Τρεις σπουδαίοι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές μέσα από τα κριτικά κείμενά μου στο τεύχος 174 του περιοδικού ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, έτος 36ο, απρίλιος-ιούνιος 2017

 

Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

                                                                                                            

Κική Δημουλά, Άνω τελεία, ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016, σ. 48.

 

Στη συνήθη ρητορική τής απορίας κάθε απώλειας επαφής με το σώμα, που παραμένει ως τωρινή θλίψη χωρίς σύνδεση με την αλλοτινή αλκή του. Το ποίημα «Σχολαστικότητες» περιγράφει με εκπληκτική ενάργεια αυτή την υπαρξιακή αλήθεια, τής αλλοτρίωσης, τής ετερότητας εν ταυτώ, τού ανυπόστατου όντος, που νιώθει τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του και δεν μπορεί να κρατηθεί μήτε από την ανάμνησις, αφού η ενθύμησις τών όσων είναι έχει αποθάνει προ πολλού. Ακούστε τη δαφνοστεφανωμένη ποιήτρια να μονολογεί δραματικώ τώ τρόπω:

 

Άλλοτε και Τότε.

Και τα δύο χρόνος

μια αλήθεια σαν ψέμα.

 

Κανένα ελαφρυντικό

Πολύ γοργά μάς απομάκρυναν

Από το μόλις πριν λίγο.

 

Ωστόσο βρίσκω πιο ένοχο το Άλλοτε.

Μάς οδήγησε

σε πιο χαώδη ακόμα μακρινή αοριστία

τόσο που η μιά ζωή στερήθηκε

ν’ αγναντεύει την άλλη

 

άσε που απομακρύνθηκα κι εγώ

τόσο που δε βλέπω αν είμαι κανενός

ούτε καν τού σώματός μου

μιά ζεστή ανάμνηση.

 

Απαρνούμαι το Άλλοτε

στο Τότε αφοσιώνομαι γελιέμαι

 

πώς κάθε Τότε

είναι πολύ κοντά στα τωρινά μου

σαν δυό βήματα μόνο ν’ απέχει

 

το έχω από το έχασα.

 

Όμως αν είναι έτσι

εάν εφάπτονται τόσο θερμά οι διαφορές

αν αγαπιέται ακόμα το έχω με το έχασα

 

τότε λοιπόν εσύ

γιατί δε μού κρατάς το χέρι;

 

Και σύ Αλήθεια γιατί λες τόσα ψέματα;

Κι εσύ Ψέμα γιατί δεν αληθεύεις ποτέ;

 

Άψογη τεχνική, σπαράγματα μουσικότητας, απόηχοι μιάς κάποιας Αρμονίας, πυθαγόρειας ή σαιξπηρικής, που προϋποθέτει όμως το σώμα και το εμπεριέχει. Αυτή η νοσταλγία του «τότε που ζούσαμε» διαπνέει όλη την κομψή αυτή ποιητική συλλογή. Ένας ταιριαστός τίτλος θα ήταν ενδεχομένως κατά την ταπεινή μου γνώμη «Τότε που αισθανόμασταν εμείς οι φοροφυγάδες τών αισθήσεων, εμείς που αξιωθήκαμε μεν τής ηδονής μια νύκτα κι ένα κορμί της φεγγερό, βεβαίως, μόνο που αυτή η μνήμη δε χαράχτηκε βαθιά και το σώμα πια δεν θυμάται» [μακρύς για τίτλος, περιληπτικός εν τούτοις, διασαφηνιστικός κι αποσαφηνιστικός τού περιεχομένου]. Αντ’ αυτού, το «Άνω τελεία» προϋποθέτει μια δημοσιογραφική διακοπή τής ροής τού λόγου, τεχνηέντως ενίοτε, ενισχύουσα τη ρητορικότητα τού όλου εγχειρήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άρτιας δομής και σφύζοντος περιεχομένου. Η μορφή μόνη αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή τής διασώσεως κάποιου νοήματος με δάκρυα και πόνο ζυμωμένο. Αυτή η γάργαρη συναισθηματικότητα κερδίζει το πολυπληθές κοινό τής ποιήσεως τής δημοφιλούς Κικής Δημουλά, που έχει το προνόμιο να απευθύνεται με τη γραφή και τον λόγο της πέραν πολύ τών συνήθων παροίκων, μετοίκων ή μονίμων πολιτών τού Παρνασσού τής Ποιήσεως. Η Τέχνη της θα κριθεί από τον Καιρό, τον μόνο κριτή, τον αδέκαστο, τον ανυστερόβουλο, τον α-προσωποπαγή. «Και τα άλλα είναι σιγή…», όπως θα έλεγε ο Άμλετ.

 

 

 

Ντίνος Σιώτης, «Μάρθα, Μάρθα», Σχέδια Γιάννης Ψυχοπαίδης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016, σ. 86.

 

Σε αυτή την ποιητική συλλογή του πολιταξιδεμένου και ταξιδευτή στο Χωροχρόνο Ντίνου Σιώτη, αποκαλύπτεται περίτρανη η ευρυμάθεια, η πολυμάθεια και η διαρκής λογοτεχνική του βιοπάλη. Το 2019 ο εκδότης πολλών και μεστών λογοτεχνικών περιοδικών, ο εμπνευστής λογοτεχνικών κινήσεων και εκδηλώσεων, ο συγγραφέας και ποιητής Ντίνος Σιώτης κλείνει πενήντα χρόνια διαρκούς λογοτεχνικής παρουσίας από διάφορα μετερίζια, ως δρων αλλά και ως προβολεύς της σύνολης ποιητικής δημιουργίας του καιρού του.

Η διαρκής ζύμωση με την πλούσια από πνευματική σκοπιά περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμπλουτίζει τόσο τη θεματική όσο και την τεχνοτροπία του.

Ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες συμβάλλουν τα μάλα στην υπαρξιακή χαρμολύπη και στην κωμική ελάφρυνση του ανθρώπινου δράματος.

Το ασύνδετο σχήμα επιτείνει τη θεατρικότητα μιας ζωής χωρίς νόημα με την πολυτέλεια της μνήμης επιτακτικώς αναγκαία προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν οι παρελθούσες καταγραφές και να ξεκλειδωθούν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της θύμησης.

Στο ποίημα «Λογότυπα Νοσταλγίας» (σελ. 17) ανακαλύπτουμε μεταφυσική θεώρηση τής Καβαφικής Ιθάκης. Το ποίημα καταλήγει σε ένα συμπυκνωμένης μεστότητος τρίστιχο.

Στο ποίημα «Μια Βδομάδα» (σελ. 15), ανιχνεύουμε σατιρική υποσχεσιολογία ποιητικώς συνυφασμένη με το ψυχικό έρμα μιας ζωής με προδομένα όνειρα.

«Το δοξάρι» (σελ. 18) απηχεί εμμέσως τον Σεφερικό «Ερωτικό Λόγο» και συγκεκριμένα τον Πολυδούρειας κοπής στίχο: «Ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός» (Γιώργος Σεφέρης). Οι ποιητές είναι συγκοινωνούντα δοχεία κι η έμπνευσή τους ομαδική ανάληψη από κοινό λογαριασμό: «Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι. / Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. / Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.» (Μαρία Πολυδούρη).

Ο Ντίνος Σιώτης οδεύει προς την ανιδιοτέλεια της ποιητικής μνήμης, την υπέρβαση του «εγώ» υπέρ του «εμείς». Δεν ταυτίζεται με την ομιλώσα ποιητική φωνή όπως οι νεότεροι σύγχρονοί μας ποιητές. Δεν ναρκισσεύεται και δεν αντιφάσκει, αφού έχει πλέον κατακτήσει με τα χρόνια την ηρακλείτεια αοριστία. Θυμίζει το «Ταό» του Λάο Τσού, όπου κάθε κατάφαση εμπεριέχει και την άρνησή της. Ισορροπία αντιθέτων. Μόνον εκεί ανευρίσκεται η αληθινή ποίηση κι η μουσικότητα τού στίχου μάρτυς αξιόπιστος και μη εξαιρετέος. Εξαιρέσιμη για τον ποιητή η ηδονή της σάρκας. Η επιλεκτική ερωτική του διάθεση είναι καθαρά ιδεαλιστική, ποτέ όμως ρομαντική. Ενδέχεται η επιλογή του βιβλικού ονόματος της Μάρθας να υποδηλώνει τη σβησμένη εκπαγλότητα του αποκαθηλωμένου σώματος του Θεανθρώπου. Αυτή η διάχυτη μεταφυσική κι η αναφορά στο Επέκεινα ως παρελθόν που το νοσταλγούμε δίνει στην ποιητική του Ντίνου Σιώτη ένα καινοφανές βεληνεκές και μια άλλη προοπτική. Τα σχεδιαστικά «σημεία φυγής» του απογειώνονται εις το Υπερπέραν όπου όλες οι γραμμές είναι παράλληλες και ουδεμία τεμνομένη.

Με το «Μάρθα, Μάρθα» ο Ντίνος Σιώτης κατακτά επαξίως την κορυφογραμμή του μυθικού Παρνασσού της Ποιήσεως, όχι ως σημαντικός ποιητής της γενιάς του μόνον, αλλά και ω αδιάψευστος μάρτυρας του Καιρού του. Στα χρόνια της Κρίσης κάτι καλό συμβαίνει στα περιβόλια της Μούσας Ερατώς. Λέτε να θυμόμαστε αυτά τα δύσκολα χρόνια όπως αναφερόμαστε στη θρυλική «γενιά του ‘30»; Δεν αποκλείεται. Το πιστεύω. Μόνο που εκεί δεν θα υπάρχουν ηλικιακά ιστορικά ή άλλα τεχνικής φύσεως κριτήρια, αλλά μόνον ποιοτικά, θεματολογικά, υφολογικά, τεχνοτροπικά…

Βαγγέλης Χρόνης, Τα αγάλματα και οι ψυχές, ποίηση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2016, σ. 52

 

Στους γνωστούς λειμώνες μιας ποίησης διαχρονικής, στον αχειροποίητο χωροχρόνο τού Ανέφικτου, επιστρέφει ο σημαντικός υπαρξιακός ποιητής και χαμηλόφωνος διανοητής Βαγγέλης Χρόνης, διερευνώντας τη δική του, εικαστική θα έλεγα, διάσταση της σωματικότητος, απηλλαγμένης από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, καθαρής, όπως εμφανίζεται στα μεγάλα έργα Τέχνης των μεγαλοφυών ζωγράφων, γλυπτών και άλλων εξωκοσμικών, αλλοδιαστασιακών όντων.

Ας διαβάσουμε κατ’ αντιπαραβολήν δύο χαρακτηριστικά του ποιήματα: «Γυμνά γρανιτένια κορμιά» (από τη σελ. 34) και «Η φωλιά τών λύκων» (από την αμέσως επομένη σελίδα). Παρατηρείστε παρακαλώ τη θεματική παραλλαγή και η τεχνική διολίσθηση από το σαφές στο άρρητο, στο αδήλωτο κι ως εκ τούτου ενδεχόμενο:

 

ΓΥΜΝΑ ΓΡΑΝΙΤΕΝΙΑ ΚΟΡΜΙΑ

 

Γυμνά γρανιτένια κορμιά

από την σύλληψη ώς την πτώση,

στέκουν εκφραστικά, αμήχανα, θλιμμένα

στον υπαίθριο κήπο τού Όσλο.

Όπως τα σμίλεψε ο Βίγκελαντ

εκφράζοντας τον ανθρώπινο χρόνο

δίχως προοπτικές βελτίωσης.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες αγαλματοποιοί

δημιούργησαν μία άγνωστη θεότητα

αφήνοντας ένα παράθυρο ανοιχτό.

 

Η ΦΩΛΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ

 

Πέρασαν και αυτοί από το σπίτι της ηδονής

ο Έρμερος, ο Φιλέταιρος και ο Καφισός

πριν είκοσι αιώνες στην Πομπηία

χαράζοντας τα ονόματά τους στούς τοίχους

ως έκφραση της ολιγόλεπτης τέρψης.

 

Χαμαιτυπεία και ανακουφιστήρια

γράφουν ακόμα ιστορία

και εάν η Φρύνη, η Λαΐς και τόσες άλλες

ήταν ξακουστές κάποιους αιώνες νωρίτερα

το ίδιο σημαντικές είναι

και όλες οι επόμενες ανώνυμες.

 

Πόσο υπερήφανες θα ήταν αυτές οι λύκαινες

εάν γνώριζαν

πως ο χαρακτηρισμός τών οίκων τους

θα ήταν και συνώνυμος τών κυβερνείων;

 

Παλαιών ή νέων δεν έχει σημασία.

 

Ο Βαγγέλης Χρόνης, πολίτης τού Κόσμου, ταξιδιώτης τού Χρόνου, περιηγείται τα αξιοθέατα και μας ξεναγεί στην ανθρώπινη περιπέτεια όπως αυτή εκφράζεται με λέξεις, χρώματα και γραμμές. Αυτή του η φιλόστοργη απόσταση προσδίδει στο έργο του ένα είδος διαφωτιστικής φιλανθρωπίας, θα έλεγα, προσπαθώντας να μην μιλήσω πάλι για ουμανισμό κι ανθρωπιστικά ιδεώδη. Ούτως ή άλλως, ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός είναι ριζωμένος βαθιά στο έργο και στη μυθολογία αυτού τού εκλεκτικού ποιητή με προφανείς συγγένειες στους αθάνατους ομοτέχνους του από την «Παλατινή Ανθολογία». Ναι, είναι Έλλην ποιητής, χωρίς να είναι και «εθνικός» (με την έννοια που έδιναν στον όρο αυτό οι πάλαι ποτέ Χριστιανοί), αλλά παγκόσμιος και καθολικός στην ανταπόκρισή του, όπως βλέπει το ποιητικό του είδωλο να αντικατοπτρίζεται σε παράλληλες διαστάσεις και σύμπαντα ανεξιχνίαστα, ακόμη… Γιατί αυτός είναι κι ο ορισμός τού αυθεντικού ποιητή: να δίνει σώμα στο Άρρητο, φωνή στο Ανείπωτο, χρόνο στο Άχωρο και χωρικά ύδατα στο Ασύλληπτο. Τόσο απλά και καθόλου ταπεινά. Το να είσαι ποιητής είναι ιδιότητα. Η μόνη που δεν ακυρώνεται ούτε με το θάνατο. Κι ο Βαγγέλης Χρόνης είναι ξεχωριστός στον κόσμο τής ιεράς Τέχνης τής Ποιήσεως. Με άπλαστη εσωτερικότητα κι αχειροποίητη σεμνότητα. Σχεδόν πέρα από τα συνήθη ανθρώπινα όρια. Υποκλίνομαι ταπεινώς.

 

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

 

 

Info:

 

http://www.odospanos-cigaret.gr/