Ποίηση, μοναχικά περιπατητική…όλα τ’ άλλα κουρνιαχτός

BOYRAS Konstantinos

Γιατί κλειδώθηκα στο Πουθενά.

Στον Κήπο με τις ορτανσίες.

Φύγανε οι άλλοι και πετάξανε

Τα κλειδιά.

Έμεινα να κρυφοκοιτάζω τη ζωή

Μέσα από το σιδερόφρακτο

Παράθυρο,

Λίγος ουρανός, κανένα σύννεφο,

Ένας παραστρατημένος γλάρος

(στην καλύτερη περίπτωση).

Καμία υπόνοια αετού. Δεν φωλιάζουν

Στο βάλτο αυτοί.

Ποίηση, μοναχικά περιπατητική.

Από τον έναν τοίχο στον άλλον

Κι ενίοτε διαγώνια.

Ίσα για να κερδίσουμε

Την ψευδαίσθηση

Του ευρύχωρου,

Να αναπτερώσουμε όνειρα

Να αναζωπυρώσουμε

Φρούδες ελπίδες…

Μετά ήρθαν κι οι συνομοταξίες

Των αποκλεισμένων.

Εταιρείες, ευκαιρίες, ετεροκαθορισμοί.

Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

Ας ήμουνα ελεύθερος εγώ

Κι ούτε από τα εκκοκκιστήριά σας

Δεν θα περνούσα απέξω.

Αλλά έλα μου τώρα που ασφυκτιώ

Κι έστω και μια παραίσθηση

Άρσης της μοναξιάς

Με ξεσηκώνει…

Τότε βλέπω τον εαυτό μου

Να περπατεί σε ανοιξιάτικα περιβόλια

Ανάμεσα από αρχαίες κολώνες

(ρημαδιό! Τι σημασία έχει;)

Πατώντας στο χαλί με τις μαργαρίτες

Και τις μη μου άπτου παπαρούνες,

Τις γλαδιόλες

Και τη μιμόζα την αισχυντηλή.

Τόσος κόπος να ονοματίζεις

Πράγματα,

Μόνο και μόνο

Για να υπάρξουν

Σε κάποια γωνία του μυαλού,

Στου έλους την απλόχωρη

Δυσοσμία.

Τι αποκοτιά,

Να φαντάζεσαι ότι πετάς έξω

Από εδώ, με άλλα όντα

Όμοιά σου, ελεύθερα, ονειρικά…

Αρπαχτικά, ύαινες, σμέρνες

Και δράκαινες, έτοιμες

Να μασήσουν το χέρι σου,

Την πένα, το φτερό…

Ό,τι προεξέχει τέλος πάντων.

Δεύτερη απογοήτευση κι αυτή.

Χειρότερη από την πρώτη.

Όπως στο «Σπήλαιο των Ιδεών»

Του Πλάτωνα-Σωκράτη:

Τι νομίζεις ότι θα κάνουν

Οι φυλακισμένοι,

Αν γυρίσει ένας τους απ’ έξω

Και περιγράψει

Πως οι σκιές που φαντάζουν

Τρομαχτικές το απομεσήμερο,

Είναι όντα ακριβώς σας εμάς,

Μόνο να, λιγάκι, να, πιο χαριτωμένα:

Κι οι κυρίες με τα κρινολίνα τους,

Τα παιδιά καλοντυμένα, μαλλί της γριάς

Και ψημμένο καλαμπόκι με αλάτι πολύ

Από τα βράχια της Κομμαγηνής

Δεν θα προλάβεις να ολοκληρώσεις

Την περιγραφήν αυτήν

Την ειδυλλιακήν

Και θα σε έχουν φάει

«με τα σκουτιά» (με τα ρούχα)

Όπως θα έλεγεν η γιαγιά μου

Από την Τσακώνα, μακρινή

Απόγονος των γαλανομάτηδων

Δωριέων, που δεν σήκωναν

Μύγα στο σπαθί τους

Κι ήταν τα μαλλιά τους

Τόσο ξανθιά σαν το άχυρο

Στην πύρα του μηνός Ιουλίου…

Κι είχαν ένα προτέρημα:

Ήξεραν να γιατρεύουν τις πληγές

Με βότανα

Και να διηγούνται ιστορίες

Αρίφνητες από τον μακρινό Βορρά,

Την πατρίδα τους…

Εξόριστοι, με τον Απόλλωνα

Και τις Υπερβόρειες Παρθένες

Πήγαμε στην ιερά Δήλο

Να ζητήσουμε άσυλο,

Αλλά μας τρέλανε

Η φασαρία από τους κρουαζιέρες.

Πόσο φτενοί καταντήσαμε εδώ,

Σαν τον ξύλινο ξόανο της Άρτεμης,

Από την Ταυρίδα.

Πόσο φτήνυνε το κρέας μας

Κι απαξιώθηκε η ζωή,

Εκείνη που γράφαμε κάποτε

Με Ζήτα Κεφαλαίο…

Τώρα, το μόνο που απομένει

Είναι βαυκαλισμοί

Κι εταιρείες,

Τελετών

Κι εμπόρων καυχηματιών

Αψιμαχίες…

Κωνσταντίνος Μπούρας

29/2/2016

 

 

 

 

[1] Πλάγια αναφορά στον Καβάφη και στο ήθος του.

[2] Στον Ταϋγετο, στ’ απάτητα βουνά, εκεί που πόδι κατακτητή ποτέ δεν έφτασε, μετά τους μέτοικους, πολεμοχαρείς Δωριείς, πριν καταλάβουν την κοιλάδα του Ευρώτα.