ΠΟΙΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΤΗΤΑ: σκέψεις δομημένες από σημειώσεις διάσπαρτες

 

Τού ποιητή, θεατρολόγου και κριτικού Κωνσταντίνου Μπούρα

 

Πολλές φορές μιλώντας σε σεμινάρια, εμψυχώνοντας δράσεις, συντονίζοντας εκδηλώσεις, υποδυόμενος τον ψυχ-αγωγό, τον διασκεδαστή ή τον κομπέρ, αναφύονται αφ’ εαυτών τα ερωτήματα: τι είναι θεατρικότητα, τι ποιητικότητα και τι τα συνδέει.

Ας ξεκινήσουμε από το απλούστερο [ή έτσι νομίζουμε!]: την θεατρικότητα. Συχνά διηγούμαι μια πραγματική ιστορία, της οποίας ήμουν αυτόπτης μάρτυς, στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, λίγο πριν φτάσουμε στον Πειραιά. Χρόνος; Ήταν το σωτήριον έτος 1999, αμέσως μετά τον καταστροφικό σεισμό της Πάρνηθας, που κόστισε κι ανθρώπινες ζημιές, εκτός από τις μεγάλες υλικές ζημιές [που – ας πούμε – πως είναι στο πρόγραμμα όταν ζεις σε ένα ευαίσθητο, ρευστό σημείο της Γης – συνηθισμένοι εμείς, γιατί «ο κουνημένος δεν κουνιέται, ο τρελός δεν τρελαίνεται κι ο βρεγμένος δεν βρέχεται!!!» (δική μου η παραλλαγή)]…

Αλλάζοντας λοιπόν βαγόνι ΗΣΑΠ (λόγω εκτεταμένων παρασίτων – πορτοφολάδων κι εφαψιών) βρίσκομαι στην εξής αλλόκοτη σκηνή: μία γυναίκα (βορειο-ηπειρώτισσα, όπως αποδείχτηκε όταν ήρθε η αστυνομία), με δυο μωρά στην αγκαλιά, σχεδόν βρέφη, έβριζε και καταριόταν τους Έλληνες «να πέσει ο ουρανός να τους πλακώσει, να γίνει μεγάλος σεισμός και να μην αφήσει τίποτα όρθιο, πέτρα πάνω στην πέτρα να μην μείνει…». Κι όλ’ αυτά γιατί; Γιατί πριν από λίγο, το Αλλοδαπών έπιασε τον άντρα της χωρίς χαρτιά να περιμένει στην ουρά που σχηματίζεται κάθε πρωί στην Ομόνοια για μαύρη και κακοπληρωμένη εργασία… Τον απέλασαν λοιπόν με συνοπτικές διαδικασίες. Και δεν είχε καν μονάδες στο κινητό να την ειδοποιήσει. Αμέσως, επενέβησαν και οι αριστεροί που πιστεύουν και διατείνονται πως «ουδείς άνθρωπος λαθραίος», αλλά και οι ακροδεξιοί, οι εθνικιστές που το πήραν προσωπικά που έβριζε την χώρα μας κι αποφάσισαν να της δώσουν ένα παραδειγματικό μάθημα. Φυσικά, κάποιοι πιο ψύχραιμοι, κάλεσαν εγκαίρως την αστυνομία και τα χειρότερα απεφεύχθησαν. Το όλον επεισόδιο έληξε με κάποιου είδους συμβιβασμού στις αποβάθρες του τερματικού σταθμού…

Και σας ερωτώ: ενέχει αυτό το περιστατικό το στοιχείο της θεατρικότητας; Όχι. Είναι ένα πρώτης τάξεως δραματικό υλικό για μια τεχνουργημένη αφήγηση ή μια ακόμα πιο απολαυστική  (ή και διδακτική) αναπαράσταση, λείπουν όμως τέσσερα (τουλάχιστον) στοιχεία που εμπεριέχονται στον δικό μου (αυτοσχέδιο) ορισμό της θεατρικότητας: 1. η υπερβατικότητα, 2. η αφηγηματική σύμβαση (πομπός-δέκτης), 3. η κωδικοποίηση που ενέχει και το στοιχείο της υπερβολής ή του υπέρ-τονισμού, 4. η δραματουργική επεξεργασία… Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να κυκλοφορούμε με μαγνητόφωνο ή κρυφή κάμερα για να γίνουμε διάσημοι θεατρικοί συγγραφείς, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, ηθοποιοί κ.λπ. Πρέπει να είμαστε και δραματουργοί. Τουτέστιν τεχνίτες, ειδικοί και στην αποδόμηση-αναδόμηση του τυχαίου συμβάντος (όσο ακραίο κι αλησμόνητο αν είναι), ειδικοί και στην λείανση της καθημερινότητας έτσι ώστε να αποκτά κάποιο ύψος, κάποια απόσταση από τα πράγματα και να μπορεί (ενδεχομένως) να μας προκαλέσει αισθητική ηδονή, να κινητοποιήσει το θυμικό και να ενεργοποιήσει την κριτική μας ικανότητα διδάσκοντάς μας να αναγιγνώσκουμε την πραγματικότητα με κάποιον πρωτότυπο, «άλλο», καινοφανή τρόπο. Δεν αρκεί από μόνη της η τυφλή αναπαραγωγή ενός δραματικού γεγονότος. Δεν είναι «τραγωδία» και μάλιστα «οικογενειακή» τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα στις μεγάλες «εξόδους» των Αθηναίων. Δεν είναι καν «τραγικά». Είναι καθημερινά, αναμενόμενα, προβλέψιμα κι εν τέλει αδιάφορα, ένεκα της επαναλήψεώς των. Τραγικό είδος και τραγικός ήρωας-ηρωίδα είναι κάποιος που με άστοχη χρήση της ελεύθερης βούλησής του καταλήγει να κατά-στραφεί «βγάζοντας ο ίδιος τα μάτια του». Βεβαίως, το να μιλάς στο κινητό ενόσω οδηγείς, ή να τσακώνεσαι με την πεθερά στο πίσω κάθισμα είναι λανθασμένη επιλογή κι ασυλλόγιστη ενέργεια, δεν οδηγεί όμως με μαθηματικό τρόπο στο Χάος και στον θάνατο, παρ’ όλο που συντείνει στατιστικώς στην ολοένα κι αυξανόμενη αύξηση της εντροπίας (σύμφωνα με την Θερμοδυναμική).

Πάμε τώρα στην ποιητικότητα: τι είναι «ποιητικόν» και τι ΔΕΝ είναι; Γιατί τα τελευταία χρόνια πήξαμε από συλλογές παραληρημάτων κι εκθέσεις ιδεών διαφόρων ατυχησάντων και θλιβερών ανθρωπίνων όντων που μην έχοντας πλέον «μήτε ιερό μήτε όσιο», αντικατέστησαν τον εξομολογητή, τον ψυχαναλυτή, τον κολλητό, ή ακόμα και τη …γιαγιά τους με τον (καλοπληρωμένο κι ανθυπομειδιώντα εκδότη, που δίνει δουλειά σε έναν ολόκληρον εσμόν επαγγελματιών ή παρεπιδημούντων στον χώρο του βιβλίου). Όμως δεν είναι ποιητικό να λέμε τον πόνο μας, να διατυπώνουμε τα παράπονά μας, να αναζητούμε συμμάχους σε ένα διαζύγιο, σε μια διαμάχη ή σε μια πλεκτάνη που εξυφαίνουμε εναντίον των ανταγωνιστών μας. Όχι, διόλου δεν είναι. Η ποιητικότητα προϋποθέτει κι αυτή τρία τουλάχιστον συστατικά στοιχεία: 1. την υπέρβαση, 2. την απόσταση, 3. την αισθητική διαχείριση του πρωτογενούς υλικού, 4. τεχνοτροπία, γερή τεχνική και σίγουρη κατοχή των εκφραστικών μέσων υπό του γράφοντος ή και ομιλούντος πονητή, που όμως ποιητής πάντα δεν είναι!!!

Κι εν τέλει, εκείνο που συνδέει και την ποιητικότητα και την θεατρικότητα είναι η σύμβαση, η αν-οικείωση (η διαφορετική, ασυνήθιστη ή και αιρετική ματιά πάνω στα πράγματα) και η εισαγωγή μίας τουλάχιστον νέας απόχρωσης κάποιας γνωστής ιδέας (αφού όλα έχουνε σχεδόν ειπωθεί).

Ποίηση χωρίς αισθητική ηδονή δεν νοείται (και δεν υπονοώ την καλλιέπεια ή τον νεορομαντισμό, τον κλασικισμό, αλλά την υπέρ-πραγματική θέαση του  κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης.

Θέατρο χωρίς στυλιζαρισμένη εκζήτηση κι αφηγηματική υπερβολή επίσης δεν νοείται, αλλιώς θα στήναμε απλώς αυτό σε τραίνα, λεωφορεία και φωταγωγούς. Δεν θα υπήρχε ουδεμία χρεία να στηνόμαστε στην ουρά προκειμένου να αγοράσουμε ένα (τουλάχιστον) εισιτήριο για τον κινηματογράφο ή την πολυδιαφημισμένη σκηνή της πόλης μας.

Κι αν το θέατρο ακόμα αντέχει κι ο κινηματογράφος ανθίστανται, η ποίηση έχει προ πολλού συκοφαντηθεί κι οι ποιητές έχουν δυστυχώς απαξιωθεί, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον ούτε πνευματικοί δάσκαλοι ούτε σοφοί συντάκτες γνωμικών ούτε καν παραμυθάδες, αλλά απλώς παραδοξολόγοι, περιαυτολόγοι, περιπαιχτικοί, είρωνες αλλά όχι κι αυτοσαρκαστικοί (στην πλειοψηφία τους). Είναι μάλλον …ιδιωτικές οι επιδόσεις τους παρά πολιτικές.

Αλλά και το θέατρο χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, περνάει μια χρόνια κρίση, οι σύγχρονοι δραματουργοί περνούν μάλλον απαρατήρητοι, κι είναι – ως φαίνεται – απείρως ευκολότερον κι εμπορικότερον να διασκευάσουμε κάποιον μεγάλο κλασικό λογοτέχνη (που ΔΕΝ έγραψε καν για το θέατρο, δεν του πέρασε καν από το μυαλό) παρά να εμπιστευτούμε το θέατρο και τον πενιχρό κουμπαρά μας σε έναν νέο ή πρωτοεμφανιζόμενο. Έτσι, μετά το προ τριακονταετίας, οχληρού και απαράδεκτου (κατά τη γνώμη μου) φαινομένου να παίζονται δέκα Σαίξπηρ, Ίψεν, Μολιέροι ή Γκολντόνι, τώρα φτάσαμε στην κατάντια να ανεβαίνουν σωρηδόν διασκευασμένες αφηγήσεις (από νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα, από ανεκδοτολογικές επιδόσεις ακόμα) παρά να παραγγέλλονται ή να ανεβαίνουν στη σκηνή θεατρικά έργα που διακριθήκανε σε διαγωνισμούς ή που οι συγγραφείς τους έχουν μακράν πορείαν στον χώρο. Και στο Χρόνο, βεβαίως.

Ζούμε σε μεταβατικές εποχές. Η Κρίση του Πολιτισμού (κι ουχί μόνον τού Δυτικού) επιβάλλει ανακατατάξεις, κατεδαφίσεις, πειραματισμούς. Όχι όμως και ληγμένες πρωτοπορίες που εισήχθησαν εις την Εσπερίαν μισόν αιώνα πριν…

Εδώ θα σταματήσω για να μην ξεφύγουμε από το θέμα μας. Θεατρικότητα και ποιητικότητα δεν είναι μεν έννοιες ταυτόσημες αλλά τεμνόμενες ως προς το στοιχείο της αν-οικείωσης, της υπέρβασης και της αφηγηματικής υπερβολής-μεγέθυνσης. Με σκοπό πάντα (και στόχο) την πρόκληση αισθητικής ηδονής. Αλλιώς δεν πρόκειται για καλλιτεχνικά φαινόμενα, αλλά τυχαίες κι άτεχνες εκτονώσεις τού θυμικού…. Αρκετά για σήμερα. Τα λέμε πάλι σε κάποια από τις διαδραστικές ψυχαγωγίες που διοργανώνω ή συμμετέχω με χαρά, πάντα… Και με περιέργεια να σας ακούσω, να σας αισθανθώ, να επικοινωνήσω μαζί σας, αγαπητοί μου συναυτουργοί κι αναγνώστες-θεατές.

 

Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr