ή σκαρφαλώνουν
στα δέντρα για να βλέπουν μες στο σπίτι.
Άλλοτε έρχεσαι σα χωροφύλακας.
Άλλοτε έρχεσαι σα γυρολόγος.
Κι άλλοτε παλιατζής χτυπάς την πόρτα.
και με ρωτάς αν έχω τίποτα να δώσω.
Όμως τις πιο πολλές φορές έρχεσαι σαν ζητιάνος.
Τυφλός. Αλλάζεις τη φωνή και μου ζητάς ελεημοσύνη.
Μα εγώ κάτω απ’ τα ρούχα βλέπω την πληγή.
Βλέπω στο στήθος το λοξό μαχαίρι.
Βλέπω τα μάτια σου κάτω απ’ τα ματογυάλια
να με κοιτούν μ’ όλο το θάνατό τους.
Και στ’ ανοιχτό σου χέρι το απλωμένο
βλέπω το μέλλον μου ολόκληρο και το παρόν μου.
L’AVEUGLE
Arrête de venir chaque matin.
Les morts partent avant le point du jour.
Les morts viennent le soir.
Ils sautent dans le jardin. Ils montent sur les fenêtres.
Ils se cachent dans les feuilles. Ou ils grimpent
aux arbres pour regarder dans la maison.
Parfois tu viens comme un gendarme.
Parfois tu viens comme un colporteur.
Et parfois un brocanteur tu frappes à la porte
et tu me demandes si j’ai quelque chose à donner.
Mais le plus souvent tu viens comme un mendiant.
Aveugle. Tu changes ta voix et tu me demandes l’aumône.
Mais moi sous les vêtements je vois la plaie.
Je vois le couteau oblique dans la poitrine
Je vois tes yeux sous les lunettes
me regarder avec tout leur mort.
Et dans ta main ouverte étendue
je vois mon avenir entier et mon présent.
ΘΑ ‘ΡΘΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Θα’ ρθει ο θάνατος και θα με βρει αναπάντεχα.
Αυτός ο θάνατος που με συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδι.
Κρύβεται μες στα ρούχα μου και στα μαλλιά μου.
Βγαίνει σαν ξαφνικός λεκές στον ουρανίσκο.
Ή σαν μικρό ανατρίχιασμα μετατοπίζεται
πάνω στο δέρμα.
Εσύ θα κοιμάσαι ανύποπτη. Όμως τα στήθια σου
θα στέκονται τρομαγμένα μες στο σκοτάδι.
Θ’ αφουγκράζονται τα βήματα στα σκαλοπάτια.
Το τρίξιμο της πόρτας. Θα κοιτούν
τις σκιές στα παράθυρα όλη νύχτα.
Δε θα ‘χω ούτε τελειώσει αυτό το ποίημα.
LA MORT VIENDRA
La mort viendra et me trouvera inopinément.
Cette mort qui m’accompagne
du matin au soir.
Elle se cache dans mes habits et me cheveux
elle apparaît comme une tache imprévue sur ma chemise.
Elle colle comme une miette sur le palais.
Ou comme un léger frissonnement elle se déplace
sur la peau.
Toi, tu dormiras sans méfiance. Mais tes seins
se tiendront effrayés dans le noir.
Ils prêteront l’oreille aux pas sur les marches.
Au grincement de la porte. Ils regarderont
les ombres aux fenêtres toute la nuit.
Je n’aurai même pas fini ce poème.
Επιπροσθέτως, στη συνέχεια παραθέτουμε τρία ποιήματα από την αγαπημένη μας συλλογή «Βάρβαρες Ωδές» (1992) πάλι σε γαλλική μετάφραση. Τα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τον αισθησιακό χαρακτήρα τους, ενώ από μορφολογικής άποψης εντάσσονται στην κατηγορία της ψευδοαναβίωσης αρχαίων μέτρων, ήτοι παραπέμπουν στη σαπφική ποίηση η οποία δομείται από τετράστιχες στροφές με τρεις μεγάλους και έναν μικρότερο στίχο.
ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΩΔΕΣ
ΙΙ
Να με πάλι στην άκρη της πραγματικότητας
σαράντα χιλιόμετρα έξω από το Ρέθυμνο
με τους αστράγαλους στο Λιβυκό.
Στριφογυρίζω
Ανάμεσα σε βράχια που αχνίζουν
αλέθοντας αλύπητα τον ήλιο.
Αγγίζω τα μαλλιά σου που υφαίνουν
το λευκό σκοτάδι
της μέρας. (Οι ανεμώνες
βαθειές ενστάσεις αλλεπάλληλες
της αιωνιότητας απορρίπτονται
κάθε τόσο).
Αγγίζω το στήθος σου που νέμεται
τη θάλασσα. Το σκοτεινό
σώμα σου αποτελεί αναπόσπαστο
τμήμα της αλήθειας.
II
Et me voilà de nouveau au bord de la réalité
quarante kilomètres hors du Réthymnon
aux chevilles dans la mer Libyenne.
Je tourne
parmi les roches qui fument
en moulant sans pitié le soleil.
Je touche tes cheveux qui tissent
les ténèbres blanches
du jour. (Les anémones
profondes constantes objections
à l’éternité sont rejetées
de temps à autre.)
Je touche ta poitrine qui jouit
de la mer. Ton corps
sombre constitue une partie
intégrante de la vérité.
ΙΙΙ
Ζεστός σαν Αύγουστος, ζεστότερος από Αύγουστο
Ο αέρας έχει κάτι από τα μαλλιά σου.
Αγγίζει απαλά το πρόσωπό μου.
Ξενυχτώ
Εκτίοντας τον έρωτα. Κι εσύ σελήνη
Πανάκριβη εταίρα που δεν σε φτάνουν τα περιπολικά
Ανεβαίνεις αργά, προκλητικά, τροποποιώντας
Συνεχώς τον ίσκιο μου.
Γιατί βέβαια κανείς δεν ξέρει πότε
Τα μυτερά τακούνια σου θα περάσουν από πάνω του.
Ανοιξιάτικος θάνατος γυροφέρνει
αμίλητος. Μελετά
Το σώμα μου καθορίζοντας τις προτεραιότητες.
Απλώνει πάχνη πάνω στις κιθάρες
Με σιδερένια δάχτυλα που αγγίζουν
Πυρωμένες χορδές.
ΙΙΙ
Chaud comme l’août, plus chaud d’août
le vent a quelque chose de tes cheveux.
Il touche doucement mon visage.
Je veille
en purgeant l’amour. Et toi, lune,
hétaïre très chère que tu échappes des voitures de patrouille,
tu montes lentement, de façon provocante, en modifiant
continuellement mon ombre.
Car, certes, personne ne sait quand
tes talons pointus lui passeront dessus.
Une mort vernale rôde
silencieuse. Elle étudie
mon corps en déterminant les priorités.
elle étend de la grive sur les guitares
aux doigts de fer qui touchent
des cordes embrasées.
VII
Ω εσύ που θερμαίνεις με το πρόσωπό σου
τον κρύο χειμωνιάτικο αέρα.
Που μόνο (και σοφό) βιβλίο σου είναι
το βαθύ σκοτάδι.
Τα τριαντάφυλλα φουσκώνουν στα βήματά σου.
Ο θάνατος σε κοιτάζει υπνωτισμένος.
Οι ακακίες ρίχνουν άστρα. Σκεπάζουν μ’ ένα άσπρο νόημα
τις τέντες των φορτηγών.
Άχρονη μητέρα με τις χρυσές πλεξίδες
και το άσπιλο κοριτσίστικο στήθος.
Πώς γίνεται και δίνεις τις πορφυρές σου ρόγες
στον πρώτο περαστικό;
VII
Oh, toi qui chauffes de ton visage
l’air hivernal froid.
Qui as comme livre unique (et savant)
les ténèbres profondes.
Les roses croissent à ton passage.
La mort te regarde éblouie.
Les acacias tombent des étoiles. Ils recouvrent d’un sens blanc
les velums des camions.
Mère éternelle avec les nattes d’or
et la poitrine de jeune fille immaculée.
Comment peux-tu donner tes mamelons pourpres
au premier passant?
Αγγελική Β. Σιδηροπούλου
Ερευνήτρια- Μεταφράστρια
Υποψ. Διδάκτωρ Ιονίου Παν/μίου