Ομιλία τού Κωνσταντίνου Μπούρα σε εκδήλωση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών αφιερωμένης στον ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ την Τετάρτη 10/1/2018 στις 7μμ.
Παπαδιαμάντης: γραφομανία, μετάθεση ερωτικού ενστίκτου, εξιδανίκευση επιθυμίας. Το μεγαλείο προέρχεται από την Πτώση. Στη «Φόνισσα» συλλαμβάνει και υλοποιεί την υπαρξιακή τραγικωμωδία και το αδιέξοδο τής ανθρώπινης κατάστασης, μακριά ή μέσα στην πίστη για την ύπαρξη ενός θεού τιμωρού-πατέρα αφέντη. Η Φραγκογιαννού είναι η πρώτη τραγική ύπαρξη στην ελληνική λογοτεχνία μετά την Κλασική Αρχαιότητα….
«Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Παραφράζοντάς το θα πω «αρχή σοφίας η των κειμένων επί-σκέψις»!!! Κι αυτό το λέγω ως κριτικός Λογοτεχνίας έχω διαβάσει ανάμεσα στις συστάδες των βιβλίων που κατατρύχουν τον ύπνον και τον ξύπνιο μου εκατοντάδες βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το «Πως να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει», του Pierre Bayard, (εκδόσεις Πατάκης). Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες, τις θεατρικές παραστάσεις, τις εκθέσεις ζωγραφικής… Για να μην κάνουμε λοιπόν κι εμείς σήμερα αυτά που κοροϊδεύουμε, θα σας διαβάσω με κριτικό και θεατρικό συνάμα τρόπο την αρχή και το τέλος της θρυλικής πλέον «Φόνισσας», της κορωνίδας του λογοτεχνικού σταδίου που διήνυσε αυτός ο φωτο-πρόδρομος, προφήτης και μάγος τού λόγου Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που πολλοί τον παρεξήγησαν προβάλλοντας πάνω τα δικά τους ιδεολογήματα κι ερμηνεύοντάς τον κατά το δοκούν («τα καλά και συμφέροντα ταις επιδιώξεις υμών»). Μέχρι κι ότι δεν ξέρει καλά ελληνικά τον κατηγόρησαν οι «τα φαιά φορούντες» της εποχής του!!! Έλεος, έλεος Χριστιανοί!!! Τι άλλο θα ακούσουμε σε αυτόν τον κακοπαθημένο τόπο; Μάλλον τίποτα, γιατί τα έχουμε ακούσει ήδη όλα. Αυτά συμβαίνουν και σε καλύτερους από εμάς… και ειδικά στους βέλτιστους. Ο φθόνος, ενδημική χολέρα και πανούκλα, λιμός και λοιμός [και με γιώτα και με όμικρον-γιώτα].
Ας αρχίσουμε λοιπόν την προσεκτική ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου της «Φόνισσας», όπου θα ανακαλύψουμε μία παγανιστική οπτική, αντίθετη ή και συμπληρωματική ίσως της χριστιανικής χαρμολύπης με την οποία επικάλυψαν κάποιοι σχολιαστές αυτό το έργο, που θα μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε θρησκευτικό ή πολιτισμικό περιβάλλον, για τον απλούστατο λόγο ότι ο χειρισμός των προσώπων κι ο τρόπος της αφήγησης είναι σχεδόν αρχετυπικός, ενέχει μία εγγενή στην ανθρώπινη φύση και στην κυριολεκτική καταγραφή της ανθρώπινης εσωτερικής κατάστασης δραματικότητα. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ: ο λόγος που ο «χρονικογράφος της Ιστορίας» Καβάφης [έτσι τον αποκάλεσαν κάποιοι ανταγωνιστές του], ο λόγος που ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόρκι, ο Τσέχωφ και ο Τολστόι, ο Ουγκώ, ο Σταντάλ κι άλλοι πεζογράφοι ανεβαίνουν πιο συχνά σήμερα στο θέατρο, απείρως συχνότερα κι από τους συγχρόνους τους (και συγχρόνους μας) θεατρικούς συγγραφείς, ο λόγος που επισκιάζουν κάθε τι λιγότερο και κατώτερο που τους πλησιάζει είναι απλός: γράφουν με τον ενστικτώδη τρόπο τού ζώου που επιδιώκει να επιβιώσει πάση θυσία κι αυτό θα φανεί ιδιαίτερα στο τέλος τού πρώτου κεφαλαίου όπου η νεαρή τότε μάγισσα μάνα της Φραγκογιαννούς ξεφεύγει από τους διώκτες της με τη βοήθεια τών …Ναϊάδων!!!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΗΦόνισσα
Α’
Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ’ εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της.
Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα. Οι τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν: «Αν είναι φίλος, να χαρή, αν είν’ εχθρός, να σκάση…»
Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της.
Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.
Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ’ ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ’ εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;»
Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ’ αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.
Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάννα της ήτον κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτον μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια. Την είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φοράς οι κλέφτες, τα παλληκάρια του Καρατάσου και του Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Έπραξαν τούτο διά να την εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια, και δεν επήγαιναν καλά οι δουλειές των.
Επί τρεις μήνας εσχόλαζον εν αργία, και δεν ημπόρεσαν να κάμουν τίποτε πλιάτσικο, ούτε από Τούρκους, ούτε από χριστιανούς. Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλει κανέν βοήθημα.
Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον, από την κορυφήν τ’ Αϊ-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ’ εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν. Ο θρους των φύλλων και των κλάδων, ο ίδιος τρόμος της, όστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εις κλώνας και θάμνους, την επρόδωκεν. Ήκουσε τότε αγρίαν φωνήν:
— Αχ! μωρή τσούπα, και σ’ επιάσαμε!
Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ’ από τους θάμνους, κ’ έτρεξεν ως
φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Άλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, – την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών– και τ’ αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. Ο γερο-Μωραΐτης, ο πάππος του κτήτορος, είχε μεταναστεύσει από τον Μιστράν εις τον τόπον αυτόν, περί τα τέλη του άλλου αιώνος – κατά την εποχήν της Αικατερίνης και του Ορλώφ. Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας.
Εις το κοίλωμα εκείνο, εντός του οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτως δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυβή η τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, η μήτηρ της σημερινής Φραγκογιαννούς. Το μέσον ήτο άπελπι, και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόν τρόπον, όπως παίζουσι τον κρυφτόν. Οι διώκται βεβαίως θα την έβλεπον, θ’ ανεκάλυπτον το καταφύγιόν της. Μόνον εκ των νώτων ήτο αόρατος, αλλ’ όχι κατά πρόσωπον. Άμα οι τρεις κλέφται έφθανον πέραν του πεύκου, θα την έβλεπον ως καρφωμένην εκεί.
Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ’ εξηκολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ’ εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντο ότι η «τσούπα» έτρεχεν εμπρός. Μόνον την τελευταίαν στιγμήν, ο τρίτος εστράφη, οπωσούν σκοτισμένος, προς τα οπίσω, και εκοίταξε παντού αλλού, όχι όμως εις τον κορμόν του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκον συλλήβδην, με τ’ άλλ’ αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται ότι ο κορμός του είχεν κοιλίαν, και ότι εντός της κοιλίας εκρύπτετο άνθρωπος. Και αν εγνώριζε, και αν ηγνόει το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνην την στιγμήν δεν επέρασεν από τον νουν του. Εκοίταζε να ιδή μη ανακάλυψη που το χάσμα της γης, το οποίον θα την είχε καταπίει εξ άπαντος – διότι καμμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχεν όπου να κρυβή τις. Αι Δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς των – και δεν την είδον.
Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχας των. Και όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικο – εωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ’ έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την «ώτα ουκ έχουσαν».
Εδώ είναι σαφές ότι το παρασυμπαθητικό σύστημα του αναγνώστη (εκείνο που είναι επιφορτισμένο εκ φυσικής κατασκευής με το να φροντίζει την άνευ όρων και πάση θυσία επιβίωσή του) ενεργοποιείται με αποτέλεσμα οι εικόνες να αναπλάθονται ζωηρές στον εγκέφαλό του (τη συνεργεία των ενδοκρινών αδένων διαχειρίσεως φόβου και θυμού) με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται το μέγιστον δυνατόν συνδημιουργικόν προσληπτικόν του κειμένου αποτέλεσμα. Αυτό είναι μυστικό που το κατέχουν τεχνηέντως οι μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι γνωρίζουν καλώς κι εμπράκτως ότι ο άνθρωπος είναι μια ενιαία ψυχοσωματική πνευματική οντότητα και μόνον δια της συνολικής του διεγέρσεως και της αυτοβούλου αναγκαστικής συμμετοχής μπορεί να ολοκληρωθεί ο στόχος του πεζογράφου (ιδιαιτέρως του πεζογράφου και του θεατρικού συγγραφέα, γιατί ο ποιητής κι ο δοκιμιογράφος απευθύνονται σε άλλα συναισθηματικά ή νοητικά μέρη της ανθρωπίνης υποστάσεως). Στην περίπτωση του πεζογράφου, αν δεν κινητοποιηθούν ταυτοχρόνως η διαδοχικώς ή δίκην ενορχηστρωμένη συλλειτουργίας μουσικών οργάνων οι διάφορες ανθρώπινες λειτουργίες, το αποτέλεσμα είναι και χωλόν και χλωμόν. Εδώ παρατηρούμε τον αριστοτεχνικό, σχεδόν κινηματογραφικό και λιτό τρόπο, με φειδώ στη χρήση επιθέτων και περιττών νεορομαντικών περιγραφών της Φύσεως, με τον οποίον ο Παπαδιαμάντης μέσα σε λίγες μόλις σελίδες σαν ετοιμοθάνατος που βιάζεται να πει «τα λιγοστά του λόγια, γιατί αύριο η ψυχή μας [όλων μας] κάνει πανιά»… Αυτό είναι και το μεγαλείο, η μεταδοτικότητα, η θεατρική προφορικότητα, οι αληθοφανείς διάλογοι, που όσο κι αν δεν είναι αντιγεγραμμένοι «εκ του φυσικού», προσδίδουν στο λογοτεχνικό κείμενο μια τέτοια δραματικότητα που δεν είναι απορίας άξιον που ανεβαίνουν χωρίς καμία επεξεργασία κατευθείαν στη σκηνή των θεάτρων.
Όμως ας διαβάσουμε με αυτή την «υπόθεση εργασίας» κι από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία το τελευταίο δέκατο έβδομο κεφάλαιο κι ας σκεφτούμε πως αυτό που για τον σύγχρονο «επαγγελματία» και ευρωβόρρο πεζογράφο θα γινόταν ένα τούβλο πεντακοσίων ή οκτακοσίων σελίδων, στην περίπτωση του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου αρκούν μόνον εκατόν τριάντα (έτσι που να κατατάσσεται στο είδος της νουβέλας, ή του εκτεταμένου διηγήματος, λες και οι παρόμοιες απόπειρες κατηγοριοποιήσεως έχουν ουσιώδην τινά σημασίαν…).
Ακούμε λοιπόν την απόκρυφη μυστηριακή φωνή του «παντογνώστη αφηγητή», βλέποντας τα τυπωμένα σημάδια στο χαρτί:
ΙΖ’
Ύστερον απ’ ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποία ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα, κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δεν το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασσαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τα αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα.
Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρυμός άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου. Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα.
Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ’ εστάθη.
— Σου βαστά η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του.
— Δεν είναι άλλος δρόμος;
— Δεν είναι.
— Εσύ θα το ‘χης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης.
— Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
— Δεν ήσουν τσομπάνης;
— Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο.
Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη.
— Και να μας ρίξη κάτω μία γυναίκα! είπε.
— Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σου ‘κανε καρδιά.
— Αληθινά;
— Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα οι γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. Σε κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.
— Κ’ εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ.
— Εμπρός!
Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού.
— Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε.
Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά εν βήμα ωπισθοδρόμησε.
— Μ’ έπιασε ζαλάδα, είπεν.
Εν τω μεταξύ η Φραγκογιαννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα.
Επήγαινε, κ’ εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ’ έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.
Τέλος, έφθασεν εις του Πουλιού την Βρύση, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μια πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά διά να μη γλιστρήση και πέση.
Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ’ ουρανού ηδύνατο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ’ έπιε…
— Αχ! καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και την χάρη σας, να πετάξω!…
Κ’ εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ’ επέταξαν έντρομα…
Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού την Βρύση, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.
Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ’ ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ’ έτρεξεν τον κατήφορον.
Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.
Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ’ έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος.
Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ’ εδίστασε. «Τάχα δεν θα … ξαναγίνη ρήχησε λίγη ώρα; είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμα;»
Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες, ο εις στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια επ’ ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον. Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ’ εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν.
Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ’ επάτησεν επάνω εις το πέραμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν ωπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε.
Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινε. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδε. Οι πόδες της εγλιστρούσαν.
Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.
Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.
Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.
Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.
Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα τής Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
— Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
Ας προσέξουμε την κυκλική δομή με την οποία αρχιτεκτονεί το αθάνατο δημιούργημά του ο μέγας δραματικός ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: με ένα κυνηγητό ξεκινάει (μισό δίκαιο και μισό άδικο), με τον ίδιο τρόπο τελειώνει. Ο αναγνώστης καθίσταται ένορκος στο αόρατο κακουργιοδικείο του Γαλαξία.
Αυτή η τελευταία παράγραφος τής “Φόνισσας” καθαγιάζει τον μεγάλο διανοητή, φιλόσοφο και ποιητή της αφήγησης Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γιατί ενώ πλάθει σφιχτοδεμένες δομές, αφήνει ανοικτό εδώ το τέλος, μετέωρο, στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη, όστις – αναλόγως της πίστεως και των πεποιθήσεών του – συνεχίζει το δημιούργημα εν τη εαυτού συνειδήσει, ουδέν συναντών εμπόδιον…
Ακριβώς όπως και οι μεγάλοι αρχαίοι τραγικοί, όπως ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» ορθώς ο Παπαδιαμάντης διακρίνει δύο επίπεδα Δικαιοσύνης: τη γήινη (κομμένη και ραμμένη στα μέτρα και στα συμφέροντα των ανθρώπων) και την συμπαντικώς κοσμική, εκεί όπου ακόμα κι οι θεοί τρέμουν την Νέμεσιν και φοβούνται να διαταράξουν τις ουράνιες ισορροπίες. Αυτό ακριβώς το μετέωρο τέλος κι η αποφυγή της καταδίκης τής ηρωίδας του από τον ίδιον τον δημιουργό συγγραφέα της συνυποδηλώνει πως – αναλογικώς – κι ο Δημιουργός των Πάντων είναι ένας πανάγαθος και φιλεύσπλαχνος θεός ή… ένα ον πέρα από κάθε προσληπτική και νοητική μας ικανότητα, επομένως δεν μπορούμε να εικάσουμε καν την ετυμηγορία του στο Φοβερό Βήμα της Τελικής Κρίσεως νεκρών και ζωντανών και νεκροζώντανων, γιατί ακριβώς αυτό ήτο κι η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη: ένα τελώνιο, ένα ξωτικό, ένα δαιμόνιο κάπου μεταξύ των γνωστών κι αγνώστων κόσμων. Κι εδώ θα ξαναθυμηθώ πάλι τον Σεφέρη (μεταγράφοντας την ευριπίδεια ρήση): «τι είναι θεός τι μη θεός και τι το ανάμεσό τους;». Τι είναι δίκαιο και τι άστοχο, τι αμαρτία και τι ευποιΐα, τι ευλογία και τι κατάρα; Αυτά τα ερωτήματα θέτουν οι μεγάλοι συγγραφείς κι είναι εν πολλοίς αναπάντητα, αφού κάθε εποχή κρίνει ανάλογα με τις εμμονές και τις προκαταλήψεις της, κάθε άτομο ανάλογα με τα συμφέροντά του… Και μέχρι να καταστεί η Λογοτεχνία περιττή θα απορούμε καθημερινά για το θαύμα του κόσμου που μας περιβάλλει και που εσωκλείουμε…
Κωνσταντίνος Μπούρας