Σε μια πρώτη προσέγγιση και χωρίς να διαθέτουμε ακόμα πλήρη στατιστικά στοιχεία, είναι σαφές από τη μελέτη των κριτικών κειμένων και σημειωμάτων που έχουν γραφτεί για τη νεοελληνική λογοτεχνία τα τελευταία σαράντα χρόνια πως έχουν δημιουργηθεί υβριδικά είδη ημι-πεζογραφικό-ποιητικό-δραματικά. Συγκεκριμένα η πεζογραφία έχει διαπιδύσει στη σύγχρονη ποίηση από τη γενιά του 1980 και μετά καθιστώντας την εν πολλοίς άρρυθμη. Αντιθέτως η κακώς εννοούμενη «ποίηση» γίνει μια ψευδοποιητική χροιά σε πολλά πεζογραφήματα που γράφονται από το 1990 και μετά, με την δικαιολογία της «αποδόμησης» και κάτω από την ομπρέλα του «μετά-μοντέρνου» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Πολλοί μίλησαν – και ομιλούν – για την μετά το μεταμοντέρνο εποχή σηματοδοτώντας την με την επιστροφή κάποιων ολίγων ποιητών σε παραδοσιακές φόρμες και ρυθμούς και την επιστροφή των μυθιστοριογράφων στην γραμμική αφήγηση. Ακόμα και «μεγάλα μυθιστορήματα» γράφονται ακόμα (κυρίως ιστορικά, αλλά όχι μόνον) στα ίχνη του πάλαι ποτέ (;) μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα που γνώρισε παρακμή στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού. Όσο για το θέατρο, αυτό φαίνεται πως είναι “desideratum” και «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» τόσο των ποιητών όσο και των πεζογράφων, αφού δίνουν εσκεμμένα στα γραπτά τους μονολογική δραματική μορφή ή ακόμα και μορφή κινηματογραφικού σεναρίου (όπως π.χ. το άρτι εκδοθέν βιβλίο της φιλολόγου Κυρίας Ευαγγελίας Τζουτζάρη με τίτλο «Πορφύρα, μετάξι και αίμα» και υπότιτλο «Ιστορικό μυθιστόρημα με μορφή σεναρίου ή Σενάριο σε καμβά ιστορικού μυθιστορήματος», που κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Γρηγόρη» το 2015). Έτσι λοιπόν ποιητές, διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι, δοκιμιογράφοι, δημοσιογράφοι και κριτικοί συναγωνίζονται όχι μόνον στη μετάφραση θεατρικών έργων αλλά και στην διασκευή και στο σκηνικό ανέβασμα των δικών τους πρωτότυπων (;) κειμένων. Αυτή η «διαπίδυσις» (όρος δανεισμένος από την επιστήμη της Χημείας) υπήρχε βεβαίως πάντα, διεθνώς. Δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στα είδη, όσο κι αν η επιστημονική κατάταξη των λογοτεχνημάτων διευκολύνει την μελέτη και την έρευνα. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, παραδείγματος χάριν, ως γραμματέας του Τζέϊμς Τζόϋς κινήθηκε σε όλη τη ζωή του ανάμεσα στην πεζογραφία και υβριδικές θεατρικές μορφές, που άλλοτε ερωτοτροπούσαν με την παντομίμα («Πράξη χωρίς λόγια»), άλλοτε με παραθεατρικές μορφές (στα ταχυδράματά του), ακόμα και με το τσίρκο ή με τα πανάρχαια μπουλούκια (στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»). Η τριλογία «Μολλόϋ»  “Ο Μαλόν πεθαίνει”, “Ο ακατανόμαστος” αλλά και τα λοιπά πεζά του (“Πρώτος έρωτας”, “Φαντασία νεκρή φαντάσου”, “Ο ερημωτής”). ήταν ενδεχομένως μια λογοτεχνική αφορμή για να δημιουργήσει την αντισυμβατική περσόνα του, μάσκα πίσω από την οποία κρύβονται διάφορες αλληγορίες και μύθοι για τον φρικιαστικό εικοστό αιώνα με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τις δίδυμες ατομικές βόμβες (Χιροσίμα και Ναγκασάκι). Αντίθετα, στην Ελλάδα από τις χρυσές δεκαετίες του 1980 και 1990 με την ψευδαισθητική «Κοινωνία της Αφθονίας» που απομυθοποιήθηκε απότομα με την πτώση του Χρηματιστηρίου το 1999, ανέκαμψε προσωρινώς με την Ολυμπιάδα του 2004 για να ξαναβυθιστεί πάλι σε μια βαθιά πολιτισμική κρίση που φτάνει μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το διακύβευμα λογοτεχνών και καλλιτεχνών ήταν οι «ατομικοί, προσωποκεντρικοί παράδεισοι» και η φυγή σε ναρκισσιστικά χωροχρονικά συνεχή ή (α-συνεχή, για να αναφερθώ πάλι στη Θεωρητική Φυσική και στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας). Αυτή η ομφαλοσκοπική διάθεση που οδήγησε ανθρώπους κατά τα άλλα σοβαρούς να γράφουν τα δεινά που υπέστησαν στην πολυθρόνα του …οδοντιάτρου τους οδήγησαν σε μια αυτοψυχαναλυτική καταγραφή απολύτως αδιάφορων ιδιωτικών στιγμών με αποτέλεσμα να πηγαίνουν όλοι ευκολότερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχαναλυτή ή στον εξομολόγο (όπως παρετήρησεν ειρωνικώς ο ιδιοφυής Βασίλης Βασιλικός). Αυτή η «αυτιστική» αντιμετώπιση του γραπτού λόγου απομάκρυνε ένα μεγάλο μέρος του «λαϊκού» κοινού από την Ποίηση και τη νεοελληνική πεζογραφία, συγκέντρωσε όμως ένα άλλο πλήθος-όχλο των «μορφωμένων» ή «παρά-μορφωμένων», οι οποίοι δημιούργησαν ασυνείδητα ένα άλλο υβρίδιο: κάτι σαν “Literatura Erudita” με άπειρες διακειμενικές αναφορές αν όχι ΚΑΙ ευθείες παραπομπές. Το “campus novel” δεν άνθισε στην Ελλάδα (με ελάχιστες μεμονωμένες εξαιρέσεις) γιατί δεν υπάρχει η αντίστοιχη πολύωρη και πολυήμερη τριβή σε πανεπιστημιακούς χώρους περιφραγμένους κι απομονωμένους από την υπόλοιπη κοινωνία. Όμως ολοένα και περισσότερο σήμερα διαβάζουμε στα βιογραφικά που κοσμούν το «αυτί» των βιβλίων τόσα πτυχιακά και μεταπτυχιακά, ξένες γλώσσες και εξειδικεύσεις (σε διαφορετικά γνωστικά πεδία πολλές φορές) που δημιουργούν την εντύπωση μιας κάποιας καινοφανούς νεοελληνικής Αναγέννησης με ανθρώπους πολυπράγμονες, οι οποίοι αρνούνται την άκρα εξειδίκευση που επέβαλε η Βιομηχανική Επανάσταση και η Τεχνολογική Κοινωνία κι επιμένουν στον ολοένα και περισσότερο αυξημένο ελεύθερο χρόνο τους (υποβοηθούσης της ανεργίας ή της υπό-απασχόλησης)… επιμένουν να καταγίνονται και με τη συγγραφή και με το θέατρο και με άλλα παρεμφερή καλλιτεχνικά ή παρακαλλιτεχνικά επαγγέλματα… Μπορεί ίσως κάποτε, κοιτώντας την εποχή μας από απόσταση ασφαλείας τουλάχιστον μισού αιώνα να εκτιμήσουμε διαφορετικά τα πράγματα και να ανιχνεύσουμε τα επιτεύγματα μιας κάποιας «γενιάς της Αφθονίας και της φυγής σε εσωτερικούς παραδείσους» (1980-1999) και μιας άλλης «γενιάς της Κρίσης» (1999-2019 τουλάχιστον). Για την ώρα όμως δεν έχουμε διαπιστώσει, αναγνωρίσει, μελετήσει και κατατάξει υψηλές κορυφές, μορφές σαν τις εμβληματικές της περίφημης «γενιάς του 1930». Ακόμα και η περίφημη «γενιά της Αμφισβήτησης» που τοποθετείται χρονολογικά από το 1970 έως το 1980 κι αφορά κυρίως τους σημερινούς εβδομηντάρηδες, ακόμα κι εκείνη, παρ’ ότι έχει μελετηθεί μάλλον επαρκώς – ή σε ικανοποιητικό βαθμό τουλάχιστον – ακόμα κι αυτή η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν έχει αφήσει πίσω της κάποιο «μεγάλο», διεθνούς βεληνεκούς ποιητικό ή πεζογραφικό έργο (είναι στην πλειονότητά τους ποιητές). Μήπως τελικά η αναζήτηση του επόμενου νεοέλληνα νομπελίστα εκτός από ομαδική ψύχωση είναι ακόμα μια «Μεγάλη Ιδέα» για τον εαυτό τους (εκ μέρους πολλών αυτοδιαφημιζομένων ως αιωνίως υποψηφίων της υψίστης μέχρι τώρα παγκοσμίου λογοτεχνικής διακρίσεως); Μήπως μετά τον «Μάη του 1968» η Αμφισβήτηση κι η αποδόμηση των πάντων δεν άφησε αλώβητο μήτε και τον μύθο του «μεγάλου λογοτέχνη», πνευματικού οδηγού και ταγού; Σήμερα δεν υπάρχουν Ιδεολογίες, εκτός από τον επικρατούντα Υλισμό και τον άκρατο ευδαιμονισμό άνευ όρων και ορίων. Ίσως η προηγούμενη βράβευση ενός τραγουδοποιού από την διαλυμένη εφέτος και παραιτημένη-τραυματισμένη επιτροπή της Σουηδικής Ακαδημίας να δείχνει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο μια ιστορική καμπή στην οποία ευρίσκεται τόσο η Ποίηση όσο και η Πεζογραφία. Προκειμένου να μην διαλυθούν και να αντέξουν στην μετά-τεχνολογική λαίλαπα πρέπει να ξαναγυρίσουν ίσως στο ανθρώπινο σώμα και στους ρυθμούς του, στις παραδοσιακές καταβολές γλωσσικών ιδιωμάτων και πολιτισμικών μορφωμάτων προκειμένου να ανασύρουν τα ξεχασμένα αρχέτυπα και χρησιμοποιώντας φυσικά τις ψηφιακές ή μετά-ψηφιακές τεχνολογίες που μας παρέχει η Τεχνολογία και το άϋλο βιβλίο (e-book) να οδηγήσει σε καινούργιες, απροσδόκητες οπτικοακουστικές φόρμες που θα λειτουργήσουν και πάλι υβριδικά συναιρώντας κι όχι διαχωρίζοντας είδη.

Η νεοελληνική λογοτεχνία έχει συνήθως μια «χρονοκαθυστέρηση» 10, 20 ή και 30 ετών στην εισαγωγή καινοτομιών, ρευμάτων και – ισμών από την Αλλοδαπή. Είμαστε – είτε το θέλουμε είτε όχι – μια πολιτισμική επαρχία της Δύσης και στα όρια της Ανατολής, που μας αφήνει σχεδόν ανεπηρέαστους. Αυτό σημαίνει ότι η όποια «πρωτοπορία» είναι «εμπορική αντιπροσωπεία» μάλλον παρά ευρεσιτεχνία. Απόδειξη πως όταν και όποτε μεταφράζονται τα πεζογραφήματα των διακεκριμένων και βραβευμένων στην Ελλάδα λογοτεχνών μας περνούν σχεδόν απαρατήρητα στο εξωτερικό (με ελάχιστες εξαιρέσεις – από τους ζώντες – που ανήκουν σε προγενέστερες γενιές: Βασίλης Βασιλικός, Πέτρος Μάρκαρης και μερικοί άλλοι). Αντιθέτως, κατισχύουν ο Καβάφης κι ο Καζαντζάκης σε όλες τις χώρες του κόσμου, ακόμα και σε πτωχικά χαρτοπωλεία απομακρυσμένων κωμοπόλεων. Αυτό σημαίνει κάτι: πως τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν καταφέραμε να ολοκληρώσουμε την ομφαλοσκόπησή μας και να εξαγάγουμε ακόμα και την Κρίση μας, με τρόπο που να ενδιαφέρει μαζικά και άλλες εθνότητες ή πολιτισμούς. Η υπερκατανάλωση βραβείων και επαίνων, τιμητικών διπλωμάτων κι εγχωρίων διακρίσεων ίσως λειτούργησε ως ανασχετική δικλείδα, αφού η όποια προσωρινή ικανοποίηση που επιφέρει τροφοδοτεί αισθήματα εφησυχασμού κι επαναπαύσεως. Ίσως πάλι να βρισκόμαστε στην αρχή ενός καινούργιου αιώνα όπου όλα θα είναι μαζικά, ομαδικά, παγκόσμια ενδεχομένως, έτσι που κανένα άτομο ή προσωπικό έργο δεν θα εξαίρεται πάνω από την ομοιογενή ή ομογενοποιημένη μάζα. Το σίγουρο είναι πως η Λογοτεχνία και η Τέχνη γενικότερα είναι καθρέφτης των κοινωνικών αλλά και των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούνται τώρα κι επιφέρουν τρομακτικές, ταχύτατες αλλαγές και διαφοροποιήσεις σε όλες τις αξίες, ακυρώνοντας τα μέχρι πρότινος μέτρα και σταθμά. Εξάλλου, όπως λέει η παλαιά κινεζική παροιμία: «είναι κατάρα να ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς». Εμείς όμως οι λογοτέχνες, οι κριτικοί και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και καθ-ηγητές οφείλουμε – εξ ορισμού του λειτουργήματός μας – να μεταβολίσουμε αυτό το χάος και να το οδηγήσουμε σε μια νέα (πρόσκαιρη όμως κι αυτή) αισθητική ανακρυστάλλωση, που θα δώσει κι αυτή τη θέση της στο επόμενο περιστασιακό χάος και ούτω καθεξής, αφού όπως σοφά είπε ο παππούς Ηράκλειτος «τα πάντα ρει». Ακόμα κι αν τον είπαν σκοτεινό, ήταν ο πρώτος διαλεκτικός φιλόσοφος που ανακάλυψε και διατύπωσε τη συμπαντική αναγκαιότητα της εξέλιξης κι αναμόρφωσης των πάντων, εσαεί…

Οι λογοτέχνες σήμερα είναι τυχεροί, γιατί κάθε φορά που επιτυγχάνουν λειτουργούν κυριολεκτικώς ως «δημιουργοί» δίνοντας μορφή σε ένα χάος που κοχλάζει πολύ πάνω από το σημείον ζέσεώς του (για να καταφύγουμε και πάλι στην ορολογία τής Χημείας).

Στα πλαίσια αυτής της σύντομης εισήγησης-ομιλίας μου απέφυγα τόσο την ονοματολογία όσο και τις εκτενείς αναφορές ή τις απαραίτητες σημειώσεις. Επιφυλάσσομαι να το πράξω σε κάποια προσεχή επιστημονική εργασία μου. Τα επιμέρους μελετήματα συνιστούν νύξεις και ψηφίδες για τον σχηματισμό της «μεγάλης εικόνας» που ακόμα μας διαφεύγει, αφού αποτελούμε συνιστώσα του προβλήματος και μέρος της λύσης τους ενδεχομένως. Όσο είμαστε μέσα σε έναν οργανισμό που εξελίσσεται δεν μπορούμε να κάνουμε και ανατομία στο νεκρό του σώμα. Όλες οι διαπιστώσεις μας υπόκεινται στη σχετικότητα μιας υποκειμενικής θεωρήσεων των πάντων, με τις αναπόφευκτες προβολές μας στην οθόνη του κόσμου. Με αυτές τις μεθοδολογικές κι επιστημολογικές επισημάνσεις επιλέγω να κλείσω την ομιλία μου αλλά όχι και την συζήτηση που θα επακολουθήσει κι η οποία θα παραμείνει ενεργή για πολλές δεκαετίες ακόμα.

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr